H σύγχρονη αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων από το 1896 ως και τις ημέρες μας επενδύεται συστηματικά από τη ρητορική ότι τα σπορ, στο πλαίσιο των Ολυμπιάδων, συνθέτουν ένα πεδίο «αδελφοσύνης και συνάντησης των λαών και των εθνών». H καθημερινότητα όμως του αθλητισμού και ιδιαίτερα η ιστορία των σπορ αποδεικνύουν ότι ο αθλητισμός και τα σπορ περισσότερο χωρίζουν παρά ενώνουν. Τα νοήματα που τους αποδίδονται είναι ποικίλα, συχνά συγκρουσιακά μεταξύ τους και άρρηκτα συνδεδεμένα με τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές συνθήκες του ιστορικού χρόνου εγγραφής τους. Ετσι, το 1920, οι ηττημένες στον A´ Παγκόσμιο Πόλεμο χώρες αποκλείστηκαν από την Ολυμπιάδα της Αμβέρσας: οι Ολυμπιακοί Αγώνες της νίκης, όπως ονομάστηκαν, διοργανώθηκαν, παρά τις αντιξοότητες και τα πενιχρά μέσα, προκειμένου να υπογραμμίσουν την επάνοδο στην προπολεμική σταθερότητα. H πρόσφατη ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων σημαδεύτηκε από τα πολυάριθμα μποϊκοτάζ, απόρροια του Ψυχρού Πολέμου.
Με δεδομένο λοιπόν αυτήν την παραδοχή θα εξετάσουμε τις εργατικές και γυναικείες Ολυμπιάδες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Τα συγκεκριμένα αθλητικά γεγονότα τείνουν, θα έλεγε κανείς, να εξοβελισθούν από την ευρωπαϊκή αθλητική ταυτότητα, εξαιτίας, εν πολλοίς, ενός κυρίαρχου λόγου που καλλιεργεί την αποϊδεολογικοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων και το α-πολιτικό νόημά τους, και επιχειρεί να απαλείψει τον ιστορικό χαρακτήρα των θεσμών και των μηχανισμών που τους συντηρούν και τους αναπαράγουν.
H σημασία αυτών των δύο διοργανώσεων είναι διττή: κατά πρώτον, αμφισβήτησαν, από διαφορετική αφετηρία η καθεμιά, την απόπειρα της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ) να αποτελέσει συγκεντρωτικό μηχανισμό ελέγχου του παγκόσμιου αθλητισμού και όλων των αθλητικών συμβάντων με διεθνή προσανατολισμό. Κατά δεύτερον, αντιτάχθηκαν στον αποκλεισμό από τους Αγώνες με κριτήρια το φύλο, τη φυλή και την τάξη. Οι εργατικές Ολυμπιάδες ειδικότερα, επιχείρησαν να επενδύσουν στους Αγώνες με αντιπολεμικό περιεχόμενο, καταγγέλλοντας ταυτόχρονα τον εθνικισμό και τον ναζισμό.
* A. Οι γυναικείες Ολυμπιάδες
Οι γυναικείες Ολυμπιάδες ήταν η απάντηση φεμινιστικών κύκλων με επικεφαλής τη γαλλίδα Alice Milliat, πρόεδρο της Γυναικείας Διεθνούς Αθλητικής Ομοσπονδίας (Federation Sportive Feminine Internationale), απέναντι στις συνεχείς αρνήσεις της ΔΟΕ, της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ερασιτεχνικού Αθλητισμού (International Amateur Athletic Federation) και του ίδιου του Coubertin να επιτραπεί στις γυναίκες να συμμετάσχουν σε ολυμπιακά αθλήματα, θεωρούμενα κατ’ εξοχήν ανδρικά, όπως οι αγώνες δρόμου. H στάση της ανδροκρατούμενης Επιτροπής απηχούσε γενικότερες κοινωνικές αντιλήψεις γύρω από τη σχέση των γυναικών με τη γυμναστική και τα σπορ και ανατροφοδοτούσε την ευρύτερη συζήτηση γύρω από το περιεχόμενο του γυναικείου κοινωνικού ρόλου και τα μέσα υλοποίησής του. Σύμφωνα με τις κυρίαρχες αντιλήψεις του 19ου αιώνα, η γυναικεία σωματική και πνευματική λειτουργία ταυτιζόταν με τη φύση και αναγνωριζόταν ως αδύναμη και υποδεέστερη της αντίστοιχης ανδρικής. Ο κοινωνικός προορισμός των γυναικών δικαιωνόταν μέσα από τη μητρότητα και την οικογενειακή ζωή στο πλαίσιο του ιδιωτικού χώρου.
