Ιστορίες της παλάμης




Οι βουδιστές συνηθίζεται να αποκτούν ένα μεταθανάτιο όνομα. Για τον Γιασουνάρι Καουαμπάτα επελέγη μια επωνυμία που αποδίδεται ως «καθρέφτης της λογοτεχνίας πάνω σε μοναχικό βουνό». Για τους Δυτικούς ο Καουαμπάτα λειτούργησε πράγματι ως καθρέφτης της ιαπωνικής λογοτεχνίας, όταν τον γνώρισαν το 1968 χάρη στο Νομπέλ που του απονεμήθηκε. Τέσσερα χρόνια αργότερα θα αυτοκτονούσε ακολουθώντας τον καλό του φίλο Γιουκίο Μισίμα. Σε μια χώρα όπου η αυτοκτονία με πνιγμό ή «σεπούκου» θεωρείται «παραδοσιακή», ο Καουαμπάτα άφησε ανοιχτό το γκάζι στο γραφείο του. Οσοι τον γνώριζαν προσωπικά ήξεραν πως ένιωθε άνετα με την ιδέα του θανάτου. Οι οικείοι του ισχυρίστηκαν πως υπήρχε ένα αίνιγμα γύρω από το τέλος του. Το σίγουρο είναι ότι υπήρχε ένα αίνιγμα γύρω από τη ζωή του. Ηταν εκκεντρικός και ταυτόχρονα χαμηλών τόνων. Προτιμούσε τις σύντομες ημιαυτοβιογραφικές ιστορίες για τις σελίδες των λογοτεχνικών εντύπων από την «περίπλοκη» μυθιστορηματική αφήγηση. Παρ’ όλα αυτά, τα μυθιστορήματά του σημάδεψαν την ιστορία της ιαπωνικής λογοτεχνίας.


Οι «Ιστορίες της παλάμης» είναι αφηγήματα που καταλαμβάνουν μία ως τέσσερις σελίδες. Δεν γράφτηκαν με σκοπό να συγκεντρωθούν σε έναν τόμο, ούτε καν την ίδια χρονική περίοδο. Είναι στο σύνολό τους 146 ιστορίες που άρχισαν να συντάσσονται κατά τη δεκαετία του ’20. Η τελευταία γράφτηκε τρεις μήνες πριν από την αυτοκτονία. Τα θέματα που απασχόλησαν τον συγγραφέα στα μυθιστορήματά του επαναλαμβάνονται σε αυτές τις αφηγήσεις που θυμίζουν την ποίηση χαϊκού: η μοναξιά, η ανικανότητα στην αγάπη, η αναζήτηση της αγνότητας και ασφαλώς το ζήτημα του θανάτου. Στην ανθολογία των εκδόσεων Πατάκη συγκεντρώνονται 52 ιστορίες.



Γεννημένος το 1899 στην Οσάκα, ο Καουαμπάτα στιγματίστηκε στα παιδικά του χρόνια από μια σειρά θανάτων. Εχασε σε μικρή ηλικία τους δύο γονείς του και την αδελφή του. Φιλοξενήθηκε από τη γιαγιά και τον παππού του, που απεβίωσαν και εκείνοι προτού ενηλικιωθεί. Λίγο πριν από τον θάνατο του παππού του άρχισε να γράφει το «Ιδιωτικό ημερολόγιο του 16ου έτους της ηλικίας μου», στο οποίο αναφέρεται στις σχέσεις του με τον τυφλό πρόγονό του τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Με τη μυρωδιά του θανάτου και ένα απόμακρο βλέμμα ο Γιασουνάρι γίνεται εσωτερικός σε ένα σχολείο. Εκεί θα γνωρίσει τον πρώτο του ερωτικό σύντροφο στο πρόσωπο ενός όμορφου συμμαθητή του μικρότερης ηλικίας. Στα πρώτα φοιτητικά του χρόνια ερωτεύεται ένα κορίτσι που εργάζεται στο καφέ όπου συχνάζει. Ενώ προγραμμάτιζαν να παντρευτούν, εκείνη εξαφανίστηκε για αδιευκρίνιστους λόγους.


Το βλέμμα του Γιασουνάρι ήταν αυτό που κέρδιζε ή απομάκρυνε τους ανθρώπους. Ο ίδιος αναφέρει στην ιστορία «Ενα ηλιόλουστο μέρος» (1923): «Εχω τη μανία να καρφώνω τους γύρω μου με τα μάτια, σε σημείο να τους κάνω σχεδόν να γυρίζουν αλλού το κεφάλι. Αναρωτήθηκα πολλές φορές τι θα μπορούσα να κάνω για να αλλάξω αυτή τη συνήθεια, μου είναι όμως οδυνηρό να σταματήσω να κοιτάζω τα πρόσωπα των ανθρώπων που βρίσκονται γύρω μου». Ολο το έργο του Καουαμπάτα χαρακτηρίζεται από τα αυτοβιογραφικά θραύσματα. Είναι ένας συγγραφέας που παρατηρεί με ευλαβική αφοσίωση τους ανθρώπους της εποχής του έχοντας παράλληλα διακριτικές εξομολογητικές εκρήξεις. Ενα άλλο χαρακτηριστικό του ήταν ότι ισορροπούσε ανάμεσα στη μεγάλη δημοσιότητα και στους χαμηλούς τόνους. Ηταν ένας κοσμοπολίτης που πάντοτε επέστρεφε στο θέρετρο Ιζού για να ησυχάσει από τους θορύβους που ο ίδιος προκαλούσε.


