Αφήνουμε σήμερα τη φαντασία μας να ταξιδέψει στην παλιά Αφρική, όπως ήταν πριν από περίπου επτά εκατομμύρια χρόνια, για να «παρατηρήσουμε» ότι οι πρώτοι «άνθρωποι» ζούσαν όπως οι παμπουίνοι της σαβάνας και όχι όπως οι «σύγχρονοι» κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες. Ομάδες των τριάντα περίπου ατόμων, με περισσότερα θηλυκά με τα μικρά τους και λίγα αρσενικά, αναζητούσαν συντονισμένα μια περιοχή για τροφή και επέστρεφαν τη νύχτα σε επιλεγμένα σημεία, σε βράχους ή συστάδες δένδρων. Τα ώριμα αρσενικά αναζητούσαν συνεχώς ευκαιρία ζευγαρώματος. Ολα τα άτομα της ομάδας διέθεταν ήδη το ανθρώπινο χαρακτηριστικό της δίποδης βάδισης, ένα χαρακτηριστικό ενεργειακά αποδοτικότερο από τον τετραποδισμό και επομένως ευκρινής και αξιοποιήσιμος στόχος της φυσικής επιλογής. Από το ταξίδι αυτό της φαντασίας μπορούμε να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα, στα εξελικτικά αρχεία του απολιθωμένου DNA, που όμως προβάλλει επί του παρόντος αρκετές ακόμη δυσκολίες στην ανάλυσή του καθώς είναι συνήθως φτωχής ποιότητας και ως εκ τούτου φειδωλό στις απαντήσεις του στις περίεργες εξελικτικές ερωτήσεις μας. Γι’ αυτό ακολουθείται περισσότερο ο δρόμος της συγκριτικής γονιδιακής ανάλυσης ζώντων οργανισμών. Και αν δεν υπάρχουν τέτοιοι οργανισμοί, τέτοια είδη, τη σκυτάλη αναλαμβάνει η Παλαιοντολογία με τα απολιθώματά της. H γενετική προσέγγιση ωστόσο δίνει πειστικότερα αποτελέσματα με την αξιοποίηση του σταθερού ρυθμού των μεταλλάξεων, του μοριακού ρολογιού δηλαδή και της κατασκευής γονιδιακών εξελικτικών δέντρων.



Ενα απολίθωμα το οποίο ανακαλύφθηκε το 1924 από τον Νταρτ στην πόλη Ταούγκ της Νοτιοαφρικανικής Ενωσης, άνοιξε τη μεγάλη συζήτηση για τη μεταβατική μορφή από τους ανθρωποειδείς πιθήκους στον άνθρωπο. Πέρασαν όμως πολλά χρόνια για να γίνει αποδεκτό ότι το απολίθωμα της Ταούγκ, ένα ατελές κρανίο παιδιού, ανήκε σε κάποιον ανθρώπινο πρόγονο που έζησε πριν από 2 περίπου εκατομμύρια χρόνια και όχι απλώς σε έναν αρχαίο ανθρωποειδή πίθηκο, καθώς η κάτω γνάθος του προεξείχε λιγότερο, τα παρειακά δόντια ήταν επίπεδα, οι κυνόδοντες μικροί και το ινιακό τρήμα – εκεί στη βάση του κρανίου που ο νωτιαίος μυελός περνά στη σπονδυλική στήλη – βρισκόταν στο κέντρο και όχι πίσω, υποδεικνύοντας την ύπαρξη του διποδισμού. H εξαγωγή βιολογικών συμπερασμάτων (βιολογικός κύκλος, δόντια) από τα απολιθώματα, χρησιμοποιώντας υπολογιστική αξονική τομογραφία, δίνει «σάρκα» στα οστά. Ετσι, π.χ., το παιδί της Ταούγκ εκτιμήθηκε ότι πέθανε όταν ήταν περίπου τριών ετών.


Παρά το γεγονός ότι στην Ανατολική Αφρική, στο φυσικό αυτό «μουσείο» αρχέγονων ανθρώπινων απολιθωμάτων, υπάρχουν λίγα απολιθωματοφόρα ιζήματα ηλικίας 4-8 εκατομμυρίων χρόνων πριν, η περίοδος εκείνη είναι πολύ κρίσιμη για την ανθρώπινη προϊστορία, καθώς περιλαμβάνει τη γένεση της ανθρώπινης οικογένειας. Και από τα πολλά προτεινόμενα απολιθώματα στη δεκαετία του ’50 ως ανήκοντα σε είδη των ανθρωπιδών, το παιδί της Ταούγκ ξεχώριζε και τελικά «βαπτίσθηκε» Αυστραλοπίθηκος της Αφρικής (Australopithecus africanus), με το συνθετικό «αυστραλό» να υποδηλώνει το «νότιος» (austral) επειδή βρέθηκε νοτιότερα της εξάπλωσης των ανθρωποειδών πιθήκων. Ενα άλλο όνομα, που δόθηκε σε ένα πιο «εύρωστο» απολίθωμα, ήταν ο Australopithecus robustus (Αυστραλοπίθηκος ο εύρωστος). Και τα δύο είδη τρέφονταν κυρίως με φυτικές τροφές.