Στα τέλη του αιώνα και στο πλαίσιο του ιατρικού και παιδαγωγικού λόγου, το ιδεώδες της γυναικείας γυμναστικής άσκησης έκανε αποδεκτή την ήπια άσκηση με σκοπό την επίτευξη της «φυσικής υγείας» και την «ηθική εξύψωση του γυναικείου φύλου», αλλά καταδίκαζε τις «κοπιαστικές» ασκήσεις ως τις πλέον ακατάλληλες και επικίνδυνες για την αναπαραγωγική λειτουργία. Παράλληλα, υπογραμμιζόταν ότι η ενασχόληση με τα σπορ θα έπρεπε να διαφοροποιείται σημαντικά από την αντίστοιχη ανδρική, μπροστά στον φόβο να απολέσουν οι γυναίκες τη θηλυκότητά τους και να ενστερνισθούν ανδρικά ιδεώδη του δημόσιου πεδίου, όπως ο ανταγωνισμός και η σκληρότητα, διασαλεύοντας έτσι την έμφυλη τάξη της κοινωνίας.
Σε μια περίοδο κατά την οποία τα σπορ μετατρέπονταν με γοργούς ρυθμούς σε δημόσιο θέαμα, η γυναικεία άθληση πραγματοποιόταν σε διαφορετικούς χώρους από την ανδρική και συστηματικά αποφεύγονταν η δημοσιότητα των γυναικείων επιδόσεων. Τα σπορ θεωρούνταν σύμβολο ανδρισμού και η συμμετοχή των γυναικών σε αθλήματα τα οποία απαιτούσαν δύναμη και σωματική επαφή, όπως οι δρόμοι ταχύτητας, το χόκεϊ και το κρίκετ, θεωρούνταν ανωμαλία. Από την κριτική διέφευγαν τα αθλήματα της κολύμβησης και οι καταδύσεις καθώς θεωρήθηκαν συμβατές ως προς τις γυναίκες αθλητικές δραστηριότητες, εξαιτίας της κάλυψης που πρόσφερε το νερό στη δημόσια έκθεση των γυναικείων σωμάτων. Για τον λόγο αυτό συμπεριλήφθηκαν στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων της Στοκχόλμης το 1912.
Ως το 1914, η γυναικεία ενασχόληση με τα σπορ αφορούσε μια μικρή μειοψηφία των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων. Οι γυναίκες στη συντριπτική τους πλειοψηφία συμμετείχαν στους αγώνες των ανδρών ως θεατές. Το ξέσπασμα του A’ Παγκοσμίου Πολέμου επαναπροσδιόρισε τους όρους ένταξης των γυναικών στην οικονομική και κοινωνική ζωή. H μαζική είσοδος των γυναικών στους εργασιακούς χώρους, παρά τη βραχύβια διάρκειά της, εξαιτίας της λήξης του Πολέμου και την επιστροφή στην κανονικότητα, σήμανε για εκατομμύρια γυναίκες την έξοδο από την οικία και τη διεκδίκηση του δημόσιου χώρου. Επιπλέον, με την έκρηξη των πρακτικών διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου από τις αρχές του 20ού αιώνα και μετά, όλο και περισσότερες γυναίκες, των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών τάξεων, εδραίωναν τη σχέση τους με τον αθλητισμό και τα σπορ, ως μέλη μεικτών ή αποκλειστικά γυναικείων αθλητικών συλλόγων. Τέλος, τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα, παρά την σε μεγάλο βαθμό επιβίωση στους κόλπους τους των παραδοσιακών αντιλήψεων γύρω από τη σχέση των γυναικών με τον αθλητισμό και τα σπορ, συστηματοποίησαν, στο όνομα της ισότητας και της προσπάθειας να συγκροτήσουν εναλλακτική αντίληψη για τη σημασία του αθλητισμού στην καθημερινότητα των εργαζομένων, τη δημιουργία γυναικείων αθλητικών ομάδων και τη διοργάνωση αγώνων.
