H MAXH
Οι μάχες στον Γράμμο και στο Βίτσι τον Αύγουστο του 1949 ήταν η τελευταία πράξη στο δράμα του εμφυλίου πολέμου που σπάραζε την Ελλάδα από τις αρχές του 1946 και που ο σπόρος του είχε φυτευτεί από τον Δεκέμβριο του 1944 ή και ακόμη παλαιότερα, από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής, με τις ένοπλες συγκρούσεις αντιστασιακών οργανώσεων διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού.
Αντίπαλοι στις μάχες του Γράμμου και του Βίτσι, όπως και σε όλον τον εμφύλιο πόλεμο, ήταν από τη μια οι δυνάμεις του επίσημου ελληνικού κράτους, ο εθνικός στρατός, όπως τον είχαν πει, και από την άλλη οι ανταρτικές δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, του ΔΣΕ, στρατιωτικού σκέλους του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Ο ΔΣΕ είχε την ανεπίσημη και φειδωλή βοήθεια των όμορων με την Ελλάδα, «σοσιαλιστικών» τότε, χωρών, της Αλβανίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας. Εκτός από τα εφόδια, η σημαντικότερη υπηρεσία που του πρόσφεραν ήταν η ελευθερία να μπαινοβγαίνουν τα τμήματά του στο έδαφός τους. Ο κυβερνητικός στρατός είχε την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη της Αγγλίας πρώτα και των Ηνωμένων Πολιτειών αργότερα.
H χώρα μπήκε στην τελική ευθεία προς τον εμφύλιο πόλεμο την επαύριον κιόλας της υπογραφής της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου του 1945 (βλ. τεύχος 15, 1.6.03). Με τη συμφωνία αυτή είχαν τερματιστεί τα Δεκεμβριανά του 1944, δηλαδή η ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και κυρίως στα αγγλικά στρατεύματα από τη μία, και στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ (Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού) από την άλλη, στρατιωτικού σκέλους του EAM (Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου), της αντιστασιακής oργάνωσης που είχε ιδρυθεί κατά τη γερμανική κατοχή με πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.
H Συμφωνία της Βάρκιζας προέβλεπε τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ αλλά και παρείχε εγγυήσεις για την ελεύθερη έκφραση των πολιτικών φρονημάτων όλων των πολιτών. Κανένας από τους δύο αυτούς όρους δεν τηρήθηκε. Οι μαχητές του ΕΛΑΣ δεν παρέδωσαν όλα τα όπλα τους αλλά έκρυψαν μεγάλο μέρος από αυτά, και έναν μόλις μήνα μετά την υπογραφή της συμφωνίας, στις 12 Μαρτίου 1945, το EAM υπέβαλε στις συμμαχικές κυβερνήσεις υπόμνημα στο οποίο καταγγελλόταν η κυβέρνηση ότι εφάρμοζε παντοειδείς διακρίσεις σε βάρος πολιτών που είχαν λάβει μέρος στην αντίσταση, τους οποίους καταδίωκε και τρομοκρατούσε, ενώ από την άλλη τηρούσε ευμενή στάση απέναντι στους πρώην συνεργάτες των Γερμανών.
Οι καταγγελίες από το KKE/EAM για κρατικές διώξεις κατά των αριστερών και για κατατρομοκράτησή τους από ένοπλες παρακρατικές ομάδες που δρούσαν σε διάφορες περιοχές της χώρας, συνεχίστηκαν τους μήνες που ακολούθησαν. Οι ανακοινώσεις της κυβέρνησης κάθε άλλο παρά διέψευδαν ένα τουλάχιστον μέρος αυτών των καταγγελιών. Ετσι στις 10 Δεκεμβρίου του 1945 ο υπουργός Δικαιοσύνης K. Ρέντης έκανε γνωστό ότι ως εκείνη την ημερομηνία είχε ασκηθεί δίωξη κατά 80.000 πολιτών που σχετίζονταν με το EAM/ΕΛΑΣ για αδικήματα που ανάγονταν στην περίοδο της Κατοχής. Από αυτούς οι 40.000 βρίσκονταν στις φυλακές, κατάδικοι ή υπόδικοι, ενώ εκκρεμούσαν άλλες 48.000 δικογραφίες. Οσο για τη δράση των τρομοκρατικών οργανώσεων, τα στοιχεία για τον πρώτο χρόνο μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας μιλούν για 1.192 φόνους, 6.413 τρομοκρατικές ενέργειες, 70.000 συλλήψεις, 165 βιασμούς γυναικών, 6.567 ληστείες και διάφορες άλλες ανάλογες πράξεις.
