Αν και το 2008 χαρακτηρίστηκε Ετος Καραγάτση, δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν πλούσιο σε συνέδρια, αφιερώματα ή μελέτες για το έργο του. Η συγκομιδή του έτους είναι μάλλον δυσανάλογη προς την απήχηση του έργου του. Παρ΄ όλα αυτά ο Καραγάτσης διαθέτει το μοναδικό ίσως προνόμιο στην ελληνική πεζογραφία να διαβάζεται και ως λαϊκός και ως μοντέρνος, να λειτουργεί και ως διαχρονικός και ως σύγχρονος συγγραφέας. Και τούτο επιβεβαιώνεται και από την απήχησή του σε ποικίλα στρώματα και κατηγορίες αναγνωστών. Ορισμένοι μάλιστα παρομοιάζουν τη «λαϊκότητα» των μυθιστορημάτων του Καραγάτση με τις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, ενώ θεωρούν ότι η μεταφορά των μυθιστορημάτων του, και ιδιαίτερα του 10, στη μικρή οθόνη ταιριάζει στη σημερινή τηλεοπτική κουλτούρα και ενισχύει την απήχησή του σε λαϊκό επίπεδο. Αν παλαιότερα ο σεξουαλισμός του προκαλούσε και μαγνήτιζε συνάμα, σήμερα η πεζογραφία του εξακολουθεί να δεσπόζει επειδή ακριβώς φαίνεται να συνδυάζει την πλοκή με την αυτοαναφορικότητα, το ρεαλιστικό με το φανταστικό, το ιστορικό με το περιπαικτικό και εν τέλει το λαϊκό με το μοντέρνο στοιχείο.
Το λαϊκό στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι μόνο σεξ και πλούσια περιπέτεια, λαϊκές πολυκατοικίες στον Πειραιά ( Το 10 ) και περιθωριακοί ήρωες, έμφαση στα ένστικτα και όχι στις ιδέες, αλλά συμπεριλαμβάνει και τη λαϊκής κατανάλωσης μυθιστορηματική βιογραφία ( Βασίλης Λάσκος, 1948) ή την εκλαΐκευση της ιστορίας την οποία επεχείρησε ο Καραγάτσης με την ημιτελή Ιστορία των Ελλήνων (1952) ή ακόμη και την «καρναβαλοποίησή» της με το μυθιστόρημά του Σέργιος και Βάκχος (1959), ενώ το μοντέρνο αναδεικνύεται περισσότερο τα τελευταία χρόνια και νοείται όχι ως εσωστρεφής ή ερμητική γραφή αλλά ως νευρώδης αφήγηση και παιγνιώδης, αστυνομικού τύπου περιπέτεια της οποίας ο αναγνώστης απολαμβάνει τις μεταστροφές, τις ανατροπές και τις αμφισημίες δίχως να δυσκολεύεται ιδιαίτερα ή να δυσανασχετεί να βγάλει νόημα.
Το μοντέρνο στον Καραγάτση εκλαμβάνεται ως εκρηκτικά δυναμική και ανευλαβής γραφή παρά ως μοντερνιστική σοβαροφάνεια, όχι δηλαδή ως εξεζητημένο αφηγηματικό κομψοτέχνημα αλλά ως οιονεί μεταμοντέρνα μεταμυθοπλασία, που εκμεταλλεύεται το λαϊκό ύφος και το ρεαλιστικό πάθος και καταργεί τις διαχωριστικές γραμμές υψηλού και λαϊκού μέσω μιας καλπάζουσας και ευφάνταστης πρόζας. Ο Καραγάτσης μπορεί να θεωρηθεί μοντέρνος και με μια ευρύτερη έννοια. Στα μυθιστορήματά του λανθάνει η ελπίδα του αστικού εκσυγχρονισμού της Ελλάδας και το όραμα της βιομηχανικής της ανάπτυξης, ενώ εκφράζονται αντισυμβατικές αντιλήψεις και βιοθεωρίες που συνάδουν με το πνεύμα της σημερινής εποχής: απομυθοποίηση κάθε μορφής εξουσίας, αντι-ιδεαλιστική και απελευθερωτική διάθεση, φιλελεύθερος και κυνικός ατομικισμός, οικονομία της αγοράς, αντικληρικαλισμός, αντι-πουριτανισμός, ηθικός σχετικισμός. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Καραγάτσης έχει χαρακτηριστεί κατά καιρούς και αμοραλιστής και μοραλιστής.
