ΕΙΝΑΙ ουτοπία να πιστεύει κανείς ότι το Τσερνομπίλ τελείωσε. Η 26η Απριλίου 1986 ήταν απλώς η αρχή. Οι επιστήμονες και οι ειδικοί που δημιούργησαν αυτόν τον τεχνολογικό «πολιτισμό» απέκρυψαν από την κοινωνία τις συνέπειες.
Μια επετειακή και μόνον επανάληψη στην αναφορά της πυρηνικής καταστροφής στο Τσερνομπίλ, της πλέον χαρακτηριστικής στην ιστορία της αποκαλούμενης «ειρηνικής» εφαρμογής της πυρηνικής ενέργειας, δεν θα προσέφερε σχεδόν τίποτε αν δεν συνοδευόταν με νεότερα στοιχεία που σημαδεύουν το μέλλον της πυρηνικής εποχής αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας.
Φθάσαμε στη δεύτερη δεκαετία μετά το τραγικό αυτό δυστύχημα της Ουκρανίας που κόστισε και θα κοστίζει για πάρα πολλά χρόνια όχι μόνο στην περιοχή του Τσερνομπίλ αλλά και στις γειτονικές, και όχι μόνο, περιοχές, όπως π.χ. τη Λευκορωσία ή τη Ρωσία. Ηταν όμως η αφορμή για να χτυπήσει το καμπανάκι του κινδύνου προς όλα τα κράτη που χρησιμοποιούν την πυρηνική ενέργεια για ηλεκτροπαραγωγή. Οι λόγοι για τους οποίους θα πρέπει εφέτος να φωτίσουμε από διαφορετικές πλευρές το γεγονός αυτό και όχι απλώς να περιοριστούμε στην περιγραφή του, κάτι που ο μέσος αναγνώστης ήδη γνωρίζει από το παρελθόν και κάτι που είναι ακίνδυνο για τους υπευθύνους να αποφασίζουν χωρίς ποτέ να λογοδοτούν, είναι τέσσερις:
Α. Πόσο θα αντέξει ακόμη η σαρκοφάγος (Σχ. 1) που προσωρινά εμποδίζει τα ραδιενεργά στοιχεία τα οποία υπάρχουν στον κατεστραμμένο αντιδραστήρα να διαφύγουν στην ατμόσφαιρα με αποτέλεσμα να μας δώσουν ένα δεύτερο ραδιενεργό νέφος;
Β. Πόσα πρόκειται να είναι τα θύματα τώρα όπου έχει παρέλθει η «λανθάνουσα» περίοδος που είναι μία δεκαετία;
Γ. Ποια είναι η σημερινή κατάσταση με τα πυρηνικά απόβλητα;
Δ. Και, τέλος, το σοβαρότερο: πώς θα θάψουμε τους μισούς από τους 430 πυρηνικούς αντιδραστήρες που θα κλείσουν οριστικά ως το 2010 λόγω της επικίνδυνης ακτινοβολίας που εκπέμπουν;
Ο κ. Αθ. Κ. Γεράνιος είναι επίκουρος καθηγητής του Τομέα Πυρηνικής και Σωματιδιακής Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως πότε μπορεί να εμφανίζονται τα συμπτώματα
ΥΠΑΡΧΕΙ μια περίοδος, με μέσον όρο τα δέκα χρόνια, μεταξύ της ραδιενεργού μόλυνσης και της εμφάνισης των συμπτωμάτων (π.χ. λευχαιμία ή θυρεοειδής), που ονομάζεται «λανθάνουσα» και κατά την οποία δεν εκδηλώνεται το σύμπτωμα. Μετά από αυτήν και για 30 περίπου χρόνια είναι η περίοδος κατά την οποία μπορεί να εμφανιστεί το σύμπτωμα. Κατόπιν η πιθανότητα εμφάνισής του είναι μηδενική, εφόσον βεβαίως το εν λόγω άτομο βρίσκεται εν ζωή. Οπως λέγεται, τα φαινόμενα της επίδρασης της ακτινοβολίας μικρών δόσεων στον άνθρωπο χαρακτηρίζονται «στοχαστικά». Δηλαδή οι «χαμηλές» δόσεις δεν δίνουν άμεσα διακριτές επιπτώσεις και αυτό ακριβώς είναι ένα από τα ύπουλα χαρακτηριστικά στοιχεία της ραδιενέργειας. Οσο οι απορροφώμενες ραδιενεργές δόσεις μικραίνουν τόσο η ασάφεια των επιπτώσεων μεγαλώνει και αντίστροφα. Το γεγονός αυτό λειτούργησε δυστυχώς ως άλλοθι των υποστηρικτών της πυρηνικής ενέργειας προτού ολοκληρωθεί καλά καλά η λανθάνουσα δεκαετής περίοδος μετά το δυστύχημα.