H αντεπίθεση του KKE
Υπό την ηγεσία του γενικού γραμματέα του Νίκου Ζαχαριάδη, ο οποίος τον Μάιο του 1945 είχε επιστρέψει στην Ελλάδα ύστερα από μακροχρόνια κράτηση στο γερμανικό στρατόπεδο Νταχάου, το KKE αντέδρασε δυναμικά. Με τη 12η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του (25-27 Ιουνίου 1945), αφού αποφάνθηκε για τα Δεκεμβριανά ότι «η αντίδραση εσωτερικά δε νίκησε γιατί δεν έχει το λαό μαζί της […]. Την ήττα και την υποχώρησή μας την επέβαλε […] η ένοπλη παρέμβαση που έκαναν εξωελληνικοί παράγοντες», υιοθέτησε την αρχή ότι έπρεπε να οργανωθεί Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα.
Στην ύπαιθρο, παράλληλα με τις ακροδεξιές, δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους και αριστερές ομάδες «ενόπλων, καταδιωκομένων αγωνιστών».
H γενική κατάσταση της χώρας ήταν χαώδης. H οικονομία της είχε καταστραφεί από τον πόλεμο και ο πληθυσμός αντιμετώπιζε το φάσμα του λιμού. Στα πολιτικά πράγματα η αστάθεια είχε φτάσει στο απροχώρητο και οι κυβερνήσεις ανεβοκατέβαιναν αδιάκοπα. Οι αντιθέσεις των αστικών πολιτικών κομμάτων εκδηλώνονταν με ακραία οξύτητα, η πόλωση είχε εδραιωθεί και οι απροσχημάτιστες επεμβάσεις των ξένων, Αγγλων και Αμερικανών, που ένα μέρος τουλάχιστον του πολιτικού κόσμου τις αντιμετώπιζε με ταπεινωτική δουλικότητα, όξυναν ακόμη περισσότερο τα πνεύματα.
Στις 31 Μαρτίου του 1946 έγιναν εκλογές, οι πρώτες μετά τον πόλεμο. Το KKE κήρυξε αποχή και δεν πήρε μέρος σε αυτές προεξοφλώντας το νόθο αποτέλεσμα. Νικητής των εκλογών με εντυπωσιακή πλειοψηφία αναδείχθηκε το δεξιό Λαϊκό Κόμμα. Τη νύχτα 30 προς 31 Μαρτίου ομάδα ένοπλων αριστερών εισέβαλε στον σταθμό χωροφυλακής του Λιτόχωρου. H επιχείρηση αυτή θεωρείται, αν και μάλλον συμβολικά, η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του εμφυλίου πολέμου. Ο στρατηγός Θ. Τσακαλώτος, που αργότερα θα διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στις μάχες του εμφυλίου πολέμου ως διοικητής μεγάλων μονάδων του κυβερνητικού στρατού, είχε την άποψη ότι «κάτω από τας σφαίρας των επαναστατών εις το Λιτόχωρον ήρχισεν η MAXH ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ».
