Σεισμό μεγάλο η δική μας ηλικία δεν εγνώριζε. Με τον πρώτο, προειδοποιητικό, την Κυριακή κουνηθήκαμε αλλά δεν φοβηθήκαμε, τουλάχιστον εμείς oι νεότεροι και τα παιδιά. Καθόμασταν εκείνη την ώρα στον ίσκιο, πάνω σε πεζούλια, κάτω από μια ντόπια που είχαμε στην αυλή μας, και μάλιστα είπα: Ωραία είναι, κουνεί σαν αυτοκινητάκι. Την Τρίτη, όμως, με τον πολύ μεγαλύτερο σεισμό, το χάραμα, φοβηθήκαμε πολύ. Είχα πάει, αμπονόρα, να μαζώξω χόρτο για τα κουνέλια. Από το φόβο μου, θυμάμαι, τα παράτησα ούλα και γύρισα αμέσως σπίτι. Οι συζητήσεις παντού ήτανε τι θα φέρει ευτός ο σεισμός και οι γεροντότεροι λέγανε ότι θα γεννήσει μεγαλύτερο, το δίχως άλλο.
Ηρθε, την Τετάρτη. Εκείνη την ώρα βρέθηκα μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό μου με μια μεγάλη παρέα, συγγενείς οι περισσότεροι, να κόβουμε πλίθες πάνω σε κάτι αλώνια. Ητανε και λίγο ψήλωμα. Ξαφνικά άρχισε να κουνιέται η γη. Εγώ έτυχε εκείνη την ώρα να βλέπω κατά την Κεφαλλονιά και είδα – στην κυριολεξία – να έρχεται ο σεισμός σαν ένα κύμα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, σαν βραγιές σκόρδα. Στα Γερακάρια, στο Μπούρα, είδα να τινάζεται στον αέρα, όπως όταν γίνεται έκρηξη στον πόλεμο, το καμπαναριό του Αγίου Νικολάου στην κορυφή τση ράχης. Αμέσως γίνηκε το ίδιο με τον μύλο του Κοκοτού στο Σκουλικάδο και από κοντά είδα να εκτινάσσονται καμπαναριά και σπίτια στον Αϊ-Δημήτρη, ο μύλος πάνω στη ράχη του Λολή στο Γαλάρο, ο Αγιος Πέτρος δίπλα μας στα Λαγκαδάκια και πιο πέρα, ψηλά στη ράχη, η Αγία Κυριακή στο Μπουγιάτο.
Ο πανικός μεγάλος. Φωνές από τους απόξω προς τους μέσα – οι γυναίκες μαγερεύανε εκείνη την ώρα και με φούρια ετοιμάζανε το τραπέζι για την αργατία – να βγούνε όξω γιατί θα τους πλακώσει το σπίτι. Φωνές από τους από μέσα προς τους απόξω να φυλαχτούνε γιατί η συφορά που έρχεται είναι μεγάλη. Φωνές και βλαστήμιες από τον Κώστα που σκέφτηκε ότι η μάνα του κιντυνεύει, κρατημένη «παράλυτη» όπως είναι στην καρέκλα, να την πλακώσει το σπίτι. Φωνές και από τον Νικολό, που χωρίς δεύτερη σκέψη τράβηξε κατά τον στάβλο που ήτανε δεμένη η φοράδα στο παχνί για να τη λύσει ενώ τα κεραμίδια και οι πέτρες πέφτανε βροχή και εμείς μάταια του φωνάζαμε να γυρίσει πίσω. Φωνές από τον καθένα, παρακάλια, ικεσίες, μετάνοιες, βρισιές, βλαστήμιες, όλα ανακατωμένα με μια μεγάλη χαλαλοή, που δεν είχε ξαναγένει, από καμπάνες που σημαίνανε δαιμονισμένα, σκυλιά που αλυχτάγανε, άλογα και γαϊδούρια που χλιμιντρίζανε, γίδες και προβάτες που μπέλαζαν, κοκόρους που καλούσαν σε συναγερμό, τα πουλιά, τα δέντρα, τα πάντα.
Ο σεισμός σταμάτησε αλλά για ώρα πολλή δεν μπορούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας. Ημασταν σε ίσιο έδαφος, σ’ αλώνια, όμως μας έπιανε τόσο μεγάλη σκοτούρα που πέφταμε κάτου. Πολλοί εκάμανε και εμετό. Το χώμα σαν να έφευγε κάτου από τα πόδια σου. Ητανε και ο φόβος, ο πανικός. Ακουες τα πάντα. Ο ένας φοβότανε για ακόμη μεγαλύτερο σεισμό, ο άλλος πίστευε ότι ήρθε η ώρα να βουλιάξουμε, εκείνος ότι θα σκιστεί η γης να μας καταπιεί. Τα «Αγιέ μου Διονύσιε, σώσε μας» και «Παναγία βόηθα» τ’ άκουες σε κάθε βήμα σου.
