Ενα άγνωστο στοιχείο της ιστορίας μας έρχεται στο φως με το άνοιγμα ενός ογκώδους φακέλου με διπλωματικά έγγραφα πάνω σε πάπυρο του ελληνικού προξενείου Τριπόλεως και εκείνου στο Φεζάν της Βαρβαρίας, όπως ονομαζόταν η Λιβύη. Πρόκειται για τη δραματική τύχη τουλάχιστον 80 Ελλήνων που με απόφαση της οθωμανικής διοίκησης είχαν συλληφθεί για επαναστατική δράση σε περιοχές όπως η Ηπειρος, η Θεσσαλία και η Κρήτη, που εξακολουθούσαν να στενάζουν μετά την ανεξαρτησία της χώρας από τον τουρκικό ζυγό. Στα κάτεργα των φυλακών της Τριπόλεως, ιδιαίτερα όμως στο κολαστήριο του Φεζάν, γύρω στα 1.500 χιλιόμετρα νότια, στην καρδιά της Σαχάρας, οι Οθωμανοί έστελναν αυτούς που θεωρούσαν ιδιαίτερα επικίνδυνους και η μεταφορά τους γινόταν υπό άκρα μυστικότητα. Σπάνια έβγαινε κανείς ζωντανός από εκεί. Συνήθως οι κρατούμενοι συλλαμβάνονταν εν κρυπτώ και δίχως επίσημη κατηγορία, με συνοπτικές διαδικασίες, εξαφανίζονταν χωρίς να πάρει είδηση κανείς. Γι’ αυτό ένα μέρος της αλληλογραφίας του συγκεκριμένου φακέλου περιέχει αναφορές του ηρωικού υποπροξένου Δ. Φόρου από το Φεζάν αλλά και του αναπληρωτή υποπροξένου Ι. Λαμπρίδη, από την Τρίπολη, προς τον έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Ν. Μαυροκορδάτο και τον ΥΠΕΞ Ι. Δεληγεώργη για την εξιχνίαση εξαφανίσεων, όπως εκείνες του Κρητικού Γαλανάκη και του Αλεξάνδρου Κακαμπίνη από την Πρέβεζα.
Ανάμεσα στους 40 Ελληνες στον τόπο μαρτυρίου στο Φεζάν μόνο κατά την περίοδο 1884-1909 πιο τρανταχτή ήταν η περίπτωση των Θωμά Πασχίδη και Νικολάου Φιλιππίδη, οι οποίοι με διαφορά μερικών μηνών συνελήφθησαν στην Κωνσταντινούπολη ο πρώτος, γνωστός εκπαιδευτικός και δημοσιογράφος, γιατί ενόχλησε την οθωμανική διοίκηση με την αρθρογραφία του, και ο δεύτερος, διδάκτορας της Φιλολογίας, με αφορμή δημοσίευμά του για την επανάσταση στη Μακεδονία.
Από την ανάγνωση και μόνο της αλληλογραφίας του ελληνικού προξενείου στο Φεζάν για τους έλληνες κρατουμένους, που με στοιχεία πληροφοριοδοτών του προσπαθούσε να εντοπίσει για να ενημερώσει τον έλληνα πρεσβευτή Μαυροκορδάτο στην Κωνσταντινούπολη και τον ΥΠΕΞ Δεληγεώργη στην Αθήνα με σκοπό να ενεργήσουν για την απελευθέρωσή τους, ο ερευνητής σχηματίζει τάχιστα την εικόνα των ζοφερών συνθηκών και των απίστευτων μαρτυρίων που υφίσταντο ρακένδυτοι, απόδητοι και αποσκελετωμένοι οι κρατούμενοι του Φεζάν, τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν στα χέρια ληστών και κακοποιών στους οποίους παραδίδονταν από τις εκεί αρχές (ανάμεσα στα βασανιστήρια αναφέρονται βαρύτατοι τραυματισμοί από υποχρεωτική ανάβασή τους σε άγριες καμήλες και πτώσεις τους στο έδαφος, ξυλοδαρμοί μέχρι θανάτου για να αλλαξοπιστήσουν, ξεγύμνωμα και ύπνος σε υγρό έδαφος, τραυματισμοί με ξίφη κτλ.).
Παρακάτω δημοσιεύονται αποσπάσματα αυτής της πολυσέλιδης αλληλογραφίας στην οποία αποτυπώνεται τόσο η αγωνία των «συναθλητών εις βασάνους» κρατουμένων όσο και των ελληνικών αρχών για την απελευθέρωσή τους.