Τους μήνες που ακολούθησαν οι ανταρτικές ομάδες πύκνωσαν τις επιθέσεις τους σε διάφορες περιοχές της χώρας και σημείωσαν πολλές επιτυχίες. Παράλληλα, ενώ ως τότε ενεργούσαν λίγο – πολύ ανεξάρτητα η μία από την άλλη, κατέβαλαν τότε προσπάθειες συντονισμού της δράσης τους, και τον Οκτώβριο του 1946 δημιουργήθηκε το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών, οι οποίοι έτσι υπάγονταν πλέον σε ενιαία διοίκηση, για να ακολουθήσει, τον Δεκέμβριο, η υιοθέτηση της γενικής ονομασίας Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Αρχηγός του ΔΣΕ τοποθετήθηκε ο Μάρκος Βαφειάδης, ο οποίος ονομάστηκε επίσης πρωθυπουργός της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης που σχηματίστηκε ένα χρόνο αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1947.
H επέμβαση των ΗΠΑ
Το αντίπαλο στρατόπεδο έβλεπε με ανησυχία που άγγιζε τα όρια του πανικού αυτές τις εξελίξεις και τις συνεχιζόμενες επιτυχίες των ανταρτών, οι οποίοι, με τον καιρό, δεν περιόριζαν πλέον τη δράση τους στην ύπαιθρο αλλά έφτασαν να απειλούν ακόμη και μεγάλες πόλεις, μερικές από τις οποίες κατελάμβαναν μάλιστα, αν και τις κρατούσαν μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα. Οι κυβερνητικές δυνάμεις δεν επαρκούσαν ούτε αριθμητικά ούτε οργανωτικά για να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες και, παρά τις προσπάθειές τους, περιορίζονταν ουσιαστικά σε παθητικό ρόλο. «H πρωτοβουλία έχει περιέλθει εις τους συμμορίτας» σημείωνε ο στρατηγός Δ. Ζαφειρόπουλος.
Την αναδιοργάνωση και την ενίσχυση του εθνικού στρατού ανέλαβαν οι Αμερικανοί μετά τη δήλωση της αγγλικής κυβέρνησης, στις αρχές του 1947, ότι η Αγγλία αδυνατούσε πλέον να συνεχίσει τη βοήθειά της προς την Ελλάδα. Με το Δόγμα Τρούμαν, από το όνομα του αμερικανού προέδρου Χάρι Τρούμαν, τον Μάρτιο του 1947 οι ΗΠΑ έκαναν γνωστή την πεποίθησή τους ότι στην Ανατολική Μεσόγειο κινδύνευε η ασφάλειά τους, άρα αναγνώριζαν στον εαυτό τους το δικαίωμα να παρέμβουν. Παράλληλα τέθηκε λίγο αργότερα σε εφαρμογή και το Σχέδιο Μάρσαλ, από το όνομα του αμερικανού υπουργού εξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ, για την παροχή οικονομικής βοήθειας προς τις ευρωπαϊκές χώρες.
Εκθεση του στρατηγού Τζέιμς Βαν Φλιτ, αρχηγού της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα, αναφέρει ότι ως τις 30 Σεπτεμβρίου του 1948 της είχε δοθεί βοήθεια ύψους 260 εκατομμυρίων δολαρίων υπό την εξής μορφή: 6 κανονιοφόροι, 143 αεροπλάνα, 7.000 βόμβες, υγειονομικός εξοπλισμός, 10.142 οχήματα, 3.890 όλμοι και πυροβόλα, 97.000 μικρά όπλα, 43.399 ελαστικά, 3.956.629 βλήματα πυροβολικού και βλήματα όλμων, 280.462.392 σφαίρες, 1.450.000 στολές, 185.294.600 συσκευασίες ατομικής τροφής, 8.650 ημίονοι, 50.681 τόνοι ζωοτροφών, 26.364.610 γαλόνια βενζίνη και 4.279 ασύρματοι.
Αρχίζοντας την άνοιξη του 1948 οι κυβερνητικές δυνάμεις εξαπέλυσαν σειρά επιθέσεων μέτριας αποτελεσματικότητας αρχικά αλλά συνεχώς βελτιούμενης με την πάροδο του χρόνου. Το καλοκαίρι του 1949 το σύνολο σχεδόν της χώρας είχε εκκαθαριστεί από τους αντάρτες.