Η περίπτωση του Καραγάτση παρουσιάζει κάποιες αναλογίες με αυτή του Καρυωτάκη. Ο Καραγάτσης, όπως και ο Καρυωτάκης, προκάλεσε κριτική αμηχανία, αποτέλεσε ένα φαινόμενο που οι κριτικοί δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν. Αν ο ένας υπονομεύει εκ των ένδον χωρίς να διαταράσσει την ποιητική πρόσοψη, έτσι και ο άλλος κλονίζει εσωτερικά τον αναπαραστατικό ρεαλισμό του. Συγκλίνοντας στον περιπαικτικό αντιηρωϊσμό τους, υπήρξαν και οι δύο μοντέρνοι χωρίς να είναι τεχνοτροπικά μοντέρνοι.
Τα τελευταία χρόνια μυθιστορήματά του, όπως ο Κίτρινος φάκελλος, ξαναδιαβάστηκαν περισσότερο ως μεταμυθοπλαστικά παρά ως αστυνομικά ή αορίστως «πειραματικά» κείμενα, με αποτέλεσμα η απήχηση του Καραγάτση να αποκτήσει μια άλλη διάσταση. Η επιστροφή στην πλοκή, αφενός, που παρατηρείται στο σύγχρονο μυθιστόρημα και η έμφαση στην αινιγματικά παιγνιώδη μεταμυθοπλαστική αφήγηση, αφετέρου, αναβάθμισαν μετανεοτερικά το ήδη προσφιλές λαϊκό προφίλ του Καραγάτση. Αρκεί όμως ο Κίτρινος φάκελλος για να θεωρηθεί ο Καραγάτσης (μετα)μοντέρνος συγγραφέας; Αντιπροσωπεύει το μυθιστόρημα αυτό τομή ή απλώς μια ανορθόδοξη παρένθεση στο σύνολο της μυθιστορηματικής του παραγωγής; Ο Κίτρινος φάκελλος επιβεβαιώνει τον πρωτεϊκό χαρακτήρα της πεζογραφίας του Καραγάτση διότι μπορεί να διαβαστεί με ποικίλους τρόπους ως αστυνομικό ή μεταμυθοπλαστικό μυθιστόρημα, ως μυθιστόρημα πάθους και «βιοτικής ηθικής», αλλά και ως κείμενο που στο τέλος προβάλλει το όραμα του βιομηχανικού εκσυγχρονισμού της Ελλάδας. Αν και δήλωνε 100% ρασιοναλιστής και ματεριαλιστής, ως συγγραφέας ο Καραγάτσης αξιοποίησε το υπερφυσικό, το φανταστικό και το ασπροσδόκητο, ενώ παράλληλα ήταν μοιρολάτρης καθώς έβλεπε το ριζικό ή τη μοίρα ως τον καθοριστικό παράγοντα στην εξέλιξη της ζωής των ηρώων του. Από τη μια έμφαση στον κλιματικό ντετερμινισμό, στη γενετική κληρονομικότητα ή το βιολογικό διαφορισμό και από την άλλη προβολή ενός ακατάπαυστου ίμερου, μιας σκωπτικής διάθεσης και παιγνιώδους αντίληψης περί ανοικτής αφήγησης και αδογμάτιστης γλώσσας. Ενα έργο ανοικτό στο σύνολό του, αλλά που τα επί μέρους κομμάτια του κλείνουν με θάνατο. Το έργο του Καραγάτση εκφράζει την αίσθηση του αναπόφευκτου, του τραγικού και του μοιραίου και ταυτόχρονα την αίσθηση του διαδραστικού, του δυναμικού και του ανοικτού. Αν λοιπόν ο Καραγάτσης εμφανίζεται ως ο συγγραφέας των αντιθέσεων: δημαγωγικός και μοραλιστής, χειμαρρώδης και κυνικός, ρεαλιστής και φαντασιοκόπος, καμπίσιος και κοσμοπολίτης, κατορθώνει άραγε να τις συνθέσει ή να τις υπερβεί; Οι γνώμες διχάζονται. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι συμπιληματικά αρθρώνει το υλικό του χωρίς να παίρνει θέση, αφήνοντας μετέωρες τις αντιφάσεις και άλλοι ότι εκμεταλλεύεται έξυπνα τις αντιθέσεις, βρίσκοντας απήχηση σε διαφορετικούς αναγνώστες και ως λαϊκός και ως μοντέρνος μυθιστοριογράφος. Επεται συνέχεια.
Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής των Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Βρετανίας.