Ο 28χρονος διάκονος Σεραφείμ, όταν το καλοκαίρι του 1941 ­ το πρώτο καλοκαίρι της γερμανικής Κατοχής ­ ο Δαμασκηνός επιστρέφει στον θρόνο του, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας απλός γραφέας στις υπηρεσίες της Ιεράς Συνόδου. Αλλά μια παράξενη μοίρα θέλησε ο νεαρός διάκονος να ακολουθήσει πιστά τα βήματα του τότε προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος και να γίνει ο καλύτερος μαθητής του. Μπορεί να μην έφθασε να καταλάβει ανώτατα πολιτειακά αξιώματα ­ ο Δαμασκηνός έγινε πρωθυπουργός και αντιβασιλέας ­ αλλά πέτυχε να περάσει στην Ιστορία ως ο μακροβιότερος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος στη διάρκεια του 20ού αιώνα.


«Ο Δαμασκηνός δεν έχει προγόνους του τους Ιεράρχες του Βυζαντίου αλλά τους Δεσποτάδες του ’21. Εχει το πάθος τους, την πολιτικότητά τους και την αγωνιστική τους ιδιοσυγκρασία» γράφει ο Ηλίας Βενέζης στον πρόλογο του βιβλίου του «Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός. Οι χρόνοι της δουλείας» τον Δεκέμβριο του 1951. Κοντά 50 χρόνια μετά οι κρίσεις και οι χαρακτηρισμοί του Βενέζη θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν γραφεί για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο κυρός Σεραφείμ. Ετσι κι αλλιώς ο Σεραφείμ δεν διεκδίκησε ποτέ κατά τη διάρκεια της 60χρονης διακονίας του τον τίτλο του «αυθεντικού Βυζαντινού». Αλλωστε, δεν γινόταν και διαφορετικά. Ο ίδιος, όπως και ο Δαμασκηνός, προερχόταν «από τα στρώματα του λαού μας, από την ελληνική περιοχή όπου δεν διδάσκεται αλλά ασκείται η πίστη: για τον Θεό, για την καλή πράξη, για το χρέος προς την πατρίδα και προς την ελληνική διάρκεια», όπως γράφει και ο Βενέζης. Ο Δαμασκηνός, κατά τον συγγραφέα, «φέρνει μέσα του το γερό κύτταρο της ράτσας» προερχόμενος «από τη βουνίσια, την απλή, τη σχεδόν πατριαρχική ζωή των βοσκών και των λοτόμων της ορεινής Ελλάδας». Αλλά η Δοβρίτσα της Ναυπακτίας ­ γενέτειρα του Δαμασκηνού ­ δεν φαίνεται να απείχε πολύ από το Αρτεσιανό της Καρδίτσας ­ το χωριό όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Σεραφείμ ­, τουλάχιστον όσον αφορά τις σκληρές συνθήκες της ζωής των απλών ανθρώπων εκείνης της εποχής.


Ο «ξωμάχος»


«Μου έδωσε την εντύπωση ενός ανθρώπου ο οποίος αντιμετωπίζει με αποφασιστικότητα και κουράγιο κάθε δυσκολία» είπε ο Χαρίλαος Φλωράκης βγαίνοντας από το Λαϊκό Νοσοκομείο, όπου είχε επισκεφθεί τον ασθενούντα Αρχιεπίσκοπο και έσπευσε στη συνέχεια να δώσει τη δική του εκδοχή για τη μαχητικότητα και την καρτερία του παλαιού συμμαθητή του: «Κρατάει από τους ξωμάχους του κάμπου». Μπορεί ο πατέρας του Σεραφείμ να μην ήταν ακριβώς ένας από τους «ξωμάχους του κάμπου» ­ μάλλον ένας ευκατάστατος νοικοκύρης, κατά τον σεβασμιότατο Μητροπολίτη Ιωαννίνων κ. Θεόκλητο ­ αλλά αυτό δεν μειώνει σε τίποτα την αξία των λόγων του επιτίμου προέδρου του ΚΚΕ. Αλλωστε, μετρά περισσότερο το τι νιώθεις και όχι το τι είσαι. Και ο Σεραφείμ ένιωθε ξωμάχος και δεν το έκρυψε ποτέ.