H αργατία διαλύθηκε και όλοι μ’ ανησυχία τραβήξαμε για τα σπίτια μας. Κοντά ήτανε και το δικό μας. Ο Κώστας, από τον φόβο του για το τι θα αντικρίσει φτάνοντας στο σπίτι του, ήθελε να πάμε μαζί μέχρι εκεί. Τον πήγαμε καμπόσο αλλά και εμείς δεν ξέραμε τίποτα για τους δικούς μας. Τον αφήσαμε. Φτάσαμε τρέχοντας με την ψυχή στα δόντια. Τους βρήκαμε όλους καλά, στην αυλή, να εξετάζουν τις ζημίες του σπιτιού. Δεν ήτανε πολύ μεγάλες. Το σπίτι διώροφο, καινούργιο, ασβεστόχτιστο, άντεξε. Μόνο οι γωνίες του είχανε ανοίξει. Αλλά το βλέπαμε και τρέμαμε. Ποίος να μπει μέσα;
Οσο η ώρα πέρναε και λόγω ανάγκης σιγά σιγά παίρναμε λίγο θάρρος. Πρώτος ο πατέρας μας μπήκε μέσα στο σπίτι στη γωνιά να σβήσει τη φωτιά – μαγέρευε η μάνα μας εκείνη την ώρα πατάτες τηγανιστές με ντομάτες. Εβγαλε και το τηγάνι όξω. Είχανε πέσει μέσα του κόσμου τα απάσβεστα – μαύρα από τους καπνούς – και χώματα. Μετά από λίγο βγάλαμε όξω μερικά πιάτα, ένα τραπέζι, κάτι καρέκλες, καμιά κατσαρόλα, μαχαιροπίρουνα. Το ραϊσμένο σπίτι το κοιτάζαμε, το λυπόμασταν πολύ αλλά και το φοβόμασταν, σε τρομοκρατούσε. Ομως ο φόβος φόβος και η ζωή ζωή και προπαντός η πείνα πείνα. Εμείς σκεφτόμασταν όλα αυτά και τα μικρά από τα επτά αδέλφια μας ξεμοναχιάσανε κάπου το τηγάνι και ετρώγανε από μέσα τις πατάτες, πασπαλισμένες με χώμα και καπνιά…
Ο κόσμος, σε απόγνωση, αμέσως άρχισε να μαζώνεται κατά γειτονιές. Να αλληλοπαρηγορηθεί, να μάθει τα νέα και λίγο αργότερα να ιδεί πώς θα αντιδράσει. Ο σεισμός είχε και ένα καλό: μίση και φαωμάρες χρονώνε ανάμεσα σε γειτόνους εξαφανίζονται. Ο ένας εμίλιε στον άλλονε με αγάπη. Σταματήσανε ούλα εκείνα τα «δεν τα ‘χουμε, δεν μιλούμε». Τώρα, αφού είδαμε τον θάνατο κατάφατσα, γινήκανε ούλα ένα…
Δεν ήτανε όμως μοναχά η ανάγκη αλληλοστήριξης που μάζευε τη γειτονιά – το βράδυ κοιμηθήκαμε στρωματσάδα στ’ αλώνια μας κάπου 20 άτομα μαζί και το ίδιο γίνηκε και σε άλλα, πολλά ακόμα, μέρη – αλλά και οι ανάγκες. Πρώτο ήτανε το νερό. Θέλεις γιατί εκείνη τη χρονιά το νερό ήτανε λίγο, θέλεις γιατί με τον σεισμό χάθηκε – έτσι είπανε -, στη γειτονιά μόνο δύο πηγάδια είχανε νερό: το δικό μας και ένα πιο πέρα. Το πηγάδι μας, λοιπόν, έγινε υποχρεωτικά κέντρο. Σε κάθε γειτονιά διαλέγανε ένα πηγάδι. Δεύτερο, έπρεπε να φτιάξουμε φούρνο, να έχουμε ψωμί. Ο μπαρμπα-Αντώνης μάς λέει: Θα βρω εγώ. Και πράγματι ύστερα από λίγο μας επήγε σε έναν ωραίο όχτο που είχε καλό προσανατολισμό και ίσκιο και μας είπε: Εδώ θα ανοίξετε μια τρούπα σαν κοιλιά φούρνου και θα κάνει ωραίο ψωμί. Το ‘ξερε, όπως έλεγε μετά, από την Αμερική που το κάνανε όταν στρώνοντας γραμμές για το τρένο εφτάνανε τόσο μακριά που δεν βρίσκανε ψωμί. Στο πι και φι ανοίχτηκε, οι γυναίκες τον κάψανε αμέσως, δοκιμαστικά, για να «ζεσταθεί». Μπήκε σειρά και η κάθε οικογένεια έψενε το ψωμί της μια χαρά μέχρι που πιάσανε τα νερά.