Εκτός από τους συλλόγους, σημαντική αθλητική δραστηριότητα, με διοργάνωση αγώνων σε ετήσια βάση, καλλιεργήθηκε από εργοστάσια στο πλαίσιο του αστικού πατερναλισμού, από οργανισμούς και συνδικάτα σε επίπεδο γειτονιάς, πόλης, περιφέρειας ακόμη και σε εθνικό επίπεδο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 εμφανίζονται οι πρώτοι γυναικείοι σύλλογοι, οι οποίοι συμμετέχουν σε διεθνή αθλητικά γεγονότα. Ετσι, μπορεί η αποδοχή του γυναικείου αθλητισμού με έντονα τα χαρακτηριστικά του ανταγωνισμού και της εκτέλεσης σε δημόσιο χώρο να συναντούσε σοβαρά προσκόμματα αναγνώρισης από τους ιθύνοντες των Ολυμπιάδων, αλλά την περίοδο του Μεσοπολέμου η διοργάνωση γυναικείων αθλητικών συναντήσεων στο εσωτερικό κάθε χώρας αποτελούσε δημόσιο γεγονός με συμμετοχή θεατών και από τα δύο φύλα.
Σε αυτό το πλαίσιο των σημαντικών μεταβολών, η πρώτη γυναικεία Ολυμπιάδα πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1922. Διήρκεσε μία ημέρα και αφιερώθηκε σε αγώνες δρόμου στους οποίους πήραν μέρος ογδόντα αθλήτριες από πέντε χώρες, μπροστά σε 20.000 θεατές. H δεύτερη έλαβε χώρα στο Γκέτεμποργκ, τέσσερα χρόνια αργότερα, και συμμετείχαν γυναίκες από δέκα χώρες, ακόμη και από τη μακρινή Ιαπωνία.
H Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή και η Διεθνής Ομοσπονδία Ερασιτεχνικού Αθλητισμού, μπροστά στη δημοτικότητα των γυναικείων αγώνων, θέλησαν να ελέγξουν την απήχησή τους εγείροντας θέμα χρήσης του όρου «Ολυμπιάδα» και επιχείρησαν να έρθουν σε συμβιβασμό με τη Γυναικεία Διεθνή Αθλητική Ομοσπονδία, απαιτώντας την κατάργηση των γυναικείων Ολυμπιάδων με αντάλλαγμα τη συμπερίληψη δέκα γυναικείων αθλημάτων στο πρόγραμμά της. H Γυναικεία Διεθνής Αθλητική Ομοσπονδία τήρησε τη συμφωνία, όχι όμως και η άλλη πλευρά, διότι συμπεριλήφθηκαν τελικά μόνο πέντε αγωνίσματα (δρόμος 100 και 800 μέτρων, άλμα εις ύψος, δισκοβολία και σκυλατοδρομία 4×100), και παράλληλα δεν αναγνωρίστηκαν τα ως τότε γυναικεία ρεκόρ σε διάφορα αγωνίσματα. Αν και η πλειοψηφία των μελών της Γυναικείας Διεθνούς Αθλητικής Ομοσπονδίας συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Αμστερνταμ, οι αντιδράσεις δεν έλειψαν: η Αθλητική Ενωση Βρετανίδων Γυναικών (British Women’s Athletic Association), οι αθλήτριες της οποίας είχαν διαπρέψει στο Γκέτεμποργκ, αρνήθηκε να συμμετάσχει απαιτώντας όχι λιγότερο από δέκα γυναικεία αθλήματα στο πρόγραμμα, μποϊκοτάροντας έτσι την Ολυμπιάδα του 1928.