Εν Τριπόλει της Βαρβαρίας, 31 Ιανουαρίου 1892
Εξοχώτατε [Προς την Αυτού Εξοχότητα τον Κύριον Ι. Δεληγεώργην, Υπουργόν των Εξωτερικών εις Αθήνας]
Εις απάντησιν… γνωρίζω περί των εν Φεζάν ομοεθνών μας.
Οι εν Φεζάν κρατούμενοι ομοεθνείς μας συμποσούνται εις δεκατέσσαρας, είναι δε οι επόμενοι: Κωνσταντίνος Πασχίδης, Αλέξανδρος Κακαμπίκης, Γραμμένος Μαυρουδής, Βασίλειος Σκρέκας, Στέργιος Λεάντου, Μάρκος Νέστορος, Ιωάννης Χρηστίδης, Σπύρος Λάμπρου, Δημήτριος Πολύταρχος, Ιωάννης Μαγκούρης, Μηλιώνης Ναούμ, Δημήτριος Χρήστου, Ηλίας Βόσνιος και Ιωσήφ Ριζώφ.
Εξ αυτών ο Κωνσταντίνος Πασχίδης είναι γνωστόν ότι μετεφέρθη ενταύθα την 28η Μαρτίου 1890 εκ Κωνσταντινουπόλεως, μετά δε τρεις ημέρας εστάλη μετά του αειμνήστου αδελφού του Θωμά και του ομογενούς μας Ν. Φιλιππίδου εις Φεζάν. Ο λόγος της κατηγορίας του είναι διότι μετέβη εις τας εν Κωνσταντινουπόλει φυλακάς να επισκεφθή τον κρατούμενον αδελφόν του, ένθα συλληφθείς εκρατήθη και εξεπατρίσθη μετ’ αυτού εις Φεζάν.
Ο Αλέξανδρος Κακαμπίκης, συκοφαντηθείς διά λόγους πολιτικούς, εγένετο ανάρπαστος εκ Πρεβέζης εν αγνοία του πατρός του και των λοιπών συγγενών του και εστάλη εις Φεζάν…
Ο Ιωάννης Μαγκούρης εξ Υδρας συνελήφθη εν Κωνσταντινουπόλει δι’ αγνώστους λόγους… Την σύλληψιν και αποστολήν αυτού εις Βεγγάζην και κατόπιν ενταύθα πληροφορηθείς παρά τινος επιβάτου ευρεθέντος εν τω αυτώ οθωμανικώ ατμοπλοίω… ανέφερα προς την εν Κωνσταντινουπόλει πρεσβείαν διά της υπ’ αριθμ. 45 από 5 Απριλίου 1890 αναφοράς μου. Ο ατυχής ούτος Ελλην καθ’ όλον το χρονικόν διάστημα ταλαιπωρείται εις φυλακάς του Φεζάν…
Ο Αθανάσιος Παπαδόπουλος, συλληφθείς εν Κωνσταντινουπόλει, εξωρίσθη εις Φεζάν, ένθα απεβίωσεν. Η απελευθέρωσις του ατυχούς τούτου ομοθρήσκου είχεν επιτευχθή συντόμως εν Κωνσταντινουπόλει διά των ενεργειών της Σεβαστής Βασιλικής Πρεσβείας και είχεν ανακοινωθή εις αυτόν, δυστυχώς όμως ότε ητοιμάζετο να αναχωρήση διά Τρίπολιν τον αφήρπασεν ο θάνατος.