Ο ύπνος στα μέσα του Αυγούστου δεν ήτανε πολύ μεγάλο πρόβλημα. Πρώτο βήμα, φτιάξαμε πρόχειρες καλύβες. Κόβαμε ξύλα από όπου μπορούσαμε, τα χώναμε στο χώμα και με ξερά χόρτα – καλαμία, κεπελισιό κ.ά. – και καλάμια φτιάχναμε τοίχους και σκέπαση. Αν είχε κανείς και κάνα λιόπανο ύγειο, το ‘ριχνε απάνου. Εμείς, θυμάμαι, είχαμε ένα σταφιδόπανο που δεν το πέρναε το νερό και κυριολεκτικά μας έσωσε. Αργότερα, για να περάσουμε τον χειμώνα, φτιάξαμε λίγο καλύτερα «σπίτια», δηλαδή, μπαράκες. Μας δώσανε – το κράτος – και κάτι ξύλα και πισσόχαρτο. Περάσαμε έναν πολύ δύσκολο χειμώνα και θα θυμάμαι πάντα που μαζί περάσαμε και την επιδημία της ιλαράς, πολύ βαριά! Ούλα τα παιδιά του χωριού.
Σκηνές μοιράστηκαν από την κυβέρνηση αργά και λίγες. Αυτό κακό ήτανε για όλους. Δυστυχώς, όμως, στις σκηνές μπήκανε και τα κομματικά. Από πάνου, όχι τόσο από τσου χωριανούς. Εμείς, για παράδειγμα, 10 άτομα οικογένεια, πήραμε μια μικρή σκηνή και στο τέλος. Αλλά δεν χαλάει το κλίμα της αλληλεγγύης που αναπτύχθηκε στο χωριό. Και στην αρχή και αργότερα. Γιατί το να φτιάξεις σπίτι από την αρχή, φτωχοί άνθρωποι όπως είμαστε, ακόμη και για τεχνικούς λόγους, ήθελες μεγάλο συχέριο και μάλιστα να ξέρει από μαστοροσύνη. Γι’ αυτό άνθησε, για μεγάλη περίοδο, το δανεικό και η βοήθεια (για χήρες, γέρους κ.ά.). Το ούλοι μαζί «ρίχνουμε σήμερα την πλάκα του X» και την άλλη Κυριακή «ρίχνουμε το σενάζι του Ψ», αυτά αργότερα – ήρθε ο εργολάβος – χάθηκαν.
Είχαμε όμως και τσι μπομπές μας. Ητανε οι συμμορίες που φτιαχτήκανε και μέσα στην ισοπεδωμένη Χώρα ορμάγανε στα γκρεμισμένα πλουσιόσπιτα ή σε γνωστά μαγαζιά και ψάχνανε να βρούνε λεφτά ή ό,τι άλλο. Δηλαδή, ληστεύανε. Ιστορίες πολλές, ακόμη ότι σκοτώσανε και καταπλακωμένο αλλά ακόμη ζωντανό άνθρωπο επειδή τους γνώρισε! Οτι μερικοί ήτανε πλιατσικολόγοι το υποπτευόμασταν. Ενανε, μάλιστα, από όχι μακρινό χωριό, τόνε πιάσανε οι Αγγλοι και τόνε δέσανε σε ένα δέντρο του Αμμου για να τον παραδώσουνε στη δικαιοσύνη. Ομως στην πορεία… λύθηκε.
Το φαΐ δεν ήταν μεγάλο πρόβλημα στα χωριά. Ητανε και καλοκαίρι. Στο κάτω κάτω της γραφής την περνούσαμε και με ό,τι είχαμε: ζώα, κουνέλια, κοτόπουλα, αβγά, κήπους με φρούτα, λάχανα, σταφύλια. Στη Χώρα όμως το πρόβλημα ήτανε μεγάλο, τραγικό. Οσοι χωραΐτες είχανε συγγενείς, φίλους, γνωστούς στα χωριά, ήρθανε όξω για να περάσουνε τις δύσκολες μέρες. Δεν υπήρχε και νερό, ενώ στα χωριά είχαμε τα πηγάδια. Μετά αρχίσανε να φτιάχνουνε μπαράκες πάνω από τον Αϊ-Λάζαρο, στου Ξηφίτα και στην Παναγούλα και οι χωραΐτες αρχίσανε κάπως να τακτοποιούνται.
Ερχόντανε αεροπλάνα και ελικόπτερα και πετάγανε τρόφιμα, κουβέρτες, ακόμα και νερό. Μία μέρα που είμαστε με τον μικρότερο αδελφό μου στην καλύβα, σε έναν κήπο που είχαμε μακριά από το σπίτι, στο Καλαμαραίικο, πέρναε ένα αεροπλάνο χαμηλά και εμείς εβγάλαμε τα πουκάμισά μας και το χαιρετάγαμε. Εκείνοι το περάσανε για σήμα και μας ρίξανε ένα σακί ψωμί. Αλλά, αντίς να πέσει κοντά, ο αέρας το πήγε 500 ή 800 μέτρα πιο πάνω, στο πηγάδι του Βόσσου. Μέχρι που να πάμε εμείς εκεί είχανε πάει άλλοι που με το ζόρι μας δώσανε ένα ψωμί. Το είδανε και εκείνοι να πέφτει.
Ο πανικός μας μάς έκανε να μην μπορούμε να αντικρίσουμε ούτε ορθό τοίχο για καιρό. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα όλοι θέλανε να ‘ρθουνε τα συνεργεία και να αποτελειώσουνε το κακό του σεισμού. Στην ίδια γραμμή και το κράτος. Συνεργεία μηχανικών γυρίζανε στα χωριά και διατάζανε την κατεδάφιση. Για λόγους ασφάλειας, αλλά η φούρια και ο πανικός οδήγησαν στο να γκρεμιστούνε σπίτια ωραία και γερά που με μικρή επισκευή θα μένανε. Ελάχιστα γλιτώσανε. H ζημία που έκαμε μετά τον σεισμό και τη φωτιά στη Χώρα ο δυναμίτης δεν έχει ποτέ μετρηθεί ούτε θα μετρηθεί. Και πρέπει να ήτανε πολύ μεγάλη.
Ο κόσμος τότε απογοητεύθηκε. Ολοι περιμένανε ένα καράβι να μπούνε μέσα να φύγουνε. Κανείς δεν ήθελε να μείνει στη Ζάκυνθο. Ετσι κιόλας ξεκίνησε το μεγάλο άδειασμα του νησιού, όπου από 48.000, που λέγεται πως ήτανε τότες, έφτασε να γένει 25.000, 20.000. Για να ξαναγυρίσει ο κόσμος στη Ζάκυνθο έπρεπε να αρχίσει η ανοικοδόμηση, όμως δεν γυρίσανε ούλοι. Το κακό που έγινε τότε είναι ότι δεν υπήρχε βοήθεια από το κράτος, από τις υπηρεσίες σε μία σειρά πράγματα. Οι πρώτοι που ήρθανε και προσφέρανε βοήθεια ήτανε οι Αγγλοι. Μα δεν καταλαβαίνω ακόμα και σήμερα πώς και γιατί ήρθανε πρώτα τα εγγλέζικα καράβια και προσπαθούσανε να σβήσουνε τη φωτιά και πολύ αργότερα ήρθανε τα ελληνικά.
Πάρα πολλοί κάμανε κάτι ριψοκίνδυνο εκείνη την ώρα ή βρεθήκανε σε μεγάλη δυσκολία ή και άτυχη στιγμή εκείνη τη μέρα. Θα αναφέρω δύο περιστατικά:
– Οι Σταματαίοι φτιάχνανε πηγάδι και εκείνη τη στιγμή ο καημένος ο Σταμάτης ήτανε μέσα. Οξω κόσμος πολύς, είτε να βοηθάει ή για συντροφιά. Αρχίζει ο σεισμός, τα χάνουνε, πανικός, όμως τρέχουνε αμέσως να τον τραβήξουνε, μα η μπούκα του από τον σεισμό «κλει», ο άνθρωπος χάνεται. ‘H πάλι το πηγάδι «ανοίγει» και πάει να τους ρουφήξει μέσα κι αυτούς. Οι φωνές δυναμώνουν, ζητάνε «βοήθεια», μα ποιος και πώς να βοηθήσει; Κάποτε τα καταφέρανε και τον βγάλανε. Ητανε καλά.
– Ο Νιόνιος, χωριανός μας, πήγε εκείνη τη μέρα στη Χώρα. Είχε τελειώσει τσι δουλειές του ο άμοιρος και στο ΚΤΕΛ ήτανε έτοιμος να πάρει το λεωφορείο για να γυρίσει στο χωριό, μαζί με ένα φίλο Φιολιταίο. Γίνεται όμως ο σεισμός, χάνονται μεταξύ τους. Ο Νιόνιος δεν γύρισε ποτέ, ούτε και το πτώμα του δεν βρέθηκε μετά. Αυτό του έγραφε η τύχη.