Η ελληνική παρουσία στην Αίγυπτο πηγαίνει βαθιά πίσω στους αιώνες, στην εποχή των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ωστόσο τις πρώτες αμιγώς ελληνικές κοινότητες με εθνική συνείδηση συνέπηξαν οι έλληνες μετανάστες που αναζήτησαν στη φιλόξενη γη της Αιγύπτου καλύτερες συνθήκες διαβίωσης όσο η Ελλάδα παρέμενε υπόδουλη υπό οθωμανικό ζυγό. Την περίθαλψη και φροντίδα τους ως την ίδρυση του πρώτου ελληνικού προξενείου στην Αλεξάνδρεια, το 1833, είχε το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, αργότερα και πάσης Αφρικής, ένας μακραίων θεσμός και φάρος της Ορθοδοξίας από την εποχή της ιδρύσεώς του, τον 1ο αι. μ.Χ.
Κατά το τέλος του 18ου αιώνα ο ελληνισμός αυτός δεν ξεπερνούσε τις 2.000. Πολλαπλασιάστηκε όμως όταν κοντά στους Ελληνες από τις αλύτρωτες περιοχές, τη Μακεδονία και την Ηπειρο κυρίως, αλλά και από τα νησιά, όπως η Λήμνος, η Χίος, η Μυτιλήνη, η Κάσος, η Κρήτη, προσετέθησαν και εκείνοι από την ελεύθερη Ελλάδα, ανεβάζοντας έτσι τον αριθμό μέσα σε έναν αιώνα περί τις 76.000 ψυχές. Σύμφωνα μάλιστα με μια πρώτη επίσημη απογραφή της Αιγύπτου το 1907, οι κατέχοντες επισήμως την ελληνική υπηκοότητα κάτοικοι της χώρας ανήρχοντο σε 132.947, στους οποίους προσετέθησαν άλλες 40.000, προερχόμενοι από εδάφη υπό τουρκική κατοχή, και άλλες 30.000 μη αναγνωρισμένης υπηκοότητας, πλην ελληνόφωνοι.
Το διάστημα μεταξύ 1880 και 1920 σημειώθηκε η μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων της Αιγύπτου. Δημιουργήθηκαν κοινότητες με προεξάρχουσα εκείνη της Αλεξανδρείας, αλλά και του Καΐρου, σύλλογοι και εμπορικά σωματεία, αδελφότητες, ενώ ιδρύθηκαν νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία ακόμη και φιλανθρωπικά σωματεία για την ενίσχυση με συσσίτια των αδυνάμων να συντηρηθούν οικονομικά. Γενικά ο ελληνισμός της Αιγύπτου ανεδείχθη σε κυρίαρχη από οικονομικής πλευράς δύναμη, με έντονη πνευματική και κοινωνική δράση, λαμπρύνοντας την ίδια του την πατρίδα, την Ελλάδα, στη φιλόξενη γη της Αιγύπτου, μιας χώρας με μακραίωνη επίσης ιστορία.
Στις τάξεις των αιγυπτιωτών Ελλήνων συγκαταλέγονταν όχι μόνο τραπεζίτες, βιομήχανοι και έμποροι, αλλά και μικροβιοτέχνες, χειροτέχνες, υπάλληλοι πολλών ειδικοτήτων σε εταιρείες και ξενοδοχεία, καταστηματάρχες, μικροϋπάλληλοι και επαγγελματίες ανώτατης εκπαίδευσης, γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, χημικοί, φαρμακοποιοί κ.λπ. Αργότερα ανάμεσά τους θα βρεθούν και αρκετοί από τους μεγάλους εθνικούς ευεργέτες που στήριξαν με τις δωρεές τους την ελληνική παιδεία και συνέδραμαν σε κρίσιμες στιγμές τον αγώνα του έθνους για ασφάλεια και επιβίωση.
Την περίοδο της ακμής όμως ακολούθησαν, γύρω στη δεκαετία του 1940, η πτώση και ο μαρασμός, αρχής γενομένης με την κατάργηση των Διομολογήσεων στο Montreux, που οδήγησε σε εξάλειψη των προνομίων τα οποία απολάμβαναν μέχρι τότε οι Ελληνες ως ιδιώτες, είτε οι σύλλογοι και τα σωματεία τους. Η δεκαετία του 1940 επιπλέον σηματοδοτήθηκε από πολεμικές επιχειρήσεις με καθοριστικές για τον ελληνισμό της Αιγύπτου καταστάσεις. Μοιραίο έτος όμως για την παροικιακή διάλυση υπήρξε εκείνο των γεγονότων του 1952. Ενώ ακόμη συζητιόταν, μετά την εκπνοή της δωδεκαετούς μεταβατικής περιόδου από την υπογραφή της Συνθήκης του Montreux, η ανάγκη μιας διμερούς συμφωνίας εγκαταστάσεως μεταξύ Ελλάδος – Αιγύπτου προκειμένου να διακανονιστούν τα θέματα παραμονής και υπόστασης των Ελλήνων στην Αίγυπτο και της κατοχύρωσης των περιουσιών τους με εθνικό προορισμό το ελληνικό Δημόσιο, επεβλήθη η επανάσταση Νάσερ της 23ης Ιουλίου του 1952 με βασικό σύνθημα «Η Αίγυπτος ανήκει στους Αιγυπτίους».
