Εφυγε από τη ζωή από ανίατη ασθένεια, πριν από τέσσερα χρόνια, αλλά είναι ο άνθρωπος που συνέδεσε ένα σημαντικό κεφάλαιο της ζωής του με την υπόθεση του διαβόητου ελληνοαμερικανού κατασκόπου Στίβεν Λάλας. Ο ταξίαρχος της ΕΥΠ Αναξαγόρας Σπιτάς, ο οποίος υπηρετούσε στη Διεύθυνση Κατασκοπείας, ήταν ο κύριος «χειριστής» του Στίβεν Λάλας εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης και ο άνθρωπος που έχει χρεωθεί παρασκηνιακά την αναφερόμενη «προδοσία» και τη σύλληψη – από τις αμερικανικές αρχές τον Απρίλιο του 1993 – του ελληνοαμερικανού υπαλλήλου της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα. Ο Λάλας φυλακίστηκε για 12 χρόνια, με την κατηγορία ότι υπέκλεπτε απόρρητα έγγραφα της αμερικανικής πρεσβείας και τα παρέδιδε στην ελληνική κυβέρνηση.
«Το Βήμα» αποκαλύπτει 12 χρόνια μετά τη σύλληψη του Λάλας και λίγες εβδομάδες μετά την αποφυλάκισή του άγνωστες πτυχές της υπόθεσης που προκάλεσε σειρά προβλημάτων – για μεγάλο χρονικό διάστημα – στις σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ. Παράλληλα αποκαλύπτει την ταυτότητα και τη δράση του ανθρώπου-«κλειδιού» στην υπόθεση, δίνοντας απάντηση στο ερώτημα αν υπήρξε «προδοσία» του Λάλας από τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή ευθύνεται ένα σύνολο λαθών που οδήγησαν τον ελληνοαμερικανό κατάσκοπο στα χέρια των Αμερικανών.
Ο Στίβεν Λάλας γεννήθηκε το 1953 στο Ντόβερ του Νιου Χάμσιρ, ήταν ελληνικής καταγωγής, από την Πόλη, και πολέμησε στο Βιετνάμ. Εχει παντρευτεί την κυρία Μαρία Μαϊνδανού-Λάλα και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά. H γυναίκα του ζει στη Χρυσούπολη Καβάλας. Ενα μέρος της θητείας του ο Λάλας υπηρέτησε στο στρατηγείο του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη, όπου προσεγγίστηκε για πρώτη φορά από έλληνες «πατριώτες», όπως τους χαρακτήρισε ο ίδιος σε συνέντευξή του στην εκπομπή «Φάκελοι» του Αλέξη Παπαχελά την προηγούμενη Τρίτη. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι «πατριώτες» στους οποίους αναφέρεται ο Λάλας ήταν στελέχη του ελληνικού προξενείου στη Σμύρνη.
* Τα απόρρητα έγγραφα
Ο Λάλας υπηρετούσε στο Τμήμα Επικοινωνιών και παρέδωσε συνολικά 50 απόρρητα έγγραφα αλλά και ονόματα αμερικανών πρακτόρων. Την περίοδο 1984-1985 υπηρέτησε στο Βελιγράδι και το 1985 μετατέθηκε στην Κωνσταντινούπόλη, όπου διέμενε ως και το 1989. Θεωρούνταν ο μεγαλύτερος έλληνας «κατάσκοπος», το κύριο κλειδί της ελληνικής μυστικής διπλωματίας. Εδινε συνεχώς απόρρητα στοιχεία στις ελληνικές αρχές.
Εκείνη την περίοδο «σύνδεσμος» του Λάλας με την ΕΥΠ ήταν ένας αντισυνταγματάρχης, ο οποίος συναντούσε τον ελληνοαμερικανό κατάσκοπο στην περιοχή της Καβάλας, όπου υπήρχε κλιμάκιο της ΕΥΠ.
Ο Λάλας ταξίδευε συχνά από την Κωνσταντινούπολη στη Χρυσούπολη Καβάλας για να δει την οικογένειά του, μεταφέροντας παράλληλα στον αξιωματικό της ΕΥΠ απόρρητα στοιχεία. Ο «χειριστής» του Λάλας εκείνη την περίοδο μετατέθηκε αργότερα στο Πολεμικό Μουσείο, απ’ όπου και αποστρατεύθηκε.
