ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΦΩΣ



Ενα μεσημέρι του 1937, καθώς η οικογένεια Χορν έτρωγε στο σπίτι, ο πατέρας του (ο συγγραφέας Παντελής Χορν) θυμήθηκε ότι εκείνο το απόγευμα είχε συνεδρίαση με την επιτροπή της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου – εξαιτίας της οποίας θα έχανε και τον προσφιλή του απογευματινό ύπνο. «Ποια δραματική σχολή;» ρώτησε ο Δημήτρης Χορν. Αυτό ήταν: Η απάντηση τον οδήγησε κατ’ ευθείαν στη Δραματική του Εθνικού («Βγήκα στο θέατρο χωρίς να το σκεφθώ» θα πει αργότερα «γιατί βαριόμουν το Πανεπιστήμιο»). Αν και η προθεσμία για τις αιτήσεις είχε λήξει, έκαναν μιαν εξαίρεση «στον γιο του Παντελή Χορν». Ως την επομένη που ήταν οι εξετάσεις, έμαθε τους «Μοιραίους» του Βάρναλη και ένα απόσπασμα από τον «Πραματευτή» του Γρυπάρη. «Δεν ξέρεις πόσο μας δρόσισες…» του είπε ο Αιμίλιος Βεάκης που συμμετείχε στην επιτροπή. Και έτσι ο Δημήτρης Χορν μπήκε στη Σχολή του Εθνικού. Εκτός από τον Βεάκη, δάσκαλοί του ήταν ο Παπαγεωργίου, ο Μουζενίδης και κυρίως ο Ροντήρης, στον οποίο χρωστούσε, όπως έλεγε, τον φανατισμό του για το θέατρο.


Η σχέση του όμως με το σανίδι μετρούσε πολλά χρόνια αφού, λόγω του πατέρα του, συνήθιζε να συχνάζει στα παρασκήνια. Η νονά του, η Κυβέλη, τον έβγαλε για πρώτη φορά στη σκηνή σε ηλικία μόλις οκτώ μηνών (στην αγκαλιά της), στο έργο του πατέρα του «Γειτόνισσες». Ακολούθησαν και άλλες παρόμοιες συμμετοχές σε παραστάσεις, προτού ανεβεί στο σανίδι ως επαγγελματίας πλέον ηθοποιός, το καλοκαίρι του 1940 στη «Νυχτερίδα του Στράους, με το Εθνικό στη Θεσσαλονίκη. Με τη δεύτερη εμφάνισή του, στον «Βοκκάκιο» του Σουπέ, το 1941, πήρε την πρώτη του κριτική. «Ο νέος κ. Χορν στο ρόλο του πρίγκηπος Πέτρου εφάνηκε καλός ηθοποιός…» έγραψε ο Ιω. Ψαρούδας στο «Ελεύθερο Βήμα» (31.1.1941). Εναν χρόνο αργότερα, ο Αχιλλέας Μαμάκης έγραφε στα «Αθηναϊκά Νέα», με αφορμή τη συμμετοχή του στο «Ταξίδι του γάμου», ότι «υπήρξε σωστή αποκάλυψις. Το μουσικόν θέατρο βρίσκει σε αυτόν έναν λαμπρό μπριλάντε… δείχνει ότι έχει πλούσιο και πολύμορφο ταλέντο». Διαβάζοντας τις κριτικές που συνόδευσαν τα πρώτα χρόνια της πορείας του, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι ξεχώρισε από την αρχή. Είχε, όπως αποδείχθηκε, το χάρισμα του πρωταγωνιστή. Το 1942 έκανε τον πρώτο του γάμο – παντρεύτηκε τη Ρίτα Φιλίππου.


Το 1944 ίδρυσε θίασο με τη Μαίρη Αρώνη – είχαν προηγηθεί συνεργασίες με τον θίασο της Κοτοπούλη και με την κυρία Κατερίνα Ανδρεάδη. Ακολούθησε ο θίασος Μανωλίδου – Αρώνη – Χορν, η επιστροφή του στο Βασιλικό Θέατρο επί Ροντήρη, οι συνεργασίες του με τη Μελίνα Μερκούρη («Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι», «Το τραγούδι της κούνιας»), ο θίασος με τους Ελλη Λαμπέτη και Γιώργο Παππά ή τον Κώστα Μουσούρη. Από το 1956 ως το 1960 ο Δημήτρης Χορν και η Ελλη Λαμπέτη έγιναν το δημοφιλέστερο (ίσως) θεατρικό ζευγάρι στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου, ανεβάζοντας σειρά έργων στο «Κεντρικόν». Ηταν τότε που εκτός από τη μεγάλη θεατρική επιτυχία, οι δυο τους μοιράζονταν και μια έντονη προσωπική σχέση, η οποία περνούσε και μέσα από τους ρόλους τους. Εχουν, δε, προηγηθεί οι τρεις ταινίες που έκαναν μαζί (1953-1956): «Κυριακάτικο Ξύπνημα», «Η κάλπικη λίρα», «Το κορίτσι με τα μαύρα». Οταν η Λαμπέτη έφυγε για την Αμερική, εκείνος συνέχισε μόνος του στο «Κεντρικόν» και στη συνέχεια στο ελεύθερο θέατρο, πάντοτε με δικό του θίασο. Ενδιάμεσα έπαιξε και πάλι στο Εθνικό (το 1964 και ύστερα επί διευθύνσεως Αλέξη Μινωτή), ενώ το 1968 αποχώρησε οριστικά από την πρώτη σκηνή της χώρας και συνέχισε την πορεία του, παίζοντας συνεχώς, με εξαίρεση κάποια διαλείμματα για ταξίδια με τη δεύτερη γυναίκα του, την Αννα Γουλανδρή (είχαν παντρευτεί το 1967). Με το «Σλουθ» που μοιράστηκε με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, το 1970, σύσσωμη η κριτική υποκλίθηκε στο μεγάλο ταλέντο του.