Παρά το γεγονός ότι η ελληνική παροικία συμπαραστάθηκε στην προσπάθεια της Αιγύπτου να απαλλαγεί από τη μοναρχία και τη βρετανική επιρροή, καμία ουσιαστική πρόβλεψη δεν συνέτεινε ώστε να εξαιρεθούν οι Ελληνες από τα περιοριστικά μέτρα. Στο πνεύμα ξενοφοβίας άλλωστε αναφερόταν ενάμιση χρόνο νωρίτερα ο έλληνας πρέσβης Γ. Τριανταφυλλίδης όταν, επισημαίνοντας την «έκδηλον ανησυχίαν (του ελληνισμού) διά το μέλλον του» και το λάθος του να διατηρεί μίαν «νοσταλγικήν ανάμνησιν ενός προσφάτου προνομιακού παρελθόντος» σφάλλοντας επομένως διότι έτρεφε «υπερβολικάς προσδοκίας εις την υπό διαπραγμάτευσιν Ελληνοαιγυπτιακήν Σύμβασιν Εγκαταστάσεως», έγραφε περί της «αρκούντως επισφαλούς θέσεως του ελληνισμού και λόγω του γοργού ρυθμού προόδου του ιθαγενούς πληθυσμού και λόγω του κρατούντος αντιξενικού πνεύματος, ξενοφοβίας προερχομένης εκ συγκερασμού ενός συναισθήματος κατωτερότητος αναμίκτου με μνησικακίαν προς τον προνομιούχον μέχρι χθες ξένον και ενός νεοπαγούς εθνικού σωβινισμού με βάθρον περισσόν θρησκευτικόν φανατισμόν» (29 Ιανουαρίου 1951 στο ΔΕΠ 9/134, 1 Μαρτίου 1951). Ωστόσο έναν μήνα μετά, στις 8 Φεβρουαρίου (ΔΕΠ όπ.π.), ο έλληνας διπλωμάτης με ευθυκρισία παρατηρούσε «αναμφιβόλως υπάρχει ποία τις νευρικότης εις ωρισμένους κύκλους εν σχέσει προς την μη υπογραφήν εισέτι της Συμβάσεως Εγκαταστάσεως», απέδιδε όμως τις δυσκολίες εκείνων των πρώτων ετών που συναντούσαν οι Ελληνες της Αιγύπτου στην αδυναμία προσαρμογής τους στα νέα δεδομένα. «Οι Ελληνες της Αιγύπτου» έγραφε «δεν ηδυνήθησαν να προσαρμοσθούν μέχρι σήμερον εις την δημιουργηθείσαν νέαν κατάστασιν μετά την κατάργησιν των διομολογήσεων. Οι εν Αιγύπτω ομογενείς είχον συνηθίσει εις την έλλειψιν συναγωνισμού εκ μέρους των ημεδαπών, την απαλλαγήν από πάσης φορολογίας και εις τα εύκολα κέρδη με εργασίαν σχετικώς ολίγην». Αντιθέτως, για τους Αιγυπτίους έγραφε: «Λιτότεροι, αρκούνται εις μικρότερα ημερομίσθια και συνεπώς προτιμώνται και από τους Ελληνας, ακόμη, εργοδότας», ενώ σημείωνε με αντικειμενικότητα ότι παρά τα όσα ίσχυαν για τους άλλους, Βρετανούς, Γάλλους κ.λπ., «η στάσις των αιγυπτιακών αρχών είναι εν γενικαίς γραμμαίς λίαν ευμενής προς τους Ελληνας».