Εξελίξεις στα δύο στρατόπεδα
Εν τω μεταξύ βαρύνουσες εξελίξεις είχαν σημειωθεί στο πολιτικό επίπεδο. Με το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου του 1946 είχε επιστρέψει στην Ελλάδα ο βασιλιάς Γεώργιος B’, ο οποίος πέθανε την 1η Απριλίου του 1947 και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Παύλος. H κυβέρνηση της Αθήνας είχε θέσει εκτός νόμου το KKE και το EAM (Ιανουάριος του 1948) και αυστηρά νομοθετικά μέτρα είχαν ληφθεί για όσους ανέπτυσσαν φιλοκομμουνιστική δράση. Λειτουργούσαν έκτακτα στρατοδικεία και οι θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις αριστερών βρίσκονταν πλέον στην ημερησία διάταξη. Τον Οκτώβριο του 1948 αρχιστράτηγος των ενόπλων δυνάμεων τοποθετήθηκε ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος.
Στο κομμουνιστικό στρατόπεδο διαφωνίες ως προς την ακολουθητέα τακτική είχαν οδηγήσει στην καθαίρεση του Βαφειάδη από όλα του τα αξιώματα και στη διαγραφή του από το κόμμα. Αν και νέος, πρωθυπουργός της κυβέρνησης των ανταρτών τοποθετήθηκε ο Μήτσος Παρτσαλίδης, τον αγώνα κατεύθυνε πλέον ο Ζαχαριάδης. Σοβαρό πλήγμα για τον ΔΣΕ υπήρξε η ρήξη ανάμεσα στον ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας Τίτο και στον Στάλιν το καλοκαίρι του 1948. Το KKE συντάχθηκε με τον Στάλιν, με αποτέλεσμα η Γιουγκοσλαβία όχι μόνο να διακόψει κάθε βοήθεια προς τον ΔΣΕ αλλά και να του κλείσει τα σύνορά της στερώντας του μια πολύτιμη οδό διαφυγής σε ώρα ανάγκης, η οποία δεν θα αργούσε να φτάσει.
Μετά τις εκτεταμένες εκκαθαρίσεις που είχαν διεξαγάγει με επιτυχία οι κυβερνητικές δυνάμεις, ο κυριότερος όγκος των δυνάμεων του ΔΣΕ είχε συγκεντρωθεί στα ορεινά συγκροτήματα της Βόρειας Ελλάδας Γράμμο και Βίτσι.
Ο Γράμμος, ανάμεσα στη Μακεδονία και στην Ηπειρο, στα ελληνοαλβανικά σύνορα, είναι επέκταση της Βόρειας Πίνδου και συνεχίζεται μέσα στο αλβανικό έδαφος ως την Κορυτσά. Το Βίτσι, μία από τις κορυφές του όρους Βέρνου, από την οποία πήρε το όνομά του ολόκληρο το ορεινό αυτό συγκρότημα, βρίσκεται στη Δυτική Μακεδονία και οριοθετεί τους νομούς Φλώρινας και Καστοριάς, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται.
To καλοκαίρι του 1948 οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν εξαπολύσει μεγάλη επίθεση κατά του Γράμμου με στόχο την καταστροφή των εκεί θέσεων και μονάδων του ΔΣΕ. Οι μάχες υπήρξαν σκληρές, πολύνεκρες και παρατεταμένες. Λόγω όμως του ανεπαρκούς σχεδιασμού της επιχείρησης ο αντικειμενικός στόχος δεν είχε επιτευχθεί πλήρως. Οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν καταλάβει μέρος μόνο του επίμαχου εδάφους και ο κύριος όγκος του αντιπάλου είχε κατορθώσει να διαφύγει προς το Βίτσι. Εξάλλου την άνοιξη του επόμενου χρόνου, 1949, οι αντάρτες αντεπιτέθηκαν και ανακατέλαβαν μέρος των εδαφών που είχαν χάσει κατά τις μάχες του προηγούμενου χρόνου.
Τώρα οι δύσβατοι αυτοί τόποι, Βίτσι και Γράμμος, αποτελούσαν το έσχατο καταφύγιο του ΔΣΕ, ο οποίος, εκτός του ότι είχε αναγκαστεί να συγκεντρώσει εκεί όλες σχεδόν τις δυνάμεις που του απέμεναν, είχε επίσης οχυρώσει με πολλή φροντίδα τις ορεινές αυτές περιοχές εγκατασπείροντας στα κρίσιμα σημεία τους πολυβολεία, ναρκοπέδια, συρματοπλέγματα, καταφύγια και κάθε είδους αμυντική κατασκευή που μεγιστοποιούσε στο έπακρο τις φυσικές δυσκολίες του χώρου. H στρατηγική σημασία αυτών των οχυρών ήταν πρόδηλη για τον αντίπαλο: η καταστροφή τους θα σήμαινε την οριστική ήττα του ΔΣΕ και τη λήξη του εμφυλίου πολέμου.
Για την εκπόρθηση αυτών των οχυρών θέσεων και την ολοσχερή εξόντωση των ανταρτικών δυνάμεων το ΓΕΣ εκπόνησε το σχέδιο «Πυρσός» το οποίο προβλεπόταν να εξελιχθεί σε τρεις φάσεις. Ως προς τις δυνάμεις των αντιπάλων οι πληροφορίες των διαφόρων πηγών δεν συμπίπτουν. Από τη γενική εικόνα ωστόσο προκύπτει με σαφήνεια η διαπίστωση ότι συνολικά οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν εξαιρετικά άνισες μεταξύ τους, με συντριπτική την υπεροχή της κυβερνητικής παράταξης όχι μόνο σε αριθμούς αλλά και στην ποιότητα του οπλισμού, ο οποίος αντιπροσώπευε την τελευταία λέξη της σχετικής τεχνολογίας της εποχής. Ο αριθμός των ανδρών της, όλων των κατηγοριών και των ειδικοτήτων, κυμαινόταν γύρω στις 150.000. H κυβερνητική παράταξη διέθετε σε αφθονία πεδινό και ορεινό πυροβολικό, όλμους, άρματα μάχης και τεθωρακισμένα, και πάνω απ’ όλα αεροπορία, εκατό περίπου αεροπλάνα, μεταξύ των οποίων, εκτός από τα Spitfire, υπήρχαν και βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως Helldiver. Με την καθοδήγηση των Αμερικανών η αεροπορία χρησιμοποίησε τις βόμβες ναπάλμ, οι οποίες συνέτειναν αποφασιστικά στην έκβαση της αναμέτρησης υπέρ των κυβερνητικών δυνάμεων.
Απέναντι σε αυτή την επιβλητική πολεμική μηχανή ο ΔΣΕ είχε να αντιτάξει λιγότερους από 15.000 μαχητές, άνδρες και γυναίκες, πυροβολικό, ορεινό, αντιαρματικό και αντιαεροπορικό, σε περιορισμένους ωστόσο αριθμούς και με ανεπαρκείς ποσότητες πυρομαχικών, καθώς και όλμους.
H επιχείρηση «Πυρσός»
H πρώτη φάση της επιχείρησης, ο «Πυρσός A’», άρχισε τη νύχτα 2 προς 3 Αυγούστου 1949 στον Γράμμο και ήταν παραπλανητικού χαρακτήρα αποσκοπώντας να πείσει τον αντίπαλο ότι ήταν η κύρια επίθεση ώστε να τον καθηλώσει στις θέσεις του ή και να παρασύρει άλλες δυνάμεις των ανταρτών από το Βίτσι που θα έσπευδαν να βοηθήσουν τους συντρόφους τους. H επιχείρηση ανατέθηκε σε μονάδες του A’ Σώματος Στρατού, το οποίο, με δύο μεραρχίες και μία ανεξάρτητη ταξιαρχία υποστηριζόμενες από άλλα τμήματα πεζικού, πυροβολικό, άρματα μάχης και αεροπορία, αντιμετώπισε τις δυνάμεις των ανταρτών, δύο μεραρχίες επίσης, αλλά με μειωμένη σύνθεση, δύο ανεξάρτητες ταξιαρχίες, δεκαέξι πυροβόλα, δύο όλμους και αντιαρματικά και αντιαεροπορικά πυροβόλα.
