Ενας… «λόρδος» βουτηγμένος στον σκοτεινό κόσμο της κατασκοπείας; Ασυνήθιστο. Ο πιο γνωστός αριστοκράτης πράκτορας ήταν ο Μάλκομ Λίνγκε, αλλά πρόκειται για έναν μυθιστορηματικό ήρωα. Βεβαίως, ούτε ο κ. Παύλος Αποστολίδης, πρώην διοικητής της ΕΥΠ (Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών), είναι πραγματικός λόρδος. Αυτό το παρωνύμιο του έδωσαν όταν υπηρετούσε στο υπουργείο Εξωτερικών εξαιτίας της εμφάνισης και της συμπεριφοράς του: ζεστός τρόπος, ευγενική επιφύλαξη και μία ανεπαίσθητη δόση λεπτής ειρωνείας. Τις τελευταίες ημέρες ο κ. Αποστολίδης πρωταγωνιστεί σε ένα οικονομικό θρίλερ, όπου υπάρχει και η εμπλοκή των μυστικών υπηρεσιών. Την προηγούμενη εβδομάδα δημοσιεύθηκε στον τουρκικό Τύπο ότι οι αρμόδιες εποπτικές αρχές δεν ενέκριναν την εξαγορά του 50% της τράπεζας Alternatif από την Alpha Bank, έπειτα από εισήγηση της ΜΙΤ, επειδή στο διοικητικό συμβούλιο της ελληνικής τράπεζας συμμετέχει ο πρώην «αρχιπράκτορας». Η ειρωνεία είναι ότι επί των ημερών του κ. Αποστολίδη έλιωσαν οι πάγοι ανάμεσα στην ελληνική ΕΥΠ και στην τουρκική ΜΙΤ και άρχισαν να συνεργάζονται στενότερα σε θέματα λαθρομετανάστευσης και τρομοκρατίας, κυρίως σε ό,τι αφορά το ΡΚΚ.
Οι πρώτες διαρροές για τον κ. Αποστολίδη, ο οποίος κατέχει τη θέση ανεξάρτητου μη εκτελεστικού μέλους στο ΔΣ της Alpha από τις 21 Δεκεμβρίου του 2004, ξεκίνησαν μέσω της εφημερίδας «Σαμπάχ». Στη συνέχεια η «Χουριέτ» έγραψε ότι η απόρριψη της ελληνικής τράπεζας έγινε για άλλες αιτίες και όχι για λόγους ασφαλείας, πιθανώς επειδή οι τουρκικές αρχές μάλλον αποφάσισαν να περιορίσουν τη μεταβίβαση των τραπεζών τους σε ξένους ιδιοκτήτες. Ηδη το ελληνικό ενδιαφέρον ήταν έντονο. Η Εθνική Τράπεζα έκανε μία επιτυχημένη εξαγορά αποκτώντας μία μεγάλη τράπεζα της Τουρκίας, η οποία συμβάλλει σημαντικά στη διαμόρφωση των κερδών ομίλου. Για την Alpha Bank η επένδυση ήταν μικρή και είχε στόχο να εισέλθει στην αγορά της γειτονικής μας χώρας. Η Eurobank έχει κάνει επίσης μία μικρή επένδυση στον τραπεζικό τομέα της Τουρκίας, ενώ και η Πειραιώς είχε ξεκινήσει διερευνητικές συζητήσεις. Ειδικά για την Alpha Bank, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Aksam» πληροφορία από ανώνυμη πηγή ότι το ΡΚΚ διατηρεί λογαριασμούς σε υποκατάστημα της τράπεζας στην Κύπρο και υπενθύμιζε την ανάμειξη του κ. Π. Αποστολίδη στην επιστροφή μελών του ΡΚΚ στην Ελλάδα έπειτα από τη σύλληψη του κούρδου ηγέτη Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ώστε να αποφύγουν τη σύλληψή τους από τους Τούρκους. Τα δημοσιεύματα συνεχίστηκαν όλη την προηγούμενη εβδομάδα, καθώς οι τουρκικές αρχές προβληματίζονται αν θα απορρίψουν και την πρόταση της ολλανδικής τράπεζας ING για εξαγορά της τράπεζας Oyakbank, μιας και η ΜΙΤ τη συνδέει με κέντρα που παράγουν νάρκες και βόμβες.
