ΤΑ ΚΡΟΥΣΜΑΤΑ μηνιγγίτιδας που εμφανίστηκαν προσφάτως έφεραν και πάλι στην επιφάνεια το θέμα της αντιμετώπισης και των συνεπειών της νόσου. Ωστόσο, οι περισσότεροι γονείς συνεχίζουν να ανησυχούν αφού γι’ αυτούς πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα: Τι είδους ασθένεια είναι η μηνιγγίτιδα; Προλαμβάνεται; Τα παιδιά που έχουν εμβολιασθεί σε νηπιακή ηλικία είναι προστατευμένα; Πώς μεταδίδεται; Χρειάζεται απολύμανση στους χώρους όπου εμφανίστηκαν κάποια κρούσματα; Τα τελευταία κρούσματα δηλώνουν ανησυχητική αύξηση; Τι είναι αυτό που πρέπει να προσέχει κάποιος και κυρίως οι γονείς;


Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά έδωσε η κυρία Τζένη Κουρέα Κρεμαστινού, καθηγήτρια Μικροβιολογίας στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας. Αρχίζοντας από τον αριθμό των κρουσμάτων, διαπιστώνεται πράγματι μια αύξηση εφέτος, η οποία όμως είναι πιθανόν να οφείλεται στην εποχή και στα αυξημένα κρούσματα ιώσεων και γρίπης. Εχει διαπιστωθεί επιστημονικά ότι οι λοιμώξεις ευνοούν την ανάπτυξη της νόσου. Συγκεκριμένα, μέχρι στιγμής έχουν δηλωθεί στο υπουργείο Υγείας 90 κρούσματα έναντι 76 που είχαν δηλωθεί πέρυσι κατά το ίδιο διάστημα.


Η μικρή αύξηση που διαπιστώνεται τα τρία τελευταία χρόνια δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της θνησιμότητας και βρίσκεται στα επίπεδα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.


* Τι είδους ασθένεια είναι


Η μηνιγγίτιδα είναι φλεγμονή των μηνίγγων του εγκεφάλου και μπορεί να προκληθεί τόσο από μικρόβια όσο και από ιούς. Δηλαδή, η μηνιγγίτιδα μπορεί να είναι είτε ιογενής είτε μικροβιακή. Η ιογενής, εξηγεί η κυρία Τζένη Κρεμαστινού, είναι πιο συχνή αλλά και λιγότερο σοβαρή και τα αντιβιοτικά δεν μπορούν να προσφέρουν στην αντιμετώπισή της. Πρόκειται για μηνιγγίτιδα που προκαλούν οι εντεροϊοί και οι ιοί της ανεμοβλογιάς, της ιλαράς ή της παρωτίτιδας.


Η μικροβιακή είναι λιγότερο συχνή αλλά είναι πιο σοβαρή και χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση με αντιβιοτικά. Τα πιο συνηθισμένα μικρόβια είναι ο μηνιγγιτιδόκοκκος, ο πνευμονιόκοκκος και ο αιμόφιλος της ινφλουένζας τύπου Β. Ο τρόπος για να διαπιστωθεί αν η μηνιγγίτιδα είναι ιογενής ή μικροβιακή (τα συμπτώματα μοιάζουν) είναι οι εργαστηριακές εξετάσεις.


Στο σημείο αυτό η κυρία Κρεμαστινού επισημαίνει τη σημασία της άμεσης θεραπευτικής αγωγής με αντιβιοτικά. Αν δεν υπάρχει δυνατότητα άμεσης εργαστηριακής εξέτασης και υπάρχουν κλινικά συμπτώματα μηνιγγίτιδας, τότε πρέπει να αρχίσει αμέσως η χορήγηση αντιβιοτικών και μετά να πάει ο ασθενής στο νοσοκομείο αν χρειάζεται. Αν γίνει έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πλήρη ανάρρωση.


* Πόσο προστατεύει ο εμβολιασμός


Στο ερώτημα αν ο εμβολιασμός που έχει γίνει στα παιδιά σε νηπιακή ηλικία τα προστατεύει και αν παρέχει προστασία από όλες τις μορφές μικροβιακής μηνιγγίτιδας η κυρία Κρεμαστινού εξηγεί:


Το εμβόλιο που γίνεται στα νήπια μαζικά είναι για τον αιμόφιλο της ομάδας Β που προκαλεί μηνιγγίτιδα αποκλειστικά σχεδόν σε παιδιά μέχρι τεσσάρων ετών. Δεν προστατεύει από άλλα μικρόβια και κατά συνέπεια κανένας γονιός δεν μπορεί να θεωρήσει ότι το παιδί είναι προστατευμένο και να αγνοήσει τυχόν συμπτώματα.


Οσον αφορά γενικότερα το θέμα των εμβολίων για την προστασία από τη συγκεκριμένη νόσο, μέχρι στιγμής δεν υπάρχει εμβόλιο για την προστασία από όλα τα μικρόβια που μπορούν να την προκαλέσουν. Για τον μηνιγγιτιδόκοκκο υπάρχουν εμβόλια για τους τύπους Α και C καθώς και το πολυδύναμο για τους τύπους Α, C, Υ και W-135. Για τον μηνιγγιτιδόκοκκο όμως της ομάδας Β δεν υπάρχει εμβόλιο. Εμβόλια που προστατεύουν από την πνευμονιοκοκκιακή μηνιγγίτιδα υπάρχουν αλλά συνιστώνται μόνο για άτομα υψηλού κινδύνου, όπως άτομα που πάσχουν από δρεπανοκυτταρική αναιμία ή άτομα που έχουν υποστεί σπληνεκτομή.


Αν κάποιος αρρωστήσει και ο εργαστηριακός έλεγχος δείξει ότι ο μηνιγγιτιδόκοκκος ήταν ομάδας Α ή C, τότε εμβολιάζονται άτομα «υψηλού κινδύνου» και γενικότερα περιπτώσεις που κρίνουν οι γιατροί. Οπως εξηγεί η κυρία Κρεμαστινού, για να γίνει μαζικός εμβολιασμός σε τοπικό επίπεδο για μηνιγγιτιδόκοκκο, θα πρέπει ­ αφού διαπιστωθεί με εργαστηριακό έλεγχο ότι είναι τύπου Α ή C ­ να υπάρχει ενδημία ή επιδημία. Βάσει των διεθνών προδιαγραφών, αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν τρία επιβεβαιωμένα ή πιθανά κρούσματα σε διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, ανεξάρτητα μεταξύ τους (δεν ζουν στο ίδιο σπίτι ή δεν κάθονται στο ίδιο θρανίο), και ότι ο δείκτης προσβολής είναι μεγαλύτερος από 10 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμό. Στην περίπτωση της Μεγαλόπολης είχαμε τρία κρούσματα σε πληθυσμό 15.000 (αν εντοπίσουμε ηλικιακά τον πληθυσμό θα είναι πολύ μικρότερος) σε πολύ μικρό διάστημα. Αρα υπήρχε η ένδειξη εμβολιασμού και υπερκάλυπτε τις προδιαγραφές.


Το εμβόλιο, ωστόσο, δεν είναι πανάκεια. Συγκεκριμένα, το εμβόλιο για μηνιγγιτιδόκοκκο διαρκεί τρία χρόνια. Αρα δεν προστατεύει εσαεί. Γι’ αυτό και χρησιμοποιείται προληπτικά μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις. Μαζικά χρησιμοποιείται μόνο στον στρατό. Εχουν εμβολιασθεί οι τελευταίες δύο σειρές και φυσικά ο εμβολιασμός θα συνεχισθεί. Στην περίπτωσή τους ο χρόνος προστασίας υπερκαλύπτει τον χρόνο που μπορεί να θεωρηθεί «επικίνδυνος», το διάστημα δηλαδή που υπάρχει συγχρωτισμός, σωματική καταπόνηση, ενδεχομένως κακουχίες και όπου οι καθημερινές συνθήκες διαβίωσης δεν είναι οι καλύτερες δυνατές.


* Η χορήγηση αντιβιοτικών


Η μετάδοση του μηνιγγιτιδόκοκκου γίνεται μόνο με άμεση επαφή, δηλαδή με τα σταγονίδια από το φτάρνισμα, τον βήχα ή το φίλημα. Η περίοδος επώασης είναι από δύο ως δέκα ημέρες αλλά συνήθως είναι τρεις – τέσσερις ημέρες.


Ο σωστός τρόπος για να αντιμετωπισθεί η νόσος είναι, μόλις κάνουν την εμφάνισή τους ύποπτα συμπτώματα, να κληθεί ο γιατρός ή να απευθυνθούν στην πλησιέστερη υγειονομική μονάδα. Να δοθεί από τον γιατρό το κατάλληλο αντιβιοτικό. Είκοσι τέσσερις ώρες μετά τη χορήγηση του αντιβιοτικού ο ασθενής παύει να μεταδίδει τη νόσο. Σε περίπτωση που εμφανισθούν ένα ή περισσότερα κρούσματα, συνιστώνται ο καλός αερισμός των χώρων και η μείωση του συγχρωτισμού, δηλαδή η αραίωση των ανθρώπων σε στρατόπεδα, σχολεία, νηπιαγωγεία, πλοία, κατασκηνώσεις κλπ. Η απολύμανση των χώρων δεν ενδείκνυται διότι ο μηνιγγιτιδόκοκκος είναι αρκετά ευαίσθητος και δεν επιζεί στο περιβάλλον για πολλή ώρα.


Οσον αφορά την προφύλαξη ατόμων που βρίσκονται στο στενό περιβάλλον του ασθενούς και αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να κολλήσουν την ασθένεια, τους χορηγούνται αντιβιοτικά. Το αν θα τους χορηγηθούν θα το κρίνει ο γιατρός. Οι φίλοι, οι συνεργάτες ή οι συμμαθητές δεν χρειάζονται ειδική αγωγή.