H τρίτη διεθνής συνάντηση γυναικών πραγματοποιήθηκε στην Πράγα το 1930. H τελευταία παρουσία της Γυναικείας Διεθνούς Αθλητικής Ομοσπονδίας, προτού η ΔΟΕ θέσει υπό τον έλεγχό της τους γυναικείους αγώνες, ήταν στο Λονδίνο το 1934, όπου έλαβε χώρα ένα διευρυμένο πρόγραμμα με δώδεκα αγωνίσματα δρόμων, μεταξύ αυτών και ο δρόμος των 800 μέτρων. Το συγκεκριμένο αγώνισμα καταργήθηκε από τη Διεθνή Ομοσπονδία Ερασιτεχνικού Αθλητισμού μετά τις επιτυχείς γυναικείες εμφανίσεις στο Αμστερνταμ. Το 1935, η Milliat πρότεινε στη ΔΟΕ να υιοθετήσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα γυναικείων αθλημάτων και την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών, διαφορετικά θα συνεχιζόταν η διοργάνωση των γυναικείων Ολυμπιάδων. H στρατηγική της ΔΟΕ, βασισμένη στη σταδιακή ενσωμάτωση των γυναικείων αθλημάτων στα προγράμματα των Αγώνων, είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των γυναικείων αθλητικών οργανώσεων και ταυτόχρονα την περιορισμένη και ελεγχόμενη συμμετοχή των γυναικών στις Ολυμπιάδες ως και τη δεκαετία του 1950. Οι γυναικείες Ολυμπιάδες, κατ’ αναλογίαν με αυτές της ΔΟΕ, συνδυάστηκαν με την πραγματοποίηση διεθνών συνεδρίων, στα οποία καθορίζονταν οι κανονισμοί τέλεσης των αθλημάτων, καταγράφονταν τα ρεκόρ και επισημοποιούνταν η ένταξη νέων αγωνισμάτων.
Το δικαίωμα στην άθληση και στην ενασχόληση με τα σπορ θεωρήθηκε από το φεμινιστικό κίνημα του Μεσοπολέμου ως ένα από τα συμβολικά πεδία κατάκτησης της γυναικείας χειραφέτησης απέναντι στην ανδροκρατούμενη κοινωνία, καθώς η φύση του διαλόγου σχετικά με τα γυναικεία σπορ ξεπερνούσε στην πραγματικότητα το στενό αθλητικό πλαίσιο. Εθετε ευρύτερα ζητήματα τα οποία συνδέονταν με την πολιτική, επαγγελματική και κοινωνική θέση των γυναικών, αμφισβητούσε τα έμφυλα στερεότυπα και πρότεινε νέα πεδία διεκδίκησης προκειμένου οι γυναίκες να προσαρμοσθούν στις μεταβαλλόμενες, κοινωνικές και οικονομικές, συνθήκες της εποχής.
* B. Οι εργατικές Ολυμπιάδες και η Λαϊκή Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης
Οι εργατικές Ολυμπιάδες αποτέλεσαν την οργανωμένη πολιτική απάντηση του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος απέναντι στην αστική αντίληψη για τον αθλητισμό και τα σπορ. H πραγματοποίησή τους συνδέεται άμεσα με το νέο περιεχόμενο που αποκτά ο αθλητισμός, από τη στιγμή που ταυτίζεται με το διακύβευμα της πολιτικής μεταβολής. Τα σπορ μπορούσαν να συγκροτήσουν πεδία προσεταιρισμού νέων μελών στα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα και ταυτόχρονα να προετοιμάσουν μέσω της σωματικής άθλησης τους αυριανούς επαναστάτες. H σχέση όμως των εργατικών πληθυσμών με τον αθλητισμό και τα σπορ δεν οροθετείται μόνο από την πολιτική σύγκρουση του Μεσοπολέμου, αλλά ανιχνεύεται στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα.
Στο πλαίσιο της αστικοποίησης και της εκβιομηχάνισης, μεγάλος αριθμός εργατικών αθλητικών συλλόγων κάνει την εμφάνισή του σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. H κοινή καταγωγή, η γειτονιά, το επάγγελμα συνιστούσαν τα βασικά κριτήρια ίδρυσης και συμμετοχής των εργατών σε αθλητικούς συλλόγους. Καλλιεργώντας ένα κλίμα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας οι σύλλογοι αυτοί ανατροφοδοτούσαν τη φυσική και ψυχολογική εγγύτητα μεταξύ των εργατών και λειτουργούσαν ως πεδία συγκρότησης της εργατικής ταυτότητας.
Πριν από το ξέσπασμα του A’ Παγκοσμίου Πολέμου, πλήθος εργατικών, αθλητικών και γυμναστικών συλλόγων λειτουργούσε ήδη στο πλαίσιο όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών εργατικών κομμάτων. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, όπου το εργατικό αθλητικό κίνημα εμφάνιζε το υψηλότερο επίπεδο οργάνωσης, η Ενωση των γυμναστών εργατών (Arbeiter – Turnerbund) αριθμούσε 183.383 μέλη το 1912. Στα εδάφη της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, η Ενωση των τσεχοσλοβάκων γυμναστών εργατών, ιδρυμένη το 1903, υπολογιζόταν σε 30.000 μέλη το 1913.
H πρωτοβουλία ωστόσο για τη διεθνή αθλητική κινητοποίηση του εργατικού κινήματος προήλθε από δύο σοσιαλιστικές αθλητικές ομοσπονδίες, τη γαλλική και τη βελγική, με περιορισμένο αριθμό μελών. Βασιζόταν στην επιθυμία των υπευθύνων των συγκεκριμένων ομοσπονδιών να ενισχύσουν την πολιτική επιρροή του σοσιαλισμού στους αθλούμενους εργάτες μέσα από την αύξηση των εργατικών αθλητικών οργανώσεων. H συλλογική αθλητική δράση, σε διεθνές επίπεδο, εμπνεόμενη από τον προλεταριακό διεθνισμό θα αντιστρατευόταν τον αυξανόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων εκείνη την περίοδο και τον σοβινισμό των αστικών αθλητικών συναντήσεων, ο οποίος είχε εκδηλωθεί με ιδιαίτερη ένταση στους Ολυμπιακούς της Στοκχόλμης το 1912.
Στο Συνέδριο της Γάνδης το 1913 γεννήθηκε η Σοσιαλιστική Διεθνής Ενωση Φυσικής Αγωγής με τη συμμετοχή των Γάλλων, των Βέλγων και των Βρετανών, και ιδρύθηκε Διεθνές Γραφείο με έδρα στις Βρυξέλλες. Ο σκεπτικισμός των γερμανών σοσιαλιστών απέναντι σε τέτοιου τύπου κινήσεις καθυστέρησε κατά ένα χρόνο την ένταξή τους. Το ξέσπασμα του Πολέμου ανέβαλε τη διοργάνωση του δεύτερο συνεδρίου που ήταν προγραμματισμένο να πραγματοποιηθεί στο Μόναχο. Οι πρώτες απόπειρες για τη δημιουργία ενός διεθνικού αθλητικού κινήματος της εργατικής τάξης, εμπνευσμένες από ρεφορμιστές σοσιαλιστές που διεκδικούσαν την εξουσία μέσω των εκλογών, δεν διέπονταν από καμία αναφορά γύρω από τη σύνδεση του αθλητισμού με την προετοιμασία εύρωστων σωματικά εργατών, ικανών να συμμετάσχουν σε επικείμενη επανάσταση. Ο αθλητισμός θα τους βοηθούσε να αντεπεξέλθουν στην κούραση της εργασίας ώστε να φέρουν εις πέρας την αποστολή των στρατευμένων σοσιαλιστών που επρόκειτο να γίνουν. H κρίση που προκλήθηκε στο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα εξαιτίας της συμμετοχής των σοσιαλιστικών κομμάτων στον Πόλεμο δεν άφησε αλώβητες τις πρωτοβουλίες γύρω από τον αθλητισμό.
Παρά τις τριβές γύρω από την αποδοχή, ή μη, των γερμανών σοσιαλδημοκρατών μετά τη λήξη του Πολέμου, το συνέδριο για την ανασυγκρότηση της Αθλητικής Διεθνούς που πραγματοποιήθηκε στη Λουκέρνη το 1920 επανακαθόρισε τους στόχους του διεθνικού κινήματος: διάδοση της φυσικής αγωγής, των σπορ και της γυμναστικής μεταξύ των νεαρών εργατών καθώς το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής δεν πρόσφερε ούτε τον χρόνο ούτε τις αναγκαίες δυνάμεις, σύνδεση της όλης προσπάθειας με την άνοδο του σοσιαλισμού, υλοποίηση των στόχων με τη σύμφωνη γνώμη και υποστήριξη των κυβερνήσεων, δραστηριοποίηση των εργατικών αθλητικών οργανώσεων με σκοπό τη σύσταση συμβουλίων φυσικής αγωγής και επιβεβαίωση της συμμετοχής σε αγώνες των εργατικών κομμάτων και των συνδικάτων, αλλά και επιτήρηση των μελών ώστε να αποφεύγεται η συμμετοχή τους στο αστικό αθλητικό κίνημα που υποστήριζε τον καπιταλισμό, τον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό.
Το αθλητικό φεστιβάλ της Πράγας, που διοργανώθηκε από την Τσεχοσλοβακική Αθλητική Ενωση Εργατών τον Ιούνιο του 1921 και συμμετείχαν αθλητές από δώδεκα χώρες, με σκοπό τον εορτασμό της γέννησης του τσεχοσλοβακικού έθνους, προβλήθηκε ως η πρώτη ανεπίσημη εργατική Ολυμπιάδα.