Το τρακ, πάντως, δεν έπαψε ποτέ να τον ακολουθεί. Ο ίδιος έλεγε ότι ντρεπόταν και φοβόταν την έκθεσή του στο κοινό. Ως το τέλος. Γι’ αυτό και συνήθιζε να διηγείται ένα σχετικό ανέκδοτο: Μια εκκολαπτόμενη ηθοποιός αναρωτιέται γιατί η καθιερωμένη γαλλίδα πρωταγωνίστρια Ρεζάν έχει τόσο πολύ τρακ πριν από την πρεμιέρα της, ενώ εκείνη δεν έχει καθόλου. «Δεν πειράζει, παιδί μου, της αποκρίθηκε η Ρεζάν. Το τρακ έρχεται μαζί με το ταλέντο…». Και ο Δημήτρης Χορν διέθετε μπόλικο ταλέντο, αν και ορισμένοι τον μέμφονταν γιατί το σπατάλησε σε ελαφρείς ρόλους, σε ρόλους χαριτωμένων τύπων και δεν αφιερώθηκε στους ήρωες του δραματικού και του τραγικού ρεπερτορίου, γιατί δεν έπαιξε ποτέ τραγωδία. Ερμήνευσε, ωστόσο, μια σειρά από ρόλους κλασικών και νεοκλασικών δραματουργών, ξεκινώντας από τον Σαίξπηρ.


«Ο κοινός, καλός ηθοποιός, αποδίδει τον ρόλο του. Ο σπουδαίος – και γι’ αυτό σπάνιος – ηθοποιός τον βαθαίνει, τον πλαταίνει, τον πλουταίνει. Ο καλός ηθοποιός είναι εκτελεστής – ο κάλλιστος είναι συνδημιουργός. Κι αυτή η συν-δημιουργία, αυτή η αναδημιουργία δεν είναι λιγότερο επώδυνη από την αρχική και πρωτότυπη, συνοδεύεται από ατέλειωτα ερωτήματα, από στρατούς αμφιβολίες, από αλυσίδες βασανισμούς (….). Ετσι κι ο Δημήτρης Χορν. Αδιάκοπα αυτοελέγχεται, αυτοβασανιζόμενος, αυτοκατηγορούμενος, αυτοσαρκαζόμενος» έγραφε ο Μάριος Πλωρίτης στο «Κατευόδιο στον Δημήτρη Χορν» («Το Βήμα», 25.1.1998).


Πέρα από καλός και ταλαντούχος ηθοποιός, πέρα από χαρισματικός και πληθωρικός άνθρωπος, με έντονο χιούμορ και πηγαία διάθεση αυτοσαρκασμού, χαριτωμένος και γοητευτικός συγχρόνως, ή μήπως για όλα αυτά μαζί, ο Δημήτρης Χορν άφησε πίσω του έναν μύθο. Αυτός ο μύθος τον ακολουθεί δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, τον συστήνει στις γενιές που δεν τον έζησαν, που δεν τον είδαν να παίζει, στις γενιές που θα ‘ρθουν. Ανήκει στους λίγους εκείνους τυχερούς της ζωής και της τέχνης που έσπασαν τα όρια που θέτει το επάγγελμά τους, που πήγαν πέρα από την κριτική για την υποκριτική τους, που δεν περιορίστηκαν στον έπαινο για τη σκηνική τους απόδοση. Ο Χορν μετέδιδε τη χαρά της ζωής, συνδυασμένη με ποιότητα, υψηλό γούστο και καλαισθησία. Ηταν κάπου ανάμεσα στον Φάουστ, έτσι όπως τον υποδύθηκε στο «Αλίμονο στους νέους», στον Κλέωνα τού «Μια ζωή την έχουμε», στον Παύλο της «Κάλπικης Λίρας» που ήθελε να ζωγραφίσει το «σ’ αγαπώ»… της Ελλης Λαμπέτη.


Ο Χορν είναι ο ηθοποιός που έδωσε υπόσταση στα μπουλβάρ και στις κομεντί, που δεν χρειάστηκε να ερμηνεύσει Οιδίποδα για να πάρει τη θέση του στην Πινακοθήκη των Ελλήνων Ηθοποιών, που κάθε του παράσταση είχε ενδιαφέρον πρωτίστως για τον ίδιο – και όχι για το έργο που επέλεγε. Ο Τάκης, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, ήταν μέλος μιας επίλεκτης συντροφιάς του πνεύματος, της τέχνης και της κοινωνικοπολιτικής ζωής του τόπου και μοιραζόταν μαζί τους σκέψεις, απόψεις και… ανέκδοτα.


Γι’ αυτό και με ό,τι καταπιάστηκε, δεν πέρασε απαρατήρητος: Ούτε όταν έκανε θέατρο στο ραδιόφωνο ούτε όταν έγινε, μετά τη Μεταπολίτευση, ο πρώτος διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας – Τηλεόρασης – και ας παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Ούτε όταν ανέβηκε στη σκηνή του Μεγάρου Αθηνών για να αφηγηθεί τον «Πέτρο και τον Λύκο». Και όσα τραγούδια είπε, δύσκολα τα ακούει κανείς με άλλη φωνή. Ηθοποιός σημαίνει φως…


Το λεύκωμα «Δημήτρης Χορν» του Ιδρύματος Γουλανδρή – Χορν θα επανεκδοθεί με τη χορηγία του υπουργείου Πολιτισμού. Τον Μάρτιο του 2008 θα δοθούν τα θεατρικά βραβεία «Δημήτρης Χορν»