«Δεν μπορώ να μην ενασκήσω αυτήν ακριβώς την ώρα τα καθήκοντά μου που θα είναι μαρτύριον και κίνδυνος. Το εναντίον θα είναι φυγή». Η φράση που ανήκει στον Δαμασκηνό είχε υιοθετηθεί για τα καλά από τον Σεραφείμ και το ουσιαστικό περιεχόμενό της είχε γίνει καθημερινό βίωμα ζωής από τα πρώτα χρόνια της διακονίας του. Ο ταπεινός γραφέας της Ιεράς Συνόδου το καλοκαίρι του 1941 δεν δίστασε δύο χρόνια αργότερα ­ εν τω μεταξύ έχει χειροτονηθεί πρεσβύτερος και έχει τοποθετηθεί εφημέριος στον Αγιο Λουκά Πατησίων ­ να βγει αντάρτης στα βουνά επιλέγοντας την πλευρά του ΕΔΕΣ υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα. Η επιλογή του αυτή καθόρισε και την κατοπινή στάση του στα ελληνικά πολιτικά πράγματα της μεταπολεμικής περιόδου. Ετσι κι αλλιώς είχε βρεθεί με την πλευρά των «νικητών» του εμφυλίου πολέμου και η οικογένειά του είχε πληρώσει ακριβό τίμημα. Ο πατέρας του είχε «πέσει» από τα βόλια της «άλλης» πλευράς, εκείνης που εκπροσωπούσε ο παλιός συμμαθητής του, ο Χαρίλαος Φλωράκης.


Ο Σεραφείμ ήταν αντικομμουνιστής και δεν το έκρυβε. Αλλά ποτέ δεν θέλησε να εξαργυρώσει ούτε το «πατρικό αίμα» που χύθηκε ούτε, πολύ περισσότερο, τη θητεία του στις Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών του Ζέρβα. Το 1949, όταν έχει κριθεί οριστικά η έκβαση του εμφυλίου πολέμου, ο Σεραφείμ ­ τότε γραμματέας της Ιεράς Συνόδου ­ εκλέγεται Μητροπολίτης Αρτης. Είναι η εποχή που οι «μετωπικές παρατάξεις» που στήνουν οι υπεύθυνοι της αδελφότητας θεολόγων «Ζωή» ­ τα «Συνεργαζόμενα Χριστιανικά Σωματεία Ο Απόστολος Παύλος», με επικεφαλής τον τότε πρωθιερέα των Ανακτόρων, Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη, και το Σωματείο «Ελληνικόν Φως», με πρόεδρο τον τότε βασιλέα Παύλο ­ είχαν αναλάβει εργολαβικά το «πνευματικόν μέρος του αντικομμουνιστικού αγώνος». Ο Σεραφείμ, από την πλευρά του, δεν είχε και δεν θέλησε ποτέ να αποκτήσει σχέσεις με τη «Ζωή» ή τις άλλες παρεκκλησιαστικές οργανώσεις. Οι απόψεις του ήταν γνωστές και τις υπεράσπιζε με θάρρος. Μάλιστα, η στάση του αυτή έγινε αιτία για να αποκτήσει ένα μεγάλο και ισχυρό εχθρό: τον Ιερώνυμο Κοτσώνη.


Η προγραφή


Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ο πρωθιερέας των Ανακτόρων καταλαμβάνει τον Θρόνο των Αθηνών αρχίζοντας τις εκκαθαρίσεις στις τάξεις των ιεραρχών που αντιδρούσαν στα σχέδια των «Ζωικών» για την άλωση της Εκκλησίας. Οι λίστες των προγραφών ήταν έτοιμες από καιρό. Μέσα σε αυτές φιγουράριζε και το όνομα του Σεραφείμ, που από το 1958 έχει μετατεθεί στη Μητρόπολη Ιωαννίνων. Ο Ιερώνυμος ήθελε να ξεκαθαρίσει μια και καλή τους παλιούς λογαριασμούς. Αλλωστε, είχε ακόμη την υποστήριξη των συνταγματαρχών.