Πιάνοντας τώρα την ιστορία των πρώτων Ανθρωπιδών, δηλαδή των Αυστραλοπιθήκων, από την αρχή, πάμε πιο πίσω σε διάφορα είδη όπως στον Australopithecus anamensis (4,2


-3,9 εκατομμύρια χρόνια πριν) που ανακαλύφθηκε στην Κένυα από την Λεϊκι. Το εν λόγω είδος έμοιαζε μορφολογικά με τον Australopithecus afarensis (2,8-3,9 εκατομμύρια χρόνια πριν) που βρέθηκε στο Χαντάρ της Αιθιοπίας και θεωρείται πρόγονός του. Ο A. afarensis «εκπροσωπείται» στο παλαιοντολογικό αρχείο από το «διάσημο» απολίθωμα μιας ώριμης γυναίκας περίπου 25 ετών και 92 εκατοστών ύψους που της δόθηκε το υποκοριστικό όνομα Λούση και είχε μακριά χέρια και κοντά πόδια· η κεφαλή της έμοιαζε περισσότερο με πιθήκου ενώ το μικρό σώμα της περισσότερο με ανθρώπου και περπατούσε στα δυο της πόδια.


Ο Australopithecus africanus (2-3 εκατομμύρια χρόνια πριν) είχε πρόσωπο πιο πλατύ από αυτό των πιθήκων και όγκο εγκεφάλου περίπου 500 κυβικών εκατοστών, λίγο μεγαλύτερο του χιμπαντζή και σαφώς μικρότερο του ανθρώπου (1.300-1.400 κυβικά εκατοστά). Περπατούσε στα δύο πόδια και είχε ύψος λίγο μεγαλύτερο του ενός μέτρου. Το κεφάλι του ήταν κάτι μεταξύ πιθήκου και ανθρώπου. Πριν από 2,2 περίπου εκατομμύρια χρόνια η εξελικτική αλυσίδα του ανθρώπου έσπασε σε δύο είδη από τα οποία μόνο το ένα, ο Australopithecus africanus, συνέχισε τη σειρά προς τον άνθρωπο. Το άλλο, ο Α. robostus, που αναφέρεται και ως A. biosei, έζησε κάπου 1 εκατομμύριο χρόνια και αφανίστηκε, καθώς ως χορτοφάγος δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στη νέα βλάστηση που προήλθε από τις κλιματικές αλλαγές, ούτε κατάφερε να «εφεύρει» νέους τρόπους επιβίωσης, όπως έκανε ο «πολυτεχνίτης» Homo habilis, με τον οποίο συνυπήρχαν κάποια περίοδο.


H μέση κρανιακή κοιλότητα των Αυστραλοπιθήκων ήταν 450-460 κυβικά εκατοστά· έμοιαζε δηλαδή με αυτήν του γορίλα, αλλά η αναλογία του εγκεφάλου προς το σώμα είναι μεγαλύτερη του γορίλα. Οι Αυστραλοπίθηκοι εξελίχθηκαν αργότερα σε παμφάγους και χρησιμοποιούσαν οστά, πέτρες, ρόπαλα σαν εργαλεία και όπλα. Βέβαια, όπως οι Αυστραλοπίθηκοι, και οι χιμπαντζήδες χρησιμοποιούν εργαλεία – κλαδιά π.χ. για να συλλέγουν τερμίτες -, αλλά κανένας τους δεν έχει κατασκευάσει εργαλείο. Οι αρχαιότερες συγκεντρώσεις εργαλείων (λιανίστρα, ξύστρα, πολύεδρα) είναι ηλικίας περίπου δυόμισι εκατομμυρίων χρόνων. Και παρ’ ότι φαίνεται ότι οι κατασκευές ήταν ευκαιριακής φύσης, υπάρχουν απόψεις που υποδηλώνουν πως οι αρχέγονοι εκείνοι κατασκευαστές εργαλείων χρησιμοποιούσαν κάποιες νοητικές ικανότητες και γενετικές δεξιότητες που υπερέβαιναν εκείνες των ανθρωποειδών πιθήκων.


Αξίζει να τονιστεί ότι οι Αυστραλοπίθηκοι και οι Homo παρουσίαζαν διαφορετικές ειδικές προσαρμογές στις οποίες η κρεοφαγία πιθανόν να έχει παίξει σημαντικό ρόλο. Και τούτο διότι η κατασκευή λίθινων εργαλείων θα έπρεπε να είναι σημαντική για τους κρεοφάγους, ενώ οι φυτοφάγοι μπορούσαν να ζήσουν και χωρίς αυτά τα εργαλεία. Ιδιαίτερης σημασίας είναι επίσης και η ανακάλυψη ότι οι πρώτοι κατασκευαστές εργαλείων ήταν κυρίως δεξιόχειρες, ένα χαρακτηριστικό με καθαρά γενετική βάση και μοναδικό στον άνθρωπο· και τούτο διότι παρά το γεγονός ότι οι ανθρωποειδείς πίθηκοι είναι δεξιόχειρες ή αριστερόχειρες, δεν υπάρχει στον πληθυσμό κάποια σαφής τάση για τη μία ή την άλλη εξειδίκευση. Γι’ αυτό υποστηρίζεται η άποψη ότι πριν από 2 εκατομμύρια χρόνια ο εγκέφαλος του Homo άρχισε να γίνεται πραγματικά ανθρώπινος.


Μια μεγάλη εξελικτική ιστορία φθάνει κοντά στον σύγχρονο άνθρωπο, κοντά μας. Πολλές φορές όμως είτε δεν την γνωρίζουμε είτε δεν θέλουμε να την κατανοήσουμε ή ακόμη δεν την αποδεχόμαστε και την απορρίπτουμε αβασάνιστα. Και όπως οι λαοί που δεν κατέχουν την ιστορία τους δεν έχουν μέλλον, έτσι και η υποτίμηση της βιολογικής μας αυτογνωσίας και εξελικτικής μας δυναμικής δεν οδηγεί στην πρόοδο της ανθρωπότητας.


Ο κ. Σταμάτης N. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών.