Η ανάγνωση του τελευταίου μυθιστορήματος του Μάνου Κοντολέοντος, που φέρει τον τίτλο «Μάσκα στο Φεγγάρι», δικαιώνει πλήρως όσα γράφει στον πρόλογό του ο Κώστας Γεωργουσόπουλος: ότι δηλαδή ο συγγραφέας «συνέλαβε πως η παιδαγωγική διαδικασία, όταν δεν παγιδεύεται σε σχηματοποιήσεις και στείρες θεωρητικολογίες, δεν είναι τίποτε άλλο από μια τελετή μυήσεως» και ότι «σ’ αυτό το συναρπαστικό βιβλίο, όπου κυριαρχεί ένα φετίχ, μια μάσκα στο φεγγάρι, η εμπειρία της μυήσεως οδηγεί στη διαύγεια μιας λυτρωτικής ανατολής ηλίου».
Πρόκειται λοιπόν για ακόμη ένα εξαίρετο εκπαιδευτικό μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέοντος με μόνη διαφορά ότι ξεπερνά τα προηγούμενα σε ό,τι αφορά την πλοκή, την εις βάθος επεξεργασμένη δομή των χαρακτήρων και την ποικιλία των συναισθημάτων που προκαλεί. Ο συγγραφέας, αναμφιβόλως, διαθέτει ικανότητες έμπειρου ψυχολόγου που κατέχει καλά τις πολύμορφες πτυχές της εφηβικής ψυχής και γνωρίζει όχι μόνο τον τρόπο εντοπισμού των προβλημάτων και ιδιαιτεροτήτων αλλά και την αντιμετώπισή τους. Τα γραπτά του λειτουργούν λυτρωτικά, σαν ένα είδος γιατρικού, αφού πρώτα περάσουν τον αναγνώστη από τη δοκιμασία τού συμπάσχειν.
Οσοι έχουν διαβάσει το μυθιστόρημα του Μ. Κ. «Με Στοιχεία Προσωπικών Συνεντεύξεων» (Εκδόσεις Καστανιώτη 1984 και Πατάκη 1996) και επιθυμούν να μάθουν την εξέλιξη του εφήβου τότε Λουκά Αλεξίου (που, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, αργότερα σπούδασε υποκριτική) δεν έχουν παρά να ξεκινήσουν την ανάγνωση του μυθιστορήματος που δανείζεται τον τίτλο του από μια μάσκα, μια «Μάσκα στο Φεγγάρι», τη μυστηριώδη μάσκα του ηθοποιού Λουκά Αλεξίου που γίνεται το αντικείμενο μιας αδιάκοπης και επίμονης αναζήτησης.
«… Είδα τον Αλεξίου τη μια μέρα να ερμηνεύει τον Οιδίποδα και την άλλη να αυτοκτονεί… Πολλά ακούστηκαν για την πράξη του. Κανείς, πιστεύω, δεν έδωσε μια ολοκληρωμένη ερμηνεία για την απόφασή του να πεθάνει. Ούτε κι εγώ… Εκείνο που ξέρω είναι πως ήταν ένας συγκλονιστικός Οιδίποδας… Θυμάμαι εκείνη τη βραδιά στην Επίδαυρο… Ηταν μια νύχτα με πανσέληνο, αυγουστιάτικη. Αλλά υπήρχαν σύννεφα στον ουρανό και κάποια στιγμή, που μόλις είχα ρίξει μια ματιά στο φεγγάρι, έτσι όπως μισοκρυβότανε από τα σύννεφα, θυμήθηκα την περίφημη μάσκα του Αλεξίου και αναλογίστηκα αν ακόμα και εκείνη τη βραδιά, ερμηνεύοντας τον Οιδίποδα, θα τη χρησιμοποιούσε… Μάλλον θα έπρεπε να πω αν την είχε μαζί του. Δεν την είχε τελικά. Τώρα που το σκέφτομαι, αναρωτιέμαι αν ήταν τυχαίο… ή αν μπορεί να συνδεθεί με όλα αυτά… Η μάσκα, εννοώ… Η μάσκα που φορούσε το φεγγάρι!.. Την έχω, λες, μπροστά μου. Ενα πρόσωπο σχεδόν μισό και βαμμένο σε μια απόχρωση ψυχρού ασημιού. Σου θύμιζε φεγγάρι λίγο πριν την πανσέληνο. Γύρω από τα μάτια υπήρχε κάτι σαν πανί… Κι αυτό σχεδόν στην ίδια απόχρωση… Λίγο ίσως πιο σκούρα.. ναι, πιο σκούρα. Λες και ήταν μια μάσκα πάνω σε μια μάσκα… Ακριβώς αυτό. Μια μάσκα στο φεγγάρι!»
