Ο ακτιβιστής
Πριν από δέκα και πλέον χρόνια ο Λουίς Σεπούλβεδα έζησε σε ένα ψαροχώρι στην Ιεράπετρα. Το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις έφτασε στην Κρήτη ήταν να επισκεφθεί τον τάφο του Καζαντζάκη όπου έκλαψε από τη συγκίνηση. Ετσι δεν είναι τυχαίο που ο ήρωας του τελευταίου παραμυθιού του λέγεται Ζορμπάς. Τίτλος του βιβλίου που κυκλοφόρησε πέρυσι στα ισπανικά είναι «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει» και ο Ζορμπάς δεν είναι άλλος από τον γάτο «που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός». Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι ο καλός αυτός γάτος, που αναλαμβάνει τη φροντίδα ενός νεογέννητου γλάρου, είναι ένας γάτος από το Αμβούργο. Και τον ίδιο τον Σεπούλβεδα τον είχαν φροντίσει φίλοι του από το Τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας του Αμβούργου το ’77, όταν ήταν έγκλειστος στις φυλακές Τεμούκο της Χιλής, καταδικασμένος σε 28 χρόνια φυλάκισης με την κατηγορία της προδοσίας. Η παραμονή «σε αυτή τη χώρα των πάντων και του κανενός» όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Patagonia Express» τελικά διήρκεσε 942 ημέρες. Η Διεθνής Αμνηστία κατάφερε να τον αποφυλακίσει αλλά η εξορία ήταν αναπόφευκτη. Ο «παραμυθάς», όπως χαρακτηρίζει τον εαυτό του ο Λουίς Σεπούλβεδα, ξαναπήγε στην πατρίδα του το ’89, όταν έπεσε η δικτατορία του Πινοσέτ.
Ο Λουίς Σεπούλβεδα δεν έχει πατρίδα. Του ταιριάζει το σύνθημα που γράφεται με σπρέι στους τοίχους «Πατρίδα μας η Γη». Γαλουχημένος με τις απόψεις του παππού του, ο οποίος είχε ιδρύσει την Αναρχική Ιβηρική Ομοσπονδία και συμμετείχε στην οργάνωση των πρώτων αναρχικών συλλόγων της Λατινικής Αμερικής, ο Σεπούλβεδα νιώθει πως η υφήλιος δεν έχει σύνορα. Ζει μόνιμα στην Ευρώπη αλλά η μονιμότητα αυτή περιλαμβάνει πολλές μακροχρόνιες μετακινήσεις. Η πρώην σύζυγός του ζει στη Γερμανία με τα τρία παιδιά τους και έτσι τους επισκέπτεται για κάποιους μήνες τον χρόνο. Κάποιους μήνες τους περνά στο Παρίσι αλλά σχεδόν κάθε χρόνο περνά τον Ατλαντικό για να ζήσει μερικές ημέρες στο Μεξικό. Οι ανά τον κόσμο εκδότες του είναι αδύνατο να τον βρουν γιατί όποτε δίνει το στίγμα του εξηγεί ότι θα βρίσκεται στο ίδιο σημείο για τις επόμενες 48 ώρες.