Στα Ιωάννινα, όπως θυμάται σήμερα ο τότε πρωτοσύγκελος και σήμερα Μητροπολίτης κ. Θεόκλητος, κατέφθασε ειδικός επιθεωρητής του υπουργείου Οικονομικών με εντολή να διενεργήσει έκτακτο διαχειριστικό έλεγχο στα οικονομικά της ανθηρής μητρόπολης. Στόχος, να βρεθούν πάση θυσία επιβαρυντικά στοιχεία (ατασθαλίες κλπ.) προκειμένου να «διπλώσουν σε μια κόλλα χαρτί» τον Σεραφείμ και να τον οδηγήσουν στα «έκτακτα ιεροδικεία» που είχαν δημιουργηθεί και δούλευαν ασταμάτητα. Η εντολή του ελέγχου, όπως αποκάλυψε αργότερα ο ίδιος ο επιθεωρητής, είχε δοθεί από τον Ιερώνυμο. Η «δουλειά», όμως, δεν ήταν καλά στημένη αφενός και αφετέρου ο Σεραφείμ διέθετε ισχυρά ερείσματα στον μηχανισμό της νέας εξουσίας: δύο παλαιοί συμπολεμιστές του στους σχηματισμούς του Ζέρβα, ο Ιωαννίδης και ο Πατίλης, συμμετείχαν στον στενό πυρήνα της στρατιωτικής χούντας.


Μάλιστα, ο Σεραφείμ προσφεύγει στους παλαιούς συμπολεμιστές του προκειμένου να διασωθούν αντι-οργανωσιακοί ιεράρχες και αυτοί δεν αρνούνται ποτέ τη βοήθειά τους. Αλλωστε, η προσπάθεια του Ιερωνύμου για τον πλήρη και απόλυτο έλεγχο της Ιεράς Συνόδου μέσω των μαζικών εκκαθαρίσεων προκαλεί αντιδράσεις στα ανώτατα κλιμάκια της χούντας. Δύο χρόνια μετά το απριλιανό πραξικόπημα ο Ιερώνυμος ελέγχει τους 36 από τους 69 ιεράρχες.


Τον Νοέμβριο του 1973, λίγο πριν από την ανατροπή του Παπαδόπουλου, ένας από τους παλαιούς συμπολεμιστές αποφασίζει να προσφύγει στον Σεραφείμ προκειμένου εκείνος να παράσχει τις υπηρεσίες του. Ο συμπολεμιστής που ζητεί βοήθεια είναι ο διοικητής της ΕΣΑ Δημήτρης Ιωαννίδης.


Το Σάββατο 24 Νοεμβρίου 1973 ο Σεραφείμ που έχει κατεβεί από τα Ιωάννινα στην Αθήνα ­ θέλοντας αφενός να επισκεφθεί την αδελφή του που αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και αφετέρου για να συμμετάσχει σε συνεδρίαση του ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας του οποίου είναι μέλος ­ δέχεται ένα αινιγματικό καθ’ όλα τηλεφώνημα. Ο Σεραφείμ σηκώνει ο ίδιος το τηλέφωνο και ακούει από την άλλη γραμμή του σύρματος τη φωνή του Ιωαννίδη που ζητεί να πληροφορηθεί το πού θα βρίσκεται την επομένη το πρωί. Ο Σεραφείμ απαντά ότι θα παραμείνει στην Αθήνα και ο Ιωαννίδης κλείνει το τηλέφωνο. Το αίνιγμα λύθηκε το επόμενο πρωί, όταν ένα στρατιωτικό τζιπ βρίσκεται μπροστά από το σπίτι της αδελφής του στα Πατήσια και έχει μοναδικό επιβάτη τον Ιωαννίδη. Στη συνέχεια ο Σεραφείμ θα ορκίσει πρώτα τον Φαίδωνα Γκιζίκη «πρόεδρο» και λίγη ώρα αργότερα τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο «πρωθυπουργό».