Είναι γεγονός και κοινά αποδεκτή από τους ειδικούς η διαπίστωση της δραματικής αύξησης του παιδικού καρκίνου του θυρεοειδούς στις πληγείσες χώρες, όπου σήμερα έχει τουλάχιστον 15πλάσιες τιμές. Και κανένας δεν αμφισβητεί πλέον ότι το 20% της έκτασης της Λευκορωσίας, που εισέπραξε το 70% της συνολικής ραδιενέργειας, ζει σήμερα υπό συνθήκες άγχους, ιατρικών εξετάσεων, θεραπειών και αβεβαιότητας για το αν και πότε θα επέλθει το μοιραίο. Την εικόνα αυτή έδωσε πέρυσι ο καθηγητής Φιλοσοφίας και πρόεδρος της Παγκόσμιας Οργάνωσης «Για τα Παιδιά του Τσερνομπίλ» Gennadij Gruschewoj όταν επισκέφθηκε την Αθήνα.
Η αισιόδοξη όμως άποψη κάποιων ευρωπαίων ειδικών ότι οι επιπτώσεις για τις χώρες, εκτός των τριών της πρώην Σοβιετικής Ενωσης (Λευκορωσία, Ουκρανία και Ρωσία), ήσαν αμελητέες στερείται τουλάχιστον επιστημονικής βάσης.
Ενα χαρακτηριστικό στοιχείο που δείχνει την ύπαρξη της λανθάνουσας περιόδου είναι το γεγονός ότι, παρ’ όλο που το ραδιενεργό ιώδιο -131 το οποίο διέφυγε από τον κατεστραμμένο αντιδραστήρα, λόγω του μικρού χρόνου ημιζωής του (8 ημέρες), έζησε το πολύ 10 εβδομάδες μετά το δυστύχημα, τα συμπτώματα καρκίνου του θυρεοειδούς, που οφείλονταν στο ιώδιο, εμφανίστηκαν αυξημένα μετά από χρόνια και θα συνεχίσουν να εμφανίζονται και στο μέλλον. Ενα δεύτερο αποδεικτικό στοιχείο της λανθάνουσας περιόδου πηγάζει από το γεγονός ότι τα θύματα της ραδιενέργειας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι που δεν πέθαναν αμέσως (περί τις 100.000) και που απορρόφησαν χαμηλές σχετικά δόσεις (περί τα 20 rem) πέθαναν μετά από 12 χρόνια από καρκίνο ή μετά από 26 χρόνια από λευχαιμία. Ο κίνδυνος της κατάρρευσης
Η ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΗ σαρκοφάγος που σκεπάζει την ακτινοβολούσα καρδιά του κατεστραμμένου αντιδραστήρα του Τσερνομπίλ χτίστηκε βιαστικά μέσα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα επτά μηνών λόγω της επείγουσας κατάστασης, με αποτέλεσμα να μην αντέχει πάνω από δέκα περίπου χρόνια. Η κατασκευή αυτή δεν προβλέπει ούτε πιθανή σεισμική δόνηση ούτε και την παρουσία ανεμοστροβίλων. Εχει ήδη διαπιστωθεί και μετρηθεί διαρροή ραδιενεργών στοιχείων, όπως π.