Στο τελευταίο του παραμύθι η ιστορία ξεκινά με ένα σμήνος γλάρων που πετούν από τη βόρεια θάλασσα προς τον ουρανό της Βισκάιας. Κινούνται σαν «γοργό ασημένιο σύννεφο» αλλά γρήγορα έρχονται αντιμέτωποι με τον ανθρώπινο κίνδυνο που παρομοιάζεται με μια μαύρη κηλίδα πετρελαίου. Η Κενγκά είναι ο θηλυκός γλάρος που βουτά κατά λάθος στην κηλίδα και χάνεται από τους συντρόφους της. Χτυπώντας τα φτερά μέσα στο πετρέλαιο η Κενγκά καταριέται τους ανθρώπους. Οχι όμως όλους: «Πολλές φορές, από ψηλά, είδε πώς κάτι μεγάλα πετρελαιοφόρα επωφελούνται τις μέρες που ‘χε στεριανή ομίχλη για να βγουν στη θάλασσα και να πλύνουν τις δεξαμενές τους. Σκόρπιζαν στη θάλασσα χιλιάδες λίτρα από μια ουσία παχύρρευστη και μολυσματική, που επέπλεε στο κύμα. Είδε όμως κι άλλες φορές που κάτι μικρά πλεούμενα πλεύριζαν τα πετρελαιοφόρα κι απαιτούσαν απ’ αυτά ν’ αδειάσουν τις δεξαμενές τους. Δυστυχώς, όμως, αυτά τα πλεούμενα, όπου κυμάτιζε η σημαία με τα χρώματα της ίριδος, δεν έφταναν πάντα εγκαίρως για ν’ αποτρέψουν τη δηλητηρίαση των θαλασσών». Ο Σεπούλβεδα προφανώς αναφέρεται στους νέους συντρόφους του, τα μέλη της Greenpeace.
Από τα νεανικά του χρόνια ήταν πάντοτε αυτό που αποκαλούμε «στρατευμένος» καλλιτέχνης. Γεννημένος το 1949 στο Οβάλε της Χιλής, μεγάλωσε στο Σαντιάγο και συμμετείχε σε κινητοποιήσεις κατά του στρατιωτικού καθεστώτος της χώρας του. Η φυλακή δεν τον… συνέτισε αφού τα επόμενα χρόνια συμμετείχε στο αντάρτικο της Βολιβίας και της Νικαράγουας. Οι περισσότεροι σύντροφοί του στο Διεθνές Τάγμα «Σιμόν Μπολιβάρ» σκοτώθηκαν. Δεν ήταν όμως μόνο η επανάσταση που τον οδηγούσε από τη μια χώρα στην άλλη. Στο Περού, στο Εκουαδόρ και στην Κολομβία ακολούθησε τις καλλιτεχνικές ροπές του και σχημάτισε θεατρικές ομάδες. Η πιο σημαντική, ίσως, εμπειρία ήταν αυτή που αποκόμισε από την παραμονή του στον Αμαζόνιο, μαζί με τους Ινδιάνους Σουάρ. Εκείνο το εξάμηνο συνειδητοποίησε, λέει, ότι ο μαρξισμός ισοπεδώνει τους πολιτισμούς. Η νέα Αριστερά αναζητεί εναλλακτικές πολιτικές μέσα από τα κινήματα και ο Σεπούλβεδα έγκαιρα στράφηκε στο οικολογικό. Μετατοπίζει το βάρος του αγώνα αλλά το πρότυπό του είναι πάντοτε το ίδιο: όπως και εκατομμύρια άλλοι Λατινοαμερικανοί θέλει να μοιάσει στον Τσε Γκεβάρα…
Το παραμύθι με τον γάτο και τον γλάρο αποπνέει μια καλοσύνη. Ο γάτος δίνει την υπόσχεση ότι θα φροντίσει το αβγό του γλάρου αν εκείνος πεθάνει από το πετρέλαιο που έχει στα φτερά του. Ετσι το παραμύθι εκτυλίσσεται σε μια ιστορία υιοθεσίας, με το «γλαρόνι» να αποκαλεί «μαμά» τον μαύρο γάτο. Η αποδοχή του διαφορετικού, η τήρηση των υποσχέσεων και η αφοσίωση σε αγαπημένα πρόσωπα είναι οι θεματικοί άξονες της αφήγησης. Οι «κακοί» όμως καραδοκούν. Ετσι ο πίθηκος του παραμυθιού επιχειρεί να διαταράξει τις ισορροπημένες οικογενειακές σχέσεις αποκαλύπτοντας στο γλαρόπουλο ότι τελικά δεν είναι γάτος: «Αυτή η συμμορία, οι ψυλλοσακούλες, σ’ έπεισαν ότι είσαι μια από δαύτους. Μα, κοίτα το σώμα σου: εσύ έχεις δυο ποδάρια, κι οι γάτοι έχουν τέσσερα. Εσύ έχεις φτερά, κι οι γάτοι έχουν τρίχωμα. Και την ουρά; Ε; Πού τη βάζεις την ουρά; […] Θέλεις λοιπόν να μάθεις γιατί σε κανακεύουν οι φίλοι σου; Γιατί περιμένουν να παχύνεις για να σε φάνε!».