Η δεύτερη εκδοχή της χούντας ­ εκείνης του Ιωαννίδη ­ έχει τεθεί σε εφαρμογή. Ο Ιερώνυμος την επομένη της ορκωμοσίας προβαίνει σε ανακοίνωση Τύπου με την οποία διαμαρτύρεται για την «αντικανονική εισπήδησιν» στην περιφέρεια της Αρχιεπισκοπής Αθηνών του Μητροπολίτη Ιωαννίνων. Το θέμα φθάνει στη Σύνοδο αλλά με παρέμβαση του τότε Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας δεν εκδίδεται καταδικαστική απόφαση της ενέργειας του Σεραφείμ. Ο Ιερώνυμος καταλαβαίνει ότι τα γεγονότα τον έχουν ξεπεράσει και ο ίδιος δεν έχει τη δυνατότητα για ελιγμούς. Ηδη τα αιτήματά του το ένα μετά το άλλο απορρίπτονται. Ο Ιωαννίδης τοποθετεί στο υπουργείο Παιδείας τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Π. Χρήστου, επιλογή που απορρίπτει κατηγορηματικά και πολεμά ο Ιερώνυμος αλλά εις μάτην. Την ίδια ώρα ο άλλοτε πρωθιερέας των Ανακτόρων ζητεί επίμονα συνάντηση με τον νέο ισχυρό άνδρα της χούντας. Ο Ιωαννίδης αρνείται αρχικά να τον δεχθεί σε ακρόαση αλλά ο Ιερώνυμος πάει στο γραφείο του και περιμένει υπομονετικά με τις ώρες. Οταν κάποια στιγμή βλέπει τον Ιωαννίδη, εκείνος περιορίζεται στην εξής δήλωση: «Εμείς δεν έχουμε τίποτα να συζητήσουμε». Την επομένη ­ 15 Δεκεμβρίου 1973 ­ ο Ιερώνυμος υποβάλλει παραίτηση. Ο δρόμος για την Αρχιεπισκοπή είναι ανοιχτός για τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων.


Η εκλογή


Σχεδόν ένα μήνα μετά ­ έχει εκδοθεί εν τω μεταξύ η «Συντακτική Πράξη 3» που ανατρέπει το καθεστώς Ιερωνύμου ­ 28 μητροπολίτες λαμβάνουν μέρος στη Σύνοδο που συγκαλείται για την εκλογή του Αρχιεπισκόπου. Πρώτος, κατά σειρά ψήφων, στο «τριπρόσωπο» έρχεται ο Ιωαννίνων Σεραφείμ με 20 ψήφους, ο Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος έρχεται δεύτερος με 7 ψήφους, ενώ μία ψήφο λαμβάνει ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ο σημερινός τοποτηρητής του Θρόνου των Αθηνών. Από τους τρεις ο Γκιζίκης επιλέγει τον Σεραφείμ, ο οποίος ενθρονίζεται στις 16 Ιανουαρίου 1974. Πριν από 24 χρόνια και τρεισήμισι μήνες.


Ο Σεραφείμ στον ενθρονιστήριο λόγο του θέτει ως άμεση προτεραιότητα την αποκατάσταση της κανονικής τάξης σε συνδυασμό με την ειρήνευση στην Εκκλησία και ξεκαθαρίζει προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν πρόκειται να δεχθεί παρεμβάσεις των ποικίλων παρεκκλησιαστικών οργανώσεων στα διοικητικά ζητήματα. «Εκκλησία πνευματικώς ευπλοούσα είναι η έχουσα ως κεφαλήν Επίσκοπον και όχι οργανώσεις παρεκκλησιαστικάς» τονίζει ο Σεραφείμ προδιαγράφοντας και την κατεύθυνση των επόμενων κινήσεών του. Τους επόμενους μήνες και ως τις αρχές του καλοκαιριού που σφραγίστηκε στην κοινή μνήμη από την τραγωδία στην Κύπρο οι οργανωσιακοί μητροπολίτες εκδιώκονται και οι συσχετισμοί εντός της Συνόδου διαφοροποιούνται (ίδρυση νέων μητροπόλεων στα όρια της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης κλπ.). Η εποχή Σεραφείμ αρχίζει.