Στο μεταξύ, οι κομμουνιστές, πεπεισμένοι από την εμπειρία του πολέμου και την Οκτωβριανή Επανάσταση ότι ο ρεφορμισμός είχε αποτύχει σε όλα τα επίπεδα και ότι ο καπιταλισμός θα νικιόταν μόνο με επανάσταση, θεώρησαν ότι η Αθλητική Διεθνής της Λουκέρνης ήταν ήδη ξεπερασμένη από τις αναγκαιότητες της εποχής. H διάσπαση των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στις ευρωπαϊκές χώρες και η ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς άνοιξαν τον δρόμο για την υιοθέτηση από πλευράς κομμουνιστών μιας άλλης θεώρησης γύρω από τη σχέση εργατικής τάξης και αθλητισμού: το 1921, η Κόκκινη Αθλητική Διεθνής με έδρα στη Μόσχα έδινε το σύνθημα για τη σύνδεση των εργατικών αθλητικών συλλόγων με τις μάζες και την προετοιμασία αθλητών-στρατιωτών για την επικείμενη επανάσταση. Οι προσπάθειες για κοινή δράση των δύο ιδεολογικών και κομματικών τάσεων του εργατικού κινήματος απέβησαν άκαρπες. Ετσι η ενότητα του εργατικού αθλητικού κινήματος παρέμεινε μόνο δημαγωγική, καθώς η Κόκκινη Αθλητική Διεθνής την αντιλαμβανόταν μόνο ως απόλυτα επαναστατική και υπό την καθοδήγησή της, γεγονός που συναντούσε την αντίθεση των σοσιαλιστών.
Ενα χρόνο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 στο Παρίσι, περίπου 150.000 εργάτες υποδέχθηκαν τους πρώτους Εργατικούς Ολυμπιακούς Αγώνες που πραγματοποιήθηκαν στη Φραγκφούρτη. Κατά την εναρκτήρια τελετή και τις τελετές νίκης, οι εθνικές σημαίες είχαν αντικατασταθεί από κόκκινες σημαίες και επαναστατικά εμβατήρια όπως η Διεθνής. H πρόθεση των διοργανωτών ήταν να αποφευχθεί οποιαδήποτε ειδωλοποίηση των αθλητών σε ατομικό επίπεδο, όπως και η επιδίωξη των ρεκόρ. H διάσπαση του εργατικού κινήματος είχε ως αποτέλεσμα να αποκλεισθούν οι αθλητικές ενώσεις που ανήκαν στην Κόκκινη Διεθνή. Το 1928, ως απάντηση στις αθλητικές συναντήσεις των σοσιαλιστών και των αστών διοργανώθηκε στη Μόσχα η πρώτη αθλητική Σπαρτακιάδα. Εξακόσιοι αθλητές από δεκατέσσερις χώρες υλοποίησαν το πρόγραμμα είκοσι δύο αθλημάτων μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν αγωνίσματα δρόμων, γυμναστική, κολύμβηση, ποδόσφαιρο, μπάσκετ μπολ, ποδηλασία και σκοποβολή. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε σε επιδείξεις, ποιητικούς αγώνες, αγώνες μοτοσικλέτας και αυτοκινήτου, παρελάσεις, παραδοσιακή μουσική και σε χορούς.
Το 1931, ένα χρόνο πριν από τους Αγώνες του Λος Αντζελες, όπου αγωνίστηκαν 1.408 αθλητές, πάνω από 100.000 αθλητές-εργάτες πήραν μέρος στους δεύτερους Εργατικούς Ολυμπιακούς Αγώνες της Βιέννης, διοργανωμένοι από τη Σοσιαλιστική Διεθνή. Δραματικές παραστάσεις, παρελάσεις, εκτέλεση ασκήσεων μαζικά, αγώνες πόλεων, ένας συνδυασμός δρόμου και κολύμβησης και πολλά άλλα πλαισίωσαν τους Αγώνες. Κάθε αποστολή παρήλασε στο στάδιο ως χωριστό έθνος αλλά υπό κόκκινη σημαία. Τα προγράμματα των αγωνισμάτων και της τελετής παρακολουθούσαν τα αντίστοιχα των «αστικών» Ολυμπιακών Αγώνων, με τη διαφορά ότι η συμμετοχή ήταν ελεύθερη για τον καθένα ανεξάρτητα από την επίδοση και τις ικανότητές του.