Οι εχθροπραξίες κράτησαν έξι ημέρες και οι κυβερνητικές δυνάμεις όχι μόνο κατόρθωσαν να καθηλώσουν τις δυνάμεις του εχθρού αλλά και κατέλαβαν σημαντικές στρατηγικές θέσεις στον Βορειοανατολικό και στον Νότιο Γράμμο.
Στις 10 Αυγούστου εξαπολύθηκε ο «Πυρσός B’», η κύρια φάση της όλης επιχείρησης, που είχε στόχο να εξοντώσει τις δυνάμεις του ΔΣΕ που βρίσκονταν στο Βίτσι, σε θέσεις εξαιρετικά οχυρές, και την οποία ανέλαβε το B’ Σώμα Στρατού. Σύμφωνα με μια πηγή (με την οποία ωστόσο δεν συμφωνεί ο απολογισμός του ΓΕΣ, τουλάχιστον όσον αφορά τον οπλισμό των ανταρτών), έξι μεραρχίες, ένα ελαφρό σύνταγμα πεζικού, έξι τάγματα εθνοφρουρών, τέσσερα συντάγματα πεδινού πυροβολικού, τρεις μοίρες μέσου πυροβολικού, τέσσερις μοίρες ορεινού πυροβολικού, δύο συντάγματα αναγνωρίσεως και μία ίλη αρμάτων μάχης, σύνολο περίπου 60.000 ανδρών, καθώς και 87 αεροπλάνα είχαν απέναντί τους δύο μεραρχίες, δύο ταξιαρχίες και μερικά τμήματα από τις στρατιωτικές σχολές του ΔΣΕ, δηλαδή σύνολο περίπου 8.000 μαχητών υποστηριζόμενων από σαράντα πέντε ορεινά, δεκαπέντε αντιαεροπορικά και δύο αντιαρματικά πυροβόλα.
H μάχη υπήρξε σκληρή και πεισματική και από τις δύο πλευρές, αλλά η υπεροχή του κυβερνητικού στρατού σε αριθμό ανδρών και σε ποσότητα και ποιότητα οπλισμού, καθώς και η αρτιότερη εκπαίδευσή του, και ιδιαίτερα των ειδικών δυνάμεων καταδρομών, του εξασφάλισαν τη νίκη. Οι μονάδες του κυβερνητικού στρατού κατέλαβαν τις σημαντικότερες οχυρές θέσεις, κατόρθωσαν να βρεθούν στα νώτα του εχθρού, και στις 16 Αυγούστου το Βίτσι είχε εκκαθαριστεί πλήρως από τους αντάρτες. Το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους ωστόσο, υπό το καταιγιστικό πυρ των αντιπάλων τους, κατόρθωσε να διαφύγει. Πρώτος σταθμός του ήταν η μικρή χερσόνησος Πυξός, ανάμεσα στη Μικρή και στη Μεγάλη Πρέσπα. Ούτε εκεί όμως μπόρεσε να μείνει για πολύ λόγω των αεροπορικών επιθέσεων και του κινδύνου απόβασης των κυβερνητικών δυνάμεων. Τελικά οι διασωθέντες του Βίτσι, μέσω Αλβανίας, κατόρθωσαν να φτάσουν στον Γράμμο.
H τελευταία πράξη
Οι απώλειες σε αυτή τη φάση της επιχείρησης, κατά το ΓΕΣ, ήταν για τον κυβερνητικό στρατό 256 νεκροί αξιωματικοί και στρατιώτες και 1.336 τραυματίες, ενώ για τον ΔΣΕ οι νεκροί ήταν 1.182 και οι αιχμάλωτοι 634. Ακόμη, πάντα κατά το ΓΕΣ, στα χέρια του κυβερνητικού στρατού έπεσαν 40 πυροβόλα, 33 αντιαρματικά, 16 αντιαεροπορικά, 115 όλμοι και άλλα είδη οπλισμού.