Ενας ιεράρχης κοινής αποδοχής


Δαμασκηνός – Σεραφείμ: Ο δεύτερος από την εποχή που ήταν νεαρός αρχιμανδρίτης στην κατοχική ΑΘήνα είχε τη φιλοδοξία να μοιάσει στον πρώτο ­ και ας μην το ομολογούσε ανοικτά. Τον θαύμαζε, ήθελε να ακολουθήσει τα χνάρια του. Τον ξεχώριζε και τον τιμούσε πρώτα απ’ όλα ως πολιτικό ηγέτη εθνικής εμβέλειας. Ο ίδιος ο Σεραφείμ έλεγε και ξανάλεγε στους στενούς συνεργάτες του για τον ρόλο του Δαμασκηνού στη μεταβατική περίοδο από την απελευθέρωση της χώρας ως τη στιγμή της επανόδου τού τότε βασιλέα Γεωργίου Β’ στην Αθήνα. Για το γεγονός ότι έφερε σε πέρας ένα δύσκολο έργο, για το γεγονός ότι του έδειξαν εμπιστοσύνη οι ίδιοι οι βασιλείς παρ’ ότι γνώριζαν ότι εκείνος ήταν παραδοσιακά από την άλλη πλευρά: αντιβασιλικός και βενιζελικός.


«Κι όμως, τα κατάφερε» έλεγε και ξανάλεγε με την ίδια θέρμη, με την ίδια επιμονή. Λες και ήθελε να του αναγνωρισθούν και τα «δικά του δίκια», να επιβραβευθούν και οι δικές του προσπάθειες. Ο Σεραφείμ αν και αντικομμουνιστής δεν δίστασε να συγκρουσθεί με τις καλβινιστικής έμπνευσης κινήσεις για τη διάδοση του λεγόμενου «χριστιανικού έργου» που είχαν συγκροτηθεί με πυρήνα την αδελφότητα θεολόγων «Ζωή». Αν και ο ίδιος είχε προσβάσεις στους κύκλους των πραξικοπηματιών δεν συμμετείχε σε παρασυναγωγές και πολύ περισσότερο αντιστάθηκε στην άλωση της Εκκλησίας από τις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις και τα στελέχη τους που προωθήθηκαν μετά την κατάληψη του αρχιεπισκοπικού θρόνου από τον Ιερώνυμο και, το σημαντικότερο, παρά τα οποία λάθη και τις οποίες ακρότητες, ήταν εκείνος που διέλυσε τους μηχανισμούς του ιερωνυμικού καθεστώτος μετά το 1974.


Ο Σεραφείμ όχι μόνο κατάφερε να επιβιώσει στο νέο περιβάλλον που διαμορφώθηκε από τη μεταπολίτευση του 1974 αλλά πέτυχε να γίνει πρώτα αποδεκτός από την κοινή γνώμη και στη συνέχεια από τις πολιτικές ηγεσίες της εποχής. Τα δύο πρώτα χρόνια ­ από το 1974 ως το 1976 ­ οι σχέσεις του με το πολιτικό δυναμικό της χώρας ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Ο πρώτος δίαυλος επικοινωνίας με την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, όπως θυμούνται στενοί συνεργάτες του, δημιουργήθηκε όταν ο Γιώργος Ράλλης αναλαμβάνει το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.