Το πολεμικό κλίμα μεταξύ των δύο Διεθνών υποχωρεί το 1934. H Κομμουνιστική Διεθνής εγκαταλείποντας την τακτική του μοναδικού μετώπου προσκαλεί τους σοσιαλιστές σε κοινή δράση εναντίον του φασισμού. Το 1935 υπογράφεται και από τα δύο μέρη ανοιχτή πρόσκληση προς τους αθλητές όλου του κόσμου, με την οποία ζητούνταν το μποϊκοτάρισμα της ναζιστικής Ολυμπιάδας του Βερολίνου. Το 1936, όταν η ναζιστική επέλαση στην Ευρώπη είχε ήδη αρχίσει, το Ισπανικό Λαϊκό Μέτωπο αποφάσιζε τη διοργάνωση της Λαϊκής Ολυμπιάδας στη Βαρκελώνη, προκειμένου να μποϊκοτάρει τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου και του Χίτλερ. Τρία χρόνια νωρίτερα είχε απορριφθεί η λύση της Βαρκελώνης να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 και είχε επιλεγεί η γερμανική πρωτεύουσα. Ενα πλατύ αντιφασιστικό και αντιναζιστικό μέτωπο πολιτικών δυνάμεων από όλη την Ευρώπη κινητοποιήθηκε. H επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος του Φράνκο και η έναρξη του ισπανικού εμφυλίου δεν επέτρεψαν την πραγματοποίησή της, ωστόσο η συμβολική βαρύτητα της διοργάνωσης ήταν τεράστια.
H τρίτη Εργατική Ολυμπιάδα διοργανώθηκε με τη συμμετοχή σοσιαλιστών και κομμουνιστών στην Αμβέρσα το 1937 μέσα σε εχθρικό κλίμα, εξαιτίας του φασισμού που είχε αρχίσει να καλύπτει την Ευρώπη. Παρά τις αντιξοότητες, 50.000 φίλαθλοι γέμισαν το στάδιο την τελευταία ημέρα, ενώ στους Αγώνες συμμετείχαν 27.000 εργάτες από 17 χώρες συμπεριλαμβανομένης της Σοβιετικής Ενωσης. Το εργατικό αθλητικό κίνημα επιβίωσε και μετά τον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο, χάνοντας ωστόσο μεγάλο μέρος της δημοτικότητάς του.
Οι εργατικές Ολυμπιάδες και η Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης κατόρθωσαν, εν μέσω του εθνικιστικού πυρετού του Μεσοπολέμου, να αρθρώσουν εναλλακτική πρόταση γύρω από τον αθλητισμό, αντιπαραθέτοντας τον διεθνισμό απέναντι στις εθνικές περιχαρακώσεις, αντιμετωπίζοντας τις παγκόσμιες αθλητικές συναντήσεις ως γεγονότα που περιελάμβαναν, εκτός από την εκτέλεση των αγωνισμάτων, ποίηση, τραγούδια, πολιτικές διαλέξεις, παρελάσεις και καλλιτεχνικές επιδείξεις, και διακηρύσσοντας την αντίθεσή τους απέναντι στον σοβινισμό, στον ρατσισμό, στον σεξισμό και στον κοινωνικό αποκλεισμό. Ο Coubertin είχε εκφράσει επανειλημμένα την αντίθεσή του στη συμμετοχή των γυναικών, πολλοί ηγέτες του Ολυμπισμού πίστευαν στην ανωτερότητα της λευκής απέναντι στη μαύρη, ενώ οι για πολλά χρόνια πρόεδροι της ΔΟΕ Baillet, Latour και Avery Brundage ήταν απροκάλυπτα αντισημίτες και συνεργάστηκαν με το ναζιστικό καθεστώς. Μεταξύ των μελών του εργατικού κινήματος ήταν κυρίαρχη η πεποίθηση ότι οι αρχές του πραγματικού ερασιτεχνισμού και της διεθνούς κατανόησης δεν ήταν δυνατόν να υλοποιηθούν από ένα κίνημα επικεφαλής του οποίου ήταν αριστοκράτες και αστοί.
Ο κ. Γ. Γιαννιτσιώτης είναι ιστορικός και διδάσκει Ιστορία των Πόλεων στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.