χ. ραδιενεργό καίσιο που διαφεύγει προς την ατμόσφαιρα από τις ρωγμές της σαρκοφάγου. Μέσα από τις ίδιες αυτές ρωγμές εισέρχεται το νερό της βροχής, γίνεται ραδιενεργό με τιμές 40 εκατ. Bequerel ανά λίτρο και σήμερα, παρ’ όλη την άντληση, καταλαμβάνει έναν συνολικό όγκο 3.000 κυβικών μέτρων μέσα στη σαρκοφάγο. Η παρουσία αυτή του νερού θα μπορούσε να ευνοήσει και να προκαλέσει πυρηνικές σχάσεις στο άκαυτο ακόμη ουράνιο της καρδιάς του αντιδραστήρα, παρ’ όλες τις ενέσεις με χημικά για να αποτραπεί κάτι τέτοιο. Το γεγονός ότι κατά καιρούς έχουν διαπιστωθεί αυξήσεις μικρής διάρκειας νετρονίων εσωτερικά της σαρκοφάγου καθιστά πιθανότερο ένα τέτοιο ατύχημα. Ο κίνδυνος κατάρρευσης από τη διάβρωση των θεμελίων της σαρκοφάγου είναι ορατός και κάθε χρόνος που περνάει αυξάνει την πιθανότητα μιας δεύτερης καταστροφής.
Ενας άλλος κίνδυνος ραδιενεργού μόλυνσης του περιβάλλοντος κρύβεται πίσω από την πρόχειρη κατασκευή του υπόγειου φράγματος μήκους 3,5 χιλιομέτρων και βάθους 35 μέτρων γύρω από τα θεμέλια του αντιδραστήρα όπου υπάρχουν υπόγεια νερά. Η στάθμη του νερού αυτού πολύ εύκολα μπορεί να φθάσει κοντά στην επιφάνεια της γύρω περιοχής όπου είναι θαμμένοι χιλιάδες τόνοι ραδιενεργών από την απολύμανση του 1986. Ετσι μπορεί να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός ραδιενεργού «ξεπλύματος» που θα καλύψει μεγάλες επιφάνειες με φόβο τα ραδιενεργά αυτά απόνερα να χυθούν στον ποταμό Pripryat. Ενας δεύτερος μηχανισμός διασποράς ραδιενεργών στοιχείων στο περιβάλλον, που αναφέρει η σχετική έκθεση, είναι η πιθανή μεταφορά τους από τις ρωγμές της σαρκοφάγου από πουλιά και έντομα ακόμη.
Ολες οι σκέψεις αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος ώστε να ελαχιστοποιήσουμε τις πιθανότητες ενός δεύτερου Τσερνομπίλ σκοντάφτουν στα τεράστια κονδύλια που απαιτούνται και που φυσικά δεν διαθέτει η Ουκρανία, και κάθε χρόνος που περνάει αυξάνει τις ευχές όλων να μην επέλθει το μοιραίο. Η σκέψη να προστεθεί μια δεύτερη πάνω στην πρώτη βάρους 300.000 τόνων σαρκοφάγο είναι σχεδόν απαγορευτική, γιατί δεν θα αντέξουν τα ήδη τραυματισμένα θεμέλια της πρώτης στο πρόσθετο βάρος.