Ωστόσο μέσα στο κλίμα σύγχυσης που προκάλεσαν η επανάσταση Νάσερ και οι εθνικοποιήσεις επί σχεδόν μία δεκαετία (1955-1965) οι Ελληνες της Αιγύπτου εξακολουθούσαν να εγκαταλείπουν ομαδικά τη χώρα, άλλοι με προορισμό την Ελλάδα, οι περισσότεροι όμως με προορισμό την Αυστραλία και την Αμερική. Την επιλογή φυγής των Ελλήνων της Αιγύπτου προσπάθησε, πλην ανεπιτυχώς, να ανακόψει η απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να επισκεφθεί την Αίγυπτο το 1957 – τρίτη κατά σειρά επίσκεψή του στο εξωτερικό αφότου ανέλαβε για πρώτη φορά την πρωθυπουργία της χώρας (1955). Στη διάρκεια της επίσκεψης εκείνης ο Καραμανλής, όπως και ο έλληνας ΥΠΕΞ Ευάγγελος Αβέρωφ, είχε την ευκαιρία να δει από κοντά τα προβλήματα του παροικιακού ελληνισμού. Διαπιστώθηκε όμως τελικά ότι ήταν ήδη πολύ αργά. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη αρχίσει και παρά τις διαβεβαιώσεις Νάσερ «περί εκτιμήσεως της αιγυπτιακής κυβερνήσεως διά τον Αιγυπτιώτη Ελληνισμόν» η αναμφισβήτητα σοφή πρωτοβουλία Καραμανλή όταν επισκεπτόταν τη χώρα του Νείλου δεν θα αποδεικνυόταν αρκετή να αποτρέψει τη φυγή, που θα συνεχιζόταν και εν τέλει θα διογκωνόταν ως το 1962.
Εντυπωσιακή μείωση του αριθμού των μαθητών
Οπως έγραφε χαρακτηριστικά ο τότε έλληνας πρεσβευτής στο Κάιρο Ι. Γιαννακάκης «κατά την έναρξιν του σχολικού έτους 1962-63 ενεγράφησαν εις τα ελληνικά εκπαιδευτήρια περιφερείας Καΐρου 2.412 ελληνόπαιδες έναντι 3.042 κατά το σχολικόν έτος 1961-1962. Η σημειωθείσα μείωσις του αριθμού των Ελλήνων μαθητών των ημετέρων εκπαιδευτηρίων κατά ποσοστόν 21% περίπου είναι αρκετά σοβαρά, αντικατοπτρίζει δε πλήρως την σημειωθείσαν εντεύθεν διαρροήν ομογενών» (30 Οκτωβρίου 1962, ΔΕΠ αρ. 46, 16 Νοεμβρίου 1962).
«Δέον να σημειωθή» συνέχιζε στο ίδιο έγγραφο «ότι υπάρχουν ήδη περιπτώσεις μαθητών, εγγραφέντων μόλις προ μηνός εις τα ελληνικά εκπαιδευτήρια, οίτινες διέκοψαν την εν αυτοίς φοίτησιν, ένεκα του ότι οι γονείς των, εν όψει των σημειουμένων ενταύθα εξελίξεων επί της παροικιακής αποδημικής κινήσεως, ιδίως εις τας περιπτώσεις των απορωτέρων ατόμων, αποφασίζουν ενίοτε τον επαναπατρισμόν των από της μιας ημέρας εις την άλλην».
Επεσήμαινε ωστόσο ότι η κατά το ήμισυ μείωση του αριθμού των ελληνοπαίδων μαθητών μέσα σε μία χρονιά οφειλόταν εν μέρει και σε εσωτερική μετανάστευση από την επαρχία στα μεγάλα αστικά κέντρα. Κατέληγε παρ’ όλ’ αυτά όμως ότι «η επί τα χείρω εξέλιξις των συνθηκών διαβιώσεως των ημετέρων παροίκων ενταύθα, ως και η σκέψις ότι είναι αναπόφευκτος η εν τω εγγύς μέλλοντι σύμπτυξις των ενταύθα ελληνικών εκπαιδευτηρίων, προεκάλεσαν, συν τοις άλλοις, ανησυχητικήν διαρροήν του διδακτικού προσωπικού, ούτινος τα δημιουργούμενα κενά είναι δυσαναπλήρωτα».
Την περίοδο εγκαρδιότητας και την αναθέρμανση των ελληνοαιγυπτιακών σχέσεων επί Νάσερ όχι μόνο εξαιτίας της γενικότερης ελληνικής πολιτικής υπέρ των Αράβων και της Αιγύπτου ειδικά, περίοδο που συνέπεσε με τον αγώνα του κυπριακού λαού, το δίκαιο του οποίου υποστήριζε ο αραβικός κόσμος και ειδικά η Αίγυπτος, διαδέχθηκε η περίοδος ψυχρότητας, μιας αδιαφορίας κι ενός τέλματος που κατέληξαν ώστε κατά τη δεκαετία του 1970 ο ελληνικός πληθυσμός της Αιγύπτου να αριθμεί μόλις 20.000 άτομα και σήμερα μόλις 300 οικογένειες.
Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.