Αν ο Λουκάς Αλεξίου λοιπόν, λόγω τη μη αποδεκτής από τη μητέρα του ιδιαιτερότητάς του, είναι το taboo, όπως σωστά επισημαίνει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, η μάσκα δεν είναι παρά το totem, ένα προσωπείο σε σχήμα φεγγαριού λίγο πριν από την πανσέληνο, που στα χέρια τού κατόχου του αποκτά έμψυχες ιδιότητες και γίνεται συμπαραστάτης του τις ώρες των μεγάλων, επί σκηνής, μεταμορφώσεών του. Γιατί στη γλώσσα των συμβόλων η μάσκα αντικαθιστά τη χρυσαλίδα και τις μεταλλακτικές της ιδιότητες. Γίνεται το μέσον από το οποίο μπορεί κανείς να περάσει από αυτό που είναι σε εκείνο που θα ήθελε να είναι. Και αυτή ακριβώς η ιδιότητα της προσδίδει τον μαγικό της χαρακτήρα, ένα χαρακτήρα που ανακαλύπτει κανείς είτε μελετώντας το αρχαίο θέατρο και τον ρόλο της αρχαίας ελληνικής μάσκας είτε τις θρησκευτικές μάσκες που χρησιμοποιούσαν οι λαοί της Αφρικής και της Ωκεανίας για τελετουργικές τελετές.
Ωστόσο ο Λουκάς Αλεξίου, όσο και αν η περίπτωσή του καταλαμβάνει τα τρία τέταρτα του βιβλίου, δεν είναι ο κεντρικός ήρωας του εν λόγω μυθιστορήματος αλλά ένας παράλληλος ήρωας, την προσωπικότητα του οποίου οι κεντρικοί ήρωες καλούνται να διερευνήσουν. Δύο έφηβοι, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, εγκλωβισμένοι στα σοβαρά προβλήματα επικοινωνίας με τους γονείς τους αποτελούν τους βασικούς χαρακτήρες του βιβλίου. Δύο έφηβοι ερωτευμένοι που όμως κινδυνεύουν να βρεθούν στο περιθώριο της ζωής. Μια τρίτη ηρωίδα, η νεαρή φιλόλογος των δύο πρωταγωνιστών, επιστρατεύεται από τον συγγραφέα, ως άλλη δαντική Βεατρίκη, να τους συμπαρασύρει σε ένα ταξίδι εξωσχολικής γνώσης και αυτογνωσίας που διαρκεί τόσο όσο και ένα σχολικό έτος. Χρονικά, η υπόθεση ξεκινά τον Σεπτέμβριο, με την αρχή της σχολικής χρονιάς, και καταλήγει τον Ιούνιο, με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των μαθητικών εξετάσεων.
Η νεαρή φιλόλογος, τη στιγμή που γονείς και δάσκαλοι τρέπουν με τη συντηρητική συμπεριφορά τους τα παιδιά στην απομόνωση, τους προσφέρει την ευκαιρία μιας πρωτότυπης συνεργασίας προτείνοντάς τους να ερευνήσουν μαζί της το θέμα που έχει αναλάβει να εκπονήσει για τη διδακτορική της διατριβή: ο τρόπος που ο ηθοποιός Λουκάς Αλεξίου ερμήνευε τους ρόλους του και αν αυτός ο τρόπος επιβεβαίωνε ή όχι τα όσα ισχυρίζεται ο Ντιντερό στο δοκίμιό του «Το Παράδοξο του Ηθοποιού».
Ερευνώντας τη ζωή του Λουκά Αλεξίου, διαβάζοντας τα θεατρικά έργα που εκείνος ανέβασε και μελετώντας τους ρόλους που ενσάρκωσε, οι πρωταγωνιστές αυτοαιχμαλωτίζονται στον μαγικό κόσμο της Μίμησης και ταυτίζονται με τους ρόλους. Στην αυτοαιχμαλωσία τους, που οδηγεί στην αυτογνωσία και στη λύτρωση, συμπαρασύρουν και τον αναγνώστη που συμμετέχει ενστικτωδώς σε όλη τη διαδικασία της μύησης και λυτρώνεται με τη σειρά του καθώς η αναζήτηση φτάνει στο τέλος της και η τάξη στην αποκατάστασή της.
Η κυρία Γεωργία Γαλανοπούλου είναι συγγραφέας παιδικών βιβλίων.