Το 1989 ο Λάλας μετατέθηκε για λίγο στην Ταϊβάν και τον Δεκέμβριο του 1990 τοποθετήθηκε στη Μονάδα Επικοινωνίας Προγραμμάτων (ΜΕΠ) της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα. Ο Λάλας άρχισε να παραδίδει πάλι στις ελληνικές αρχές απόρρητα σήματα μεταξύ πρεσβείας ΗΠΑ και αμερικανικών υπηρεσιών – κυρίως του υπουργείου Εξωτερικών – στην Ουάσιγκτον.
«Σύνδεσμος» της ΕΥΠ με τον Στιβ Λάλας ορίστηκε τότε ο Αναξαγόρας Σπιτάς. Ο ταγματάρχης που καταγόταν από το Ρέθυμνο διατηρούσε – σύμφωνα με πρώην συναδέλφους του – στενές σχέσεις με το περιβάλλον του τότε πρωθυπουργού κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Θεωρούνταν έμπειρος αξιωματικός και διορίστηκε προϊστάμενος της A’ Διεύθυνσης Κατασκοπείας και Συλλογής Πληροφοριών της ΕΥΠ. Κύρια αποστολή του ο χειρισμός του «υπερπολύτιμου» Στίβεν Λάλας. Ο Αναξαγόρας Σπιτάς ήταν ο μυστηριώδης «ταγματάρχης» τον οποίο αξιωματικοί του FBI μνημόνευαν ως «σύνδεσμο» με τον Λάλας, χωρίς όμως ποτέ να αποκαλύπτουν το όνομά του.
Ο Λάλας συναντούσε τον Αναξαγόρα Σπιτά σε ένα διαμέρισμα, σε κεντρική λεωφόρο στου Ζωγράφου, το οποίο είχε ενοικιαστεί από την ΕΥΠ. Ο Λάλας έπαιρνε όλα τα μέτρα προφύλαξης όταν έφευγε από την πρεσβεία και άλλαζε συνέχεια δρομολόγια. Μερικές φορές τον Λάλας συναντούσαν και δύο άλλοι αξιωματικοί της ΕΥΠ, υφιστάμενοι του Σπιτά στην A’ Διεύθυνση της ΕΥΠ. Ο ένας μάλιστα από αυτούς εξακολουθεί να υπηρετεί στις Μυστικές Υπηρεσίες.
* H μοιραία στιγμή
Οπως προέκυψε από την έρευνα των Αμερικανών, τη διετία 1991-1993 ο Λάλας έδωσε συνολικά 240 απόρρητα έγγραφα στην ελληνική πλευρά. H μοιραία στιγμή για τη δράση του ήλθε στις 26 Φεβρουαρίου 1993. H τότε υφυπουργός Εξωτερικών κυρία Βιργινία Τσουδερού ενημέρωσε τον τότε πρέσβη μας στις ΗΠΑ κ. Χρήστο Ζαχαράκη για μια άγνωστη πτυχή του θέματος των Σκοπίων, την οποία γνώριζαν μόνο οι Αμερικανοί. Είχαν συντάξει μάλιστα σχετικό υπεραπόρρητο έγγραφο που είχε σταλεί από την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα στην Ουάσιγκτον.
Τότε ο αμερικανός αξιωματούχος Ντέιβιντ Ράνσομ άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι κάτι συμβαίνει στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα και ανέθεσε στον Τζον Κουατρόκι, αξιωματικό του FBI, να διερευνήσει την υπόθεση. Ο Κουατρόκι ήλθε στην Ελλάδα στις 23 Μαρτίου 1993 και εστίασε αμέσως το ενδιαφέρον του σε επτά υπαλλήλους της πρεσβείας οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα εισόδου στη Μονάδα Επικοινωνίας Προγραμμάτων (ΜΕΠ) και πρόσβαση στα απόρρητα έγγραφα. Σε αυτόν τον χώρο τοποθετήθηκαν από το FBI οι κάμερες που «έπιασαν» τελικά τις κινήσεις του Λάλας και τεκμηρίωσαν την κλοπή στοιχείων. Οι Αμερικανοί εντόπισαν στη συνέχεια και τις συναντήσεις του με τον «ταγματάρχη» της ΕΥΠ.
H αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Στις 28 Απριλίου 1993 ο Λάλας κλήθηκε από την υπηρεσία του να ταξιδέψει στη Βιρτζίνια για να ενημερωθεί τάχα για ένα σημαντικό θέμα που σχετίζεται με τρομοκρατικές οργανώσεις. Μόλις κατέβηκε από το αεροπλάνο συνελήφθη.
* Ο πόλεμος στο παρασκήνιο
Ταυτόχρονα στις ελληνικές υπηρεσίες και στην κυβέρνηση ξεκινούσε ένας παρασκηνιακός πόλεμος για την «αποκάλυψη» του ρόλου του Λάλας και κυρίως για το αν και πώς «καρφώθηκε» η δράση του στην αμερικανική πλευρά.
Πολλοί άρχισαν να διατυπώνουν κατηγορίες κατά του «χειριστή» του Αναξαγόρα Σπιτά με υπονοούμενα για «προδοσία».
Στελέχη της ΕΥΠ που είχαν ενημέρωση για την υπόθεση Λάλας αναφέρουν σήμερα ότι «δεν υπάρχει θέμα συνειδητής πράξης αποκάλυψης του ρόλου του Λάλας αλλά ένας συνδυασμός μοιραίων λαθών».
Πρώτο λάθος θεωρήθηκε η πρόταση που έγινε από ελληνικής πλευράς στον Λάλας το 1989 να φύγει από το αμερικανικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης και να έλθει στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα.
H μετάθεσή του δεν ήταν συμπτωματική, όπως πιστεύουν πολλοί, αλλά πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία των ελλήνων χειριστών του, που έπεισαν τον Λάλας να υποβάλει σχετική πρόταση.
Επίσης δεν λαμβάνονταν ειδικά μέτρα «προστασίας» στις συναντήσεις του Λάλας με αξιωματικούς της ΕΥΠ. Επιπλέον δεν τον ρωτούσαν μόνο για εθνικά θέματα αλλά του ζητούσαν να φέρνει έγγραφα που αφορούσαν τη γνώμη επιτελών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για διάφορους έλληνες πολιτικούς, εξαιτίας και των έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων εκείνης της περιόδου.
* Πληροφορίες σαν φέιγ βολάν
Το σημαντικότερο πρόβλημα ήταν ότι οι πληροφορίες του Λάλας άρχισαν τότε να μην περνούν από το «φίλτρο» των υπηρεσιών της ΕΥΠ, να μην υπάρχει διαβάθμιση των εγγράφων και να μην παραδίνονται στην πολιτική ηγεσία μέσα από συγκροτημένες διαδικασίες. Στελέχη της ΕΥΠ υποστηρίζουν σήμερα ότι «οι πληροφορίες του Λάλας διοχετεύονταν άκριτα σε στελέχη της κυβέρνησης, με τα οποία τα αρμόδια στελέχη της ΕΥΠ διατηρούσαν προσωπικές σχέσεις. Οι πληροφορίες του Λάλας άρχισαν να μοιράζονται σαν φέιγ βολάν, χωρίς καμία επεξεργασία. Και τότε έγινε το λάθος με την αναφορά της κυρίας Τσουδερού που πρόδιδε την εκ των έσω ενημέρωση».
H θεωρία για συνδυασμό λαθών στην υπόθεση Λάλας ενισχύεται από το γεγονός ότι ο δικηγόρος του Λάλας Τζον Σουεράινγκ δεν μίλησε ποτέ για προδοσία αλλά για «ακούσια ενέργεια», που οδήγησε στη σύλληψή του.
Ο Αναξαγόρας Σπιτάς αποστρατεύθηκε το 1993 από την ΕΥΠ, μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου, και απεβίωσε – προ τετραετίας – σε ηλικία 55 ετών, ύστερα από πολύχρονη μάχη με ανίατη ασθένεια.