H τρίτη και τελευταία φάση της επιχείρησης, ο «Πυρσός Γ’», που στρεφόταν και αυτή κατά του Γράμμου, όπου τώρα είχαν συγκεντρωθεί όλες οι δυνάμεις του ΔΣΕ, προσέλαβε τελετουργικό χαρακτήρα: μετέβησαν επί τόπου για να την παρακολουθήσουν από σχετικά κοντινό σημείο ο βασιλιάς Παύλος και ο αμερικανός στρατηγός Βαν Φλιτ. Σύμφωνα με διάφορες πηγές, οι δυνάμεις που αντιπαρατάχθηκαν ήταν για τον κυβερνητικό στρατό πέντε μεραρχίες, μία ανεξάρτητη ταξιαρχία, τέσσερα ελαφρά συντάγματα πεζικού, εκατόν είκοσι πυροβόλα, πολλά άρματα μάχης και τεθωρακισμένα και ισχυρή δύναμη αεροπορίας, ενώ ο ΔΣΕ διέθετε συνολικά λίγο περισσότερους από 12.000 μαχητές, συμπεριλαμβανομένων και των 6.000 που είχαν φτάσει από το Βίτσι.
Με αυτόν τον συσχετισμό δυνάμεων οι προοπτικές για τον ΔΣΕ διαγράφονταν ζοφερές. Τούτο δεν απέτρεψε τον Ζαχαριάδη από το ακόλουθο διάγγελμα:
«Ο εχθρός συγκεντρώνεται στο Γράμμο για μια αποφασιστική αναμέτρηση. Στο Γράμμο έχουμε όλες τις δυνατότητες να καταφέρουμε το θανάσιμο πλήγμα στον εχθρό. Εχουμε αρκετές δυνάμεις και μέσα. Πιο πλεονεκτικό έδαφος. Στο Γράμμο απέτυχε πέρσι ο μοναρχοφασισμός. Στο Γράμμο φέτος του καταφέραμε σοβαρό πλήγμα […]. Στο Γράμμο από τις 2 μέχρι τις 8 Αυγούστου έσπασε τα μούτρα του. Εχουμε και την πείρα του Βίτσι και το σοβαρό μάτωμα που προκαλέσαμε στον εχθρό στο Βίτσι […]. Εδώ μπορούμε και πρέπει να θάψουμε το μοναρχοφασισμό».
H επίθεση εξαπολύθηκε τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου. Οι αντάρτες αμύνθηκαν πεισματικά αλλά δεν άργησε να φανεί πόσο άνισος ήταν ο αγώνας και πόσο ανέφικτη η αναχαίτιση του αντιπάλου. Την επομένη κιόλας μία μεραρχία του κυβερνητικού στρατού κατόρθωσε να υπερκεράσει τη γραμμή άμυνας του ΔΣΕ και να βρεθεί στα μετόπισθέν του, όπου κατέλαβε την Πόρτα Οσμάν, κύριο σημείο εξόδου των ανταρτών προς την Αλβανία. Απέναντι στον κίνδυνο να αποκλειστεί και η μοναδική απομένουσα δίοδος Μπάρα, και οι δυνάμεις του ΔΣΕ να βρεθούν περικυκλωμένες, το Πολιτικό Γραφείο του KKE τις διέταξε να εκκενώσουν τον Γράμμο και να περάσουν στην Αλβανία. Στις 29 Αυγούστου ο ΔΣΕ είχε εγκαταλείψει το άλλοτε τρομερό οχυρό και ορμητήριό του. Με την κατάληψη του υψώματος Κάμενικ, την επομένη, ο κυβερνητικός στρατός είχε δαμάσει τελειωτικά τον Γράμμο.
Ο εμφύλιος πόλεμος είχε λήξει αλλά οι συνέπειές του σε όλα τα επίπεδα, πολιτικό, οικονομικό αλλά και ανθρώπινο, θα βασάνιζαν την Ελλάδα για πολλές δεκαετίες ακόμη.
KEMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