Ο Αλέξανδρος Μυσιρλής απεβίωσεν επίσης περί τα μέσα Οκτωβρίου 1891… Επί τη ευκαιρία ταύτη πληροφορώ ευχαρίστως την Υμών Εξοχότητα ότι ο ομογενής μας Κωνσταντίνος Πασχίδης, καθ’ α ο ίδιος μοι έγραψεν, απεφυλακίσθη την παραμονήν των Χριστουγέννων του παρελθόντος έτους συνεπεία των αλλεπαλλήλων προς τούτο ενεργειών μου…
Εν τω μεταξύ όμως ο Κωνσταντίνος Πασχίδης είχε περάσει τα πάνδεινα, όπως φαίνεται από άλλη επιστολή (αρ. 171) στις 29 Σεπτεμβρίου 1891 του υποπροξένου Δ. Φόρου. «Η υγεία του ατυχούς Πασχίδου σοβαρώς εκλονίσθη εκ των κακουχιών και στερήσεων ας υφίσταται καθ’ εκάστην εν ταις ειρκταίς και εκ της ελλείψεως ιατρού και φαρμάκων». Στην ίδια επιστολή ο Φόρος ενημέρωνε για τις ενέργειές του τον γενικό διοικητή και τον τοπικό μουντασερίφη προκειμένου να φθάσουν τα 510 χρυσά φράγκα στον Πασχίδη για την περίθαλψη και την απελευθέρωσή του. Σε προτεραία επιστολή του, στις 2 Μαΐου 1892, ο Φόρος περιέγραφε ως εξής την κατάσταση: «… Η θέσις των εν Φεζάν αδελφών μας χριστιανών και ιδίως του Κ. Πασχίδου είναι είπερ ποτέ κρίσιμος και δεινή, είναι δε απολύτως ανάγκη να επιτευχθή όσον τάχιστα η απελευθέρωσις αυτών καθ’ όσον δεινός λιμός μαστίζει ολόκληρον την επαρχίαν του Φεζάν ως εκ της παντελούς καταστροφής των φοινίκων, οίτινες είναι η μόνη τροφή των ιθαγενών λόγω της ενσκηψάσης φθοροποιού ακρίδος…». Στην ίδια επιστολή γινόταν λόγος για την «ανασκαφή και μεταφορά» οστών από την έρημο όπου είχε προχείρως ταφεί ο Θωμάς Πασχίδης, αδελφός του Κωνσταντίνου, από τον Ν. Φιλιππίδη στη διάρκεια μακρού οδοιπορικού μέσω της ερήμου προς την Τρίπολη και για έναν άλλον θάνατο, του Ιωάννη Χρήστου, όστις «ο ατυχής, εξαντληθείς εκ των ανηκούστων ταλαιπωριών, στερήσεων και βασάνων ας επί πολύν χρόνον υφίστατο εν ταις καθύγραις και ζοφεραίς ειρκταίς του Φεζάν, απεβίωσεν τρεις ημέρας μετά την αποφυλάκισίν του, καταταχθείς και ούτος εν τη χορεία των νεομαρτύρων πατριωτών…».
Με αφορμή τον θάνατο και την ταφή του Α. Παπαδόπουλου σε επιστολή του Ι. Λαμπρίδη, υποπροξένου στην Τρίπολη, περιγράφεται ως εξής η κατάσταση που επικρατούσε στην ύπαιθρο: «Τον θάνατον του ατυχούς Παπαδόπουλου επιβεβαιοί και ο κ. Φιλιππίδης, προσθέτων ότι προήλθεν ένεκεν των βασάνων ας υπέστη υπό των Αράβων καθ’ οδόν. Τον ισχυρισμόν τούτου ουδείς δύναται να διαμφισβητήση καθ’ όσον τα στίφη των αγρίων και βαρβάρων Αράβων, τα κατεσπαρμένα ανά το εσωτερικόν της αχανούς Τριπολίτιδος, οδηγούμενα μόνον υπό του φανατισμού, ορέγονται τας τοιαύτας αιμοχαρείς κατά των χριστιανών θυσίας επαναπαυόμενα εν τη ιδέα ότι εκτελούσιν έργον πίστεως. Μέγιστον και σκληρόν αδίκημα εν ημέραις καθ’ ας οι κραταιοί της γης, εμπνεόμενοι υπό του αισθήματος φιλανθρωπίας, συσκέπτονται περί καταργήσεως της δουλεμπορίας…» (Εν Τριπόλει της Βαρβαρίας, τη 7η Ιουλίου 1890).
Στις προσπάθειες του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών και της πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη να διασωθούν οι «δυστυχείς ομογενείς» από τα κολαστήρια της Βαρβαρίας δεν ήταν μικρή και η συμβολή της εκεί ελληνικής κοινότητας που, παρ’ όλο εστερείτο πόρων, φρόντιζε να εξασφαλίζει με τρόφιμα και ρουχισμό τους εξαθλιωμένους έλληνες κρατουμένους παρέχοντας ταυτόχρονα χρήσιμες πληροφορίες για τη μεταγωγή τους κρυφά από χωριό σε χωριό στα βάθη της ερήμου ώστε να χάνονται τα ίχνη τους. Δεν έλειψαν μάλιστα και περιπτώσεις που έλληνες κάτοικοι της Τριπόλεως οργάνωσαν ακόμη και σχέδιο δραπετεύσεως κάποιων εγκλείστων, τους οποίους έκρυψαν στα σπίτια τους, ή περιθάλψεως άλλων που νόμιμα απελευθερώθηκαν και χρειάστηκε να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους προτού ξεκινήσουν το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα.
Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.