Ο γάτος φέρεται καλά στον γλάρο και αντιστρόφως. Η καλοσύνη υπάρχει για τον Σεπούλβεδα μόνο στο πλαίσιο της αμοιβαιότητας. Το ίδιο και η κακία. Σε όσους του φέρθηκαν άσχημα απαντά με το ίδιο νόμισμα. Τις χειρότερες εμπειρίες τις έζησε στη φυλακή των δικτατόρων. Ετσι δεν διστάζει να πει ότι θα ήθελε να δει τον Πινοσέτ να πεθαίνει με φρικτούς πόνους από καρκίνο στον προστάτη. Γράφει στο «Patagonia Express» ότι δεν συγχωρεί τους εχθρούς του παρελθόντος. Οταν μαθαίνει ότι κάποιος από τους στρατιωτικούς του φασιστικού καθεστώτος της Χιλής δολοφονήθηκε, το γιορτάζει ανοίγοντας ένα μπουκάλι κρασί.
Ο διάλογος δίνει τελικά τη λύση σε αυτό το παραμύθι για παιδιά και ενηλίκους. Οι γάτοι, απογοητευμένοι από τις ατυχείς προσπάθειες να μάθουν στο γλαρόπουλο να πετάει, αποφασίζουν να απευθυνθούν σε έναν άνθρωπο. Γιατί οι γάτοι γνωρίζουν «το νιαούρισμα της ανθρώπινης γλώσσας». Ομως το να μιλήσει ένας γάτος σε άνθρωπο ήταν παρακινδυνευμένο: «Ο μεγάλος κίνδυνος ήταν στο πώς θα το ‘παιρναν οι άνθρωποι. Τι θα τον έκαναν ένα γάτο που μιλούσε; Το δίχως άλλο, θα τον έκλειναν σε ένα κλουβί για να τον υποβάλλουν σ’ ένα σωρό ηλίθιες δοκιμασίες, γιατί οι άνθρωποι είναι γενικά ανίκανοι να δεχτούν ότι κάποιο πλάσμα, διαφορετικό απ’ αυτούς, είναι δυνατόν να τους καταλαβαίνει και να το καταλαβαίνουν». Παρ’ όλα αυτά η απόφαση να ξεπεραστούν οι προκαταλήψεις και η συνεργασία με έναν από τους καλούς ανθρώπους, έναν ποιητή δηλαδή, οδηγεί στη λύση του προβλήματος.
Μαζί με το παραμύθι κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Opera και μια ολιγοσέλιδη αστυνομική ιστορία του Σεπούλβεδα με τίτλο «Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer» (μετάφραση Α. Κυριακίδη). Εχουν κυκλοφορήσει επίσης το μυθιστόρημα «Ενας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» εμπνευσμένο από την παραμονή του στον Αμαζόνιο. Ο τίτλος του βιβλίου «Ο κόσμος του τέλους του κόσμου» θυμίζει το τραγούδι των REM που χρησιμοποίησε η Greenpeace στην κινηματογραφική ταινία της. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε οικολόγους και «στο πλήρωμα του καινούργιου Rainbow Warrior, τη ναυαρχίδα της Greenpeace». Το «Ονομα ταυρομάχου» είναι ένα θρίλερ ενώ το «Patagonia Express» αποτελείται από τέσσερις ενότητες ταξιδιωτικών σημειώσεων.