Επιπλέον, λόγω του σοβαρού κατασκευαστικού λάθους να έχει στηριχθεί η σαρκοφάγος κατά ένα μέρος στον εν λειτουργία τρίτο αντιδραστήρα του Τσερνομπίλ, μια κατάρρευσή της θα παρέσυρε και αυτόν τον αντιδραστήρα με αποτέλεσμα την καταστροφή του θόλου του και την απελευθέρωση ραδιενεργών στοιχείων από την καρδιά του. Η κατασκευή μιας νέας που θα περιβάλλει την παλαιά σαρκοφάγο απαιτεί τεράστια ποσά στα οποία καμία χώρα δεν προτίθεται να συνεισφέρει. Ο ουκρανός υπουργός Πυρηνικής Ασφαλείας Yuri Kostenko ισχυρίζεται ότι για μια νέα και ασφαλέστερη σαρκοφάγο απαιτούνται κονδύλιο ύψους μερικών δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων και διάρκεια 50 ετών. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να διαφεύγουν στην ατμόσφαιρα ραδιενεργά στοιχεία σαν μια πυρηνική καμινάδα και να μολύνεται η ατμόσφαιρα αργά αλλά σταθερά για πολλές εκατοντάδες χρόνια. Τι θα γίνει με τα απόβλητα
ΤΟ ΣΟΒΑΡΟΤΕΡΟ και οικονομικά άλυτο πρόβλημα των πυρηνικών αντιδραστήρων που σκοπίμως αποφεύγουν να αναφέρουν οι λάτρεις της πυρηνικής ενέργειας είναι τα πυρηνικά απόβλητα.
Ο πονοκέφαλος των επτά οικονομικά πιο ανεπτυγμένων κρατών (G7) στις τακτικές συναντήσεις τους είναι το αδιέξοδο των πυρηνικών αποβλήτων, κάτι που δεν προβάλλεται καθόλου από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η δεύτερη δεκαετία του Τσερνομπίλ περισσότερο χαρακτηρίζεται από τον κίνδυνο των πρόχειρα συσσωρευμένων πυρηνικών αποβλήτων και των δυσμενών επιπτώσεων που εγκυμονούν παρά από ένα μελλοντικό ατύχημα από την ίδια τη λειτουργία των πυρηνικών αντιδραστήρων, οι οποίοι σήμερα αποδεδειγμένα βρίσκονται στη δύση τους. Ο αριθμός των καινούργιων αντιδραστήρων σήμερα είναι ίσος με αυτόν της δεκαετίας του ’50! Η μείωσή τους όμως δεν συντελέστηκε λόγω της κοινωνικής ευαισθητοποίησης των ειδικών αλλά λόγω της πολυδάπανης λειτουργίας τους, λόγω των κινδύνων που τα πυρηνικά απόβλητα συσσωρεύουν και, τέλος, λόγω της διάλυσής τους όταν «γεράσουν». Η επικίνδυνη διάλυση των αντιδραστήρωνΑΦΗΣΑ για το τέλος το σοβαρότερο στοιχείο του αδιεξόδου των πυρηνικών αντιδραστήρων που έγκειται στο γεγονός ότι ακόμη και ο «ασφαλέστερος» και τελειότερος αντιδραστήρας είναι κατασκευασμένος για 30 χρόνια ζωής. Μετά από αυτά τα 30 χρόνια λειτουργίας του αναγκαστικά πρέπει να σταματήσει οριστικά, να κλείσει και να μπει στη διαδικασία διάλυσής του (dismantling). Και αυτό επιβάλλεται γιατί ακτινοβολεί πλέον υπερβολικά και η παρουσία χειριστών και προσωπικού είναι άκρως επικίνδυνη για την υγεία τους. Η διάλυση αυτή δεν είναι μια διαδικασία ρουτίνας, όπως η κατεδάφιση ενός συμβατικού κτιρίου. Εδώ θα πρέπει να γίνει μια εξειδικευμένη διαδικασία με τη χρήση ρομπότ γιατί η παρουσία του ανθρώπου σημαίνει θάνατο. Η διάρκειά της μπορεί να φθάσει ως και τα 50 χρόνια και το συνολικό κόστος μπορεί να αγγίξει το 50% ενός καινούργιου αντιδραστήρα. Ο ίδιος δε ο αντιδραστήρας θα πρέπει να καταλήξει σαν ένα πυρηνικό απόβλητο.