* Παλαιός γνωστός της Αγκυρας
Ο κ. Αποστολίδης είχε εμπειρία από την ελληνοτουρκική ψυχρότητα. Την περίοδο 1984-1987 υπηρέτησε ως σύμβουλος β’ στην πρεσβεία μας στην Αγκυρα. Ηταν η κακή εποχή στα Ελληνοτουρκικά. «Δεν τους μιλούσαμε. Ο διάλογος ήταν προδοσία για μας. Ο φόρτος εργασίας μας αφορούσε επιδόσεις διαμαρτυρίας για παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου» θυμάται. Η λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών» και η συμφωνία του Ελσίνκι άλλαξαν την κατάσταση. Οταν αργότερα ο κ. Γ. Παπανδρέου, ως υπουργός Εξωτερικών, υπέγραψε σειρά συμφωνιών με τη γειτονική χώρα, ήταν η τουρκική πλευρά η οποία ζήτησε να υπάρχει επαφή των δύο υπηρεσιών, ιδίως στο πλαίσιο μιας εξ αυτών των συμφωνιών η οποία αφορούσε την ασφάλεια των πολιτών, δηλαδή θέματα τρομοκρατίας. Στον κ. Αποστολίδη ανατέθηκε μάλιστα να οργανώσει την πρώτη συνάντηση της ΕΥΠ με τη ΜΙΤ.
Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Αθηνών, ο κ. Αποστολίδης εισήλθε στο διπλωματικό σώμα το 1965, επειδή δεν τον συγκινούσε η δικηγορία. Το 1984 υπηρέτησε ως σύμβουλος στην ελληνική πρεσβεία στην Αγκυρα και το 1987 ανέλαβε το πρώτο του πρεσβευτικό πόστο στη Σαουδική Αραβία, στην Υεμένη και στο Ομάν. Το 1990 έγινε πρεσβευτής της Ελλάδας στην Κύπρο και τρία χρόνια αργότερα επέστρεψε στο υπουργείο ως γενικός διευθυντής Διμερών Σχέσεων. Το 1995 τοποθετήθηκε επικεφαλής της Μόνιμης Ελληνικής Αντιπροσωπείας στην ΕΕ, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1998, οπότε και ανέλαβε τα καθήκοντα του γενικού γραμματέα του υπουργείου. Αφού στον χώρο της διπλωματίας ολοκλήρωσε ίσως τη λαμπρότερη σταδιοδρομία εν σχέσει προς τους άλλους της γενιάς του, εκλήθη να αναλάβει διοικητής της ΕΥΠ, αμέσως μετά το φιάσκο Οτσαλάν (τον Φεβρουάριο του 1999), το οποίο αποκάλυψε στην κοινή γνώμη μια ΕΥΠ στα όρια της ιλαροτραγωδίας.
* Η αποστολή στην Κένυα
Την ιστορία την έζησε από κοντά. Μια Παρασκευή, πολύ αργά το βράδυ, του τηλεφώνησε ο τότε υπουργός Εξωτερικών κ. Θ. Πάγκαλος, τον ενημέρωσε ότι ο Οτσαλάν βρίσκεται στην Ελλάδα και του ζήτησε να σκεφθεί τι θα μπορούσε να γίνει. Τη Δευτέρα ο υπουργός έκανε σαν να μην είχε γίνει το τηλεφώνημα. Οταν απήχθη ο Οτσαλάν και ξέσπασε το σκάνδαλο, ο κ. Πάγκαλος παραιτήθηκε και ανέλαβε ο κ. Παπανδρέου, ο οποίος προσφέρθηκε να πάει ο ίδιος και να φέρει πίσω τους έγκλειστους στην ελληνική πρεσβεία, αλλά ο κενυάτης ΥΠΕΞ δεν έβγαινε ούτε στο τηλέφωνο. Κάποιος έπρεπε να πάει στο Ναϊρόμπι και να επαναπατρίσει τον πρεσβευτή της Ελλάδας στην Κένυα, τον ταγματάρχη Σ. Καλεντερίδη και τις τρεις Κούρδισσες οι οποίες συνόδευαν τον Οτσαλάν. Επελέγη ο κ. Αποστολίδης. «Στην πρεσβεία ήταν όλοι σοκαρισμένοι. Τα πράγματα ήταν πολύ ζορισμένα. Μας έφερε πίσω ένα γαλλικό αεροπλάνο. Οταν εξήγησα στον πιλότο ποιοι ήμασταν μου είπε ατάραχος «μην ανησυχείς, εγώ έβγαλα και τον στρατηγό Αούν από τον Λίβανο»» λέει. (Ο στρατηγός Αούν προήδρευσε από το 1988 ως το 1990 της στρατιωτικής, χριστιανικής κυβέρνησης η οποία κήρυξε απελευθερωτικό πόλεμο εναντίον της Συρίας, προτού εκδιωχθεί από την εξουσία.)