Το Ιζού δεν ήταν μόνο το ησυχαστήριο του συγγραφέα. Ηταν ταυτόχρονα και ο τόπος που τον έκανε διάσημο το 1925, όταν δημοσίευσε την περίφημη νουβέλα του «Η χορεύτρια από το Ιζού» (εκδόσεις Γαβριηλίδης). Τα επόμενα χρόνια η νουβέλα αποτελούσε το σενάριο πέντε ταινιών ισάριθμων ιαπώνων σκηνοθετών. Τουλάχιστον τριάντα ταινίες έχουν βασιστεί σε βιβλία και σενάρια του Καουαμπάτα. Ισως επειδή μιλούσε συχνά με εικόνες. Οι περιγραφές του, χωρίς να είναι εξαντλητικές, τοποθετούν τα πρόσωπα σε ένα περιβάλλον όπου διακρίνονται πολλές διακοσμητικές λεπτομέρειες. Ο καθρέφτης δημιουργεί αμφισημίες, οι κουρτίνες και τα παραπετάσματα μας επιτρέπουν να κρυφοκοιτάξουμε ένοχα, ενώ ο χαμηλός φωτισμός δημιουργεί μια ευχάριστα μελαγχολική ατμόσφαιρα.


Οι «Ιστορίες της παλάμης» είναι αιχμηρές και θλιμμένες. Ο αναγνώστης καγχάζει ή μειδιά συγκαταβατικά προσπαθώντας να διεισδύσει στο δεύτερο επίπεδο του κειμένου. Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι μέσα σε λίγες γραμμές ο Καουαμπάτα καταφέρνει να παρουσιάσει διαφορετικές οπτικές γωνίες για το ίδιο ζήτημα. Ετσι για την απλή υπόθεση ενός γάμου στην ιστορία των τριάντα γραμμών «Από τη σκοπιά ενός παιδιού» παρουσιάζονται τρεις χαρακτήρες, δύο οικογένειες, ψυχολογικά συμπλέγματα και κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς. Οι ανολοκλήρωτες σχέσεις και η σκληρότητα στον έρωτα εμφανίζονται συχνά στο έργο του νομπελίστα. Συχνότερα όμως εμφανίζεται ο θάνατος, όπως στη μακάβρια «Επεισόδιο με νεκρό πρόσωπο», όπου ο σύζυγος προσπαθεί να μαλακώσει τις γραμμές του προσώπου της νεκρής γυναίκας του. Οπως επίσης στο «Μέικ-απ», όπου ο αφηγητής παρακολουθεί μέσα από τον φωταγωγό γυναίκες που καλλωπίζονται για να είναι όμορφες σε κηδείες αγαπημένων προσώπων.


Ο θάνατος ακολουθούσε τον Καουαμπάτα σε όλη τη ζωή του. Η κόρη που απέκτησε το 1937 ­ από τον γάμο του με τη Χιντέκο ­ πέθανε προτού κλείσει χρόνο. Αποφάσισε τότε να ασχοληθεί με τη φροντίδα ζώων αντί να αποκτήσει παιδί. Ετσι γέμισε το σπίτι του με πτηνά και σκύλους. Στη δισέλιδη «ιστορία της παλάμης» «Καναρίνια» ο αφηγητής γράφει μια επιστολή στην πρώην ερωμένη του αναφερόμενος στο δώρο που του έκανε όταν χώρισαν: «Μελέτησα το ενδεχόμενο να αφήσω τα καναρίνια να πετάξουν ελεύθερα στον ουρανό. Τα φτερά όμως των πουλιών απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα μου μοιάζουν να έχουν αρχίσει να αδυνατίζουν. Επιπροσθέτως αυτά τα καναρίνια δεν ξέρουν από ουρανό». Και καταλήγει: «Κυρία, έχω την άδειά σας να σκοτώσω αυτά τα καναρίνια και να τα θάψω στον τάφο της γυναίκας μου, έτσι δεν είναι;».


Ο Καουαμπάτα έδειχνε μια απροθυμία στην προοπτική των μυθιστορημάτων. Η «Χώρα του χιονιού», που κυκλοφόρησε το 1947, είχε γραφτεί τμηματικά, στη μορφή μικρότερων ιστοριών σε συνέχειες, με κεντρικό άξονα τον αδιέξοδο έρωτα μιας νεαρής γκέισας. Ο συγγραφέας επανήλθε στο θέμα του μυθιστορήματος λίγο πριν από την αυτοκτονία του. Το μυθιστόρημα συμπυκνώθηκε σε μερικές πινελιές μιας «ιστορίας της παλάμης». Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε δίνοντας τον χρόνο του σε επιτροπές λογοτεχνικών βραβείων και στην προσπάθεια να κάνει γνωστή την ιαπωνική λογοτεχνία στους Δυτικούς. Το 1970, επιστρέφοντας από την κηδεία ενός φίλου του, ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα πληροφορήθηκε την αυτοκτονία του Γιουκίο Μισίμα. Ενας ακόμη επικήδειος λόγος που εκφώνησε δικαίωσε τον χαρακτηρισμό του «επιτελάρχη των κηδειών» που του απέδωσαν οι σύγχρονοί του.


Μία από τις αγαπημένες ασχολίες του Γιασουνάρι Καουαμπάτα ήταν η έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών. Προσπαθούσε να προβάλει νέους συγγραφείς δημοσιεύοντας κείμενά τους στην πληθώρα των εντύπων που ίδρυσε. Ταξίδευε στο εξωτερικό προκειμένου να συναντήσει αλλοδαπούς συναδέλφους του. Πράγματι κατόρθωσε να γνωρίσει πολλούς και συνέβαλε αποφασιστικά στη μετάφραση της ιαπωνικής λογοτεχνίας. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έλεγε ότι προτού γνωρίσει τον Καουαμπάτα το μόνο που ήξερε για τους ιάπωνες συγγραφείς ήταν ότι τελειώνουν τη ζωή τους με μια αυτοκτονία…