Λόγω αυτού ακριβώς του «γήρατος», ήδη 70 πυρηνικοί σταθμοί έφθασαν στο όριο, έκλεισαν και περιμένουν στην ουρά τη διάλυσή τους. Μέσα στην τρέχουσα δεκαετία 215 (οι μισοί) θα βάλουν λουκέτο και θα γίνουν με την παραπάνω διαδικασία πυρηνικά απόβλητα. Και διερωτάται κανείς: Πόσα κράτη θα διαθέσουν τέτοια κονδύλια και πώς θα διεξαχθούν τόσο επικίνδυνες εργασίες για δεκαετίες;
Η διάλυση πραγματοποιείται σε τρεις φάσεις. Η πρώτη φάση αρχίζει με την παύση της λειτουργίας και μέσα σε πέντε περίπου χρόνια όλο το καμένο και άκρως ραδιενεργό καύσιμο από την καρδιά του αντιδραστήρα με ειδική τεχνολογία μεταφέρεται στις μονάδες επεξεργασίας αποβλήτων.
Στη συνέχεια αδειάζονται όλα τα συστήματα ψύξης του αντιδραστήρα, αποσυνδέονται τα συστήματα λειτουργίας και σφραγίζονται όλα τα ανοίγματα. Η διαδικασία αυτή πρέπει να εποπτεύεται αυστηρώς και συνεχώς για τυχόν διαρροή ραδιενέργειας. Στη δεύτερη φάση αποσυνδέονται και διαλύονται τα κτίρια και ο εξοπλισμός γύρω από την καρδιά του αντιδραστήρα καθώς και όλες οι κατασκευές προστασίας βιολογικής θωράκισης. Στην τρίτη, ο αντιδραστήρας διαλύεται ολοσχερώς και τα μόνα που μένουν είναι κάποια βοηθητικά κτίρια που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ανάλογες δραστηριότητες.
Ολα αυτά, που αποτελούν και τη σοβαρότερη και επικινδυνότερη φάση του κύκλου των πυρηνικών αντιδραστήρων, είναι γνωστά στους ειδικούς, οι οποίοι τα αποσιώπησαν, ενώ μόλις πέρυσι η Διεθνής Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας αρχικά έκανε δημόσια γνωστό το πρόβλημα αυτό και με πρωτοβουλία της διοργανώνονται συνέδρια για τον τρόπο διάλυσης των γηρασμένων αντιδραστήρων (τηλερομποτική κλπ.). Ενα πρόβλημα που η Επιτροπή θα έπρεπε να το είχε θέσει από την αρχή της συγκρότησής της.
Καταλήγοντας θα ήθελα να τονίσω ότι, εκτός από την εικόνα της δύσης των πυρηνικών αντιδραστήρων, με τη σημερινή αδυναμία αντιμετώπισης των πυρηνικών αποβλήτων, το τεράστιο κόστος διάλυσής τους μετά τα 30 χρόνια λειτουργίας τους είναι τόσο υψηλό ώστε ακόμη και από καθαρά οικονομικής πλευράς να μη συμφέρουν σήμερα τέτοιου είδους ενεργειακές επενδύσεις. Και όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο δεν λαμβάνουν υπόψη τους τη δαπάνη αυτή και δίνουν στις κυβερνήσεις πλασματικά στοιχεία.
Επιπλέον η επιστήμη δεν έχει πια να δώσει τίποτε περισσότερο στους εμπορικούς πυρηνικούς αντιδραστήρες ούτε και κερδίζει τίποτε από την παρουσία τους, άρα δεν θα χάσει τίποτε από την κατάργησή τους.
Αναμφισβήτητα ήδη βρισκόμαστε στο τέλος της ζωής των πυρηνικών αντιδραστήρων και δεν μας χρειάζεται ούτε ένα άλλο Τσερνομπίλ ούτε περισσότερα πυρηνικά απόβλητα ούτε και ο «θάνατος» 200 και πλέον πυρηνικών εργοστασίων για να μας αναγκάσουν να αντιταχθούμε ξεκάθαρα σε οποιαδήποτε προσπάθεια ανάστασής τους.