Η καχυποψία όμως απέναντι στον Σεραφείμ δεν έπαυσε να υπάρχει και να καλλιεργείται συστηματικά. Η έντονη φημολογία, για παράδειγμα, που αναπτύχθηκε μετά τη νίκη του ΠαΣοΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου ότι ο Σεραφείμ «δεν θα πάει να ορκίσει τη νέα κυβέρνηση» κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που η εξουσία άλλαζε χέρια. Αλλά το γεγονός ότι η επίσημη Εκκλησία για πρώτη φορά κράτησε ουδέτερη στάση, δεν «χρωματίστηκε», δεν παρότρυνε, δεν χρησιμοποίησε τον «άμβωνα» για «προεκλογικό μπαλκόνι» ­ και αυτό χρεώνεται στον Σεραφείμ ­ φαίνεται πως μέτρησε και μέτρησε αρκετά στον χώρο της «Αλλαγής». Επιπλέον, η καθιέρωση μιας «ανοικτής γραμμής» ανάμεσα στον Ανδρέα Παπανδρέου και στον Σεραφείμ είχε σαν αποτέλεσμα την αποφυγή μικρών ή μεγαλύτερων κρίσεων στις σχέσεις πολιτείας και Εκκλησίας. Και αυτό συνέβη σε μια περίοδο που υπήρξαν αφορμές για την όξυνση των σχέσεων. Θυμηθείτε την εισαγωγή του πολιτικού γάμου το 1982, τις ρυθμίσεις για την εκκλησιαστική περιουσία το 1985 κλπ.


Ο Σεραφείμ, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, είναι ο προκαθήμενος «κοινής αποδοχής». Η δημοτικότητά του είναι στα ύψη, ο ίδιος έχει πλέον σχέσεις με όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων ­ ακόμη και με τους εκπροσώπους της πλευράς των «ηττημένων» στον Εμφύλιο, με τον παλαιό του συμμαθητή Χαρίλαο Φλωράκη. Κανείς δεν φαντάζεται τη θύελλα που έρχεται κατευθείαν από το εκκλησιαστικό παρελθόν, από την κληρονομιά του Ιερωνύμου. Τα γεγονότα είναι λίγο – πολύ γνωστά. Η περιβόητη τροπολογία του υπουργού Οικονομικών Ι. Παλαιοκρασσά στην οικουμενική κυβέρνηση Ξενοφώντος Ζολώτα επαναφέρει στο προσκήνιο τους εκδιωχθέντες ιερωνυμικούς μητροπολίτες και φέρνει στα πρόθυρα νευρικής κρίσης ολόκληρο τον εκκλησιαστικό οργανισμό. Ο Ιερώνυμος και μαζί η εποχή και οι άνθρωποί του ­ ένας εξ αυτών ήταν και ο τότε υπουργός Οικονομικών ­ μοιάζει προς στιγμήν να παίρνουν την «εκδίκησή» τους.


Είναι μια από τις τελευταίες σκληρές μάχες που δίνει ο άλλοτε αντάρτης του Ζέρβα. Ισως σε εκείνη την περίοδο να ξαναθυμήθηκε τον Δαμασκηνό και το παράδειγμά του. Ισως η σκέψη του να ξαναγύρισε αρκετές δεκαετίες πίσω, εκείνη την ημέρα του 1938, την ημέρα που εκάρη μοναχός στη Μονή Πεντέλης ή την ημέρα της χειροτονίας του σε διάκονο. Οι στιγμές της πολύχρονης διακονίας του ίσως να πέρασαν από μπροστά του με κινηματογραφική ταχύτητα: διάκονος στη Μητρόπολη Κορινθίας με δεσπότη τον Δαμασκηνό, γραφέας στην Ιερά Σύνοδο, αρχιμανδρίτης στον Αγιο Λουκά Πατησίων, αντάρτης στους Σκιαδάδες της Αρτας δίπλα στο αρχηγείο του Ζέρβα, γραμματέας της Συνόδου και μετά δεσπότης ο ίδιος στην Αρτα και στα Γιάννενα… Το τι κράτησε από αυτό το ταξίδι μόνον ο ίδιος μπορεί να ξέρει. Εκείνο που θα μπορούσε να προσθέσει κανείς είναι ότι το ταξίδι αυτό πραγματικά άξιζε…