* Η απαρχαιωμένη υπηρεσία
Την ημέρα κατά την οποία επρόκειτο να τοποθετηθεί επικεφαλής της ΕΥΠ ο κ. Αποστολίδης έφθασε στο γραφείο του τη συνηθισμένη ώρα, στις 8 π.μ. Λίγο αργότερα του τηλεφώνησε η τότε υπουργός Εσωτερικών κυρία Βάσω Παπανδρέου και του ανέθεσε, με τη σύμφωνη γνώμη του πρώην πρωθυπουργού κ. Κ. Σημίτη, τη διοίκηση της ΕΥΠ. Κυβερνητικές πηγές εκείνης της εποχής επέμεναν ότι η ιδέα ανήκε στον τότε αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Γιάννο Κρανιδιώτη.
Λόγω της θέσης του στο υπουργείο είχε κάποιες επαφές με την ΕΥΠ. «Με απασχολούσε πάντα πώς δούλευε η υπηρεσία αυτή και είχα απογοητευθεί από την απόδοση των στελεχών της» λέει. Το ενδιαφέρον του για την ΕΥΠ και το γεγονός ότι δεν ήταν «terra incognita» («και το υπουργείο Εξωτερικών την ίδια δουλειά κάνει με άλλον τρόπο» παρατηρεί) συνιστούσαν πρόκληση για αυτόν. Οταν κάθησε στην καρέκλα του διοικητή ανακάλυψε ότι παρέλαβε ένα κέλυφος αδειανό. Κάθε διοικητής ο οποίος έφευγε έπαιρνε μαζί του αρχεία και φακέλους της υπηρεσίας, οι προσλήψεις γίνονταν με αδιαφανείς διαδικασίες, οι αρμοδιότητες ήταν λιγοστές, ο εξοπλισμός απαρχαιωμένος.
Η ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ Η κρίση στην ΕΥΠ και η αλλαγή πλεύσης
Η θητεία του κ. Αποστολίδη στην ΕΥΠ συνέπεσε με μία κρίσιμη περίοδο για τις μυστικές υπηρεσίες όλου του δυτικού κόσμου. Από την «υπαρξιακή κρίση» την οποία περνούσαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου προσγειώθηκαν απότομα στον κόσμο μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Εναν κόσμο με νέες απειλές, νέες μορφές τρομοκρατίας. Σε αυτόν τον κόσμο προσπάθησε να προσαρμόσει την ΕΥΠ. Φρόντισε να δημιουργήσει «πελάτες», άνοιξε την ΕΥΠ σε άλλες υπηρεσίες. Διενήργησε δύο ανοιχτούς διαγωνισμούς μέσω ΑΣΕΠ για την πρόσληψη προσωπικού και αρνήθηκε να δεχθεί πολιτικά ρουσφέτια και χαριστικούς διορισμούς. Εστρεψε το ενδιαφέρον της υπηρεσίας προς την τρομοκρατία, κάτι που απαιτούσαν και οι ανάγκες της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων. «Από τους πρώτους μήνες συνειδητοποίησα πόσο υστερούμε στο κυνήγι της τρομοκρατίας. Οταν πλησίαζαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήμασταν αρκετά απελπισμένοι. Πώς θα παρακολουθούσαμε κινητά τηλέφωνα για τρομοκρατία ή για θυλάκους της Αλ Κάιντα; Εξηγήσαμε την κατάσταση στους Αμερικανούς και αυτοί μας πούλησαν το περίφημο βαλιτσάκι». Ο κ. Αποστολίδης θεωρεί απίθανο αυτό να χρησιμοποιήθηκε στο πρόσφατο σκάνδαλο των υποκλοπών, επειδή είχε μικρή επιχειρησιακή εμβέλεια. «Ο μηχανισμός των υποκλοπών ξεπερνά ακόμη και τη δυνατότητα κατανόησής του από τους Ελληνες. Οταν κάποιος αποκτά μία δυνατότητα τη διατηρεί ακόμη κι αν έχει παρέλθει ο λόγος για τον οποίον την απέκτησε» παρατηρεί. Ενα πράγμα δεν κατάφερε να πετύχει. Να αλλάξει ο νόμος του 1985 ώστε να εκσυγχρονιστεί η υπηρεσία. «Οι κυβερνήσεις φοβούνται» παρατηρεί.