Η ΜΑΧΗ
Η Ελληνική Επανάσταση διήνυε ήδη το πέμπτο έτος της και η Πελοπόννησος ελεγχόταν πλέον από ελληνικές δυνάμεις πλην των φρουρίων της Πάτρας, της Μεθώνης και της Κορώνης. Οι πολεμικές επιχειρήσεις ωστόσο επισκιάζονταν από τις εσωτερικές διχόνοιες των Ελλήνων. Ηδη από τις αρχές του 1823, στο πλαίσιο της Β’ Εθνοσυνέλευσης στο Αστρος Κυνουρίας, είχαν παρατηρηθεί έντονες διαφωνίες και σκληρός ανταγωνισμός ανάμεσα στην «παράταξη» των στρατιωτικών και στη μερίδα των πολιτικών. Κόκκινο πανί για την πολιτική παράταξη αποτελούσαν στη μεν Στερεά Ελλάδα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, στη δε Πελοπόννησο ο γέρος του Μοριά Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Μετά το πέρας της Συνέλευσης το χάσμα ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές έμοιαζε αγεφύρωτο και ο πρώτος εμφύλιος (φθινόπωρο 1823 – καλοκαίρι 1824) ήταν προ των πυλών.
Συγκρούσεις ανάμεσα στους Ελληνες
Χαρακτηριστική της διαμορφωμένης πολιτικής κρίσης υπήρξε η κίνηση του Κολοκοτρώνη και των υποστηρικτών του να αποτραβηχθούν στην Τριπολιτσά με το παλιό Εκτελεστικό κηρύσσοντας το υπάρχον Βουλευτικό παράνομο. Το Βουλευτικό με τη σειρά του κατέφυγε στο Κρανίδι, όπου, αφού κήρυξε παράνομο το παλιό Εκτελεστικό, όρισε δική του κυβέρνηση με επικεφαλής τον Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη μεταξύ άλλων τους Ζαΐμη και Κωλέττη. Μαζί τους συμπαρατάχθηκαν οι Στερεοελλαδίτες, οι νησιώτες και όσοι εκ Πελοποννήσου πολιτικοί αντιτάσσονταν στη γραμμή του Κολοκοτρώνη.
Επειτα από σειρά αλληλοκατηγοριών και συρράξεων, συναισθανόμενος ότι η Επανάσταση βρισκόταν αντιμέτωπη με το φάσμα της αποτυχίας, ο Κολοκοτρώνης υποχώρησε προς στιγμήν αιτούμενος αμνηστία. Το αίτημά του έγινε δεκτό υπό τον όρο να απολέσει το δικαίωμα ανάληψης δημοσίων αξιωμάτων επί σειρά ετών. Τα γεγονότα αυτά εσήμαναν το τέλος του πρώτου εμφυλίου, ενώ η συνέχεια των εχθροπραξιών δεν άργησε να έρθει με τη μορφή του δεύτερου εμφυλίου (Ιούλιος 1824 – Ιανουάριος 1825).
Τα χρήματα από τη σύναψη του πρώτου δανείου (περίπου 800.000 λίρες) με εγγύηση τα εθνικά κτήματα είχαν εν τω μεταξύ χορηγηθεί από την Αγγλία. Η αμφισβητήσιμη διαχείρισή τους ενέτεινε τις προστριβές στους κόλπους της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Οι Πελοποννήσιοι που απομακρύνθηκαν συνέπραξαν με τον Κολοκοτρώνη. Η απάντηση Κουντουριώτη ήταν η πρόταση να σταλούν στρατεύματα στην Πελοπόννησο, με τη συντήρηση των οποίων θα επιβαρύνονταν οι κάτοικοι. Η σπίθα που δυναμίτισε τις εύθραυστες σχέσεις των αντιμαχομένων πλευρών ήταν η άρνηση των κατοίκων της Τριφυλίας να καταβάλουν φόρους στην κυβέρνηση του Κουντουριώτη. Στις πρώτες συγκρούσεις που ακολούθησαν ηττημένοι βγήκαν οι κυβερνητικοί. Η κλιμάκωση της έντασης βρήκε εν συνεχεία την κυβέρνηση να παροτρύνει τους κατοίκους της Στερεάς με χρήματα του δανείου να στραφούν κατά των συμπατριωτών τους Πελοποννησίων.
Η φυλάκιση του Κολοκοτρώνη
Στο πεδίο των συγκρούσεων τραυματίστηκε θανάσιμα ο γιος του Κολοκοτρώνη, Πάνος, γεγονός που οδήγησε τον γέρο του Μοριά να αποσυρθεί στη Στεμνίτσα. Εν μέσω λεηλασιών και αλληλοσπαραγμού ο ως τότε ουδέτερος Δημήτριος Πλαπούτας μεσολάβησε προκειμένου να επέλθει ηρεμία. Ο Κολοκοτρώνης παραδόθηκε και μαζί με τους Δεληγιανναίους, τους Νοταράδες και τον Σισίνη, τον Γρίβα και τον Φραντζή πήραν τον Φεβρουάριο του 1825 τον δρόμο για τη φυλακή.
Η Επανάσταση βρισκόταν στην κρισιμότερή της καμπή. Η χώρα είχε ερημώσει, οι στρατιωτικές δυνάμεις είχαν αποδεκατιστεί και οι κορυφαίοι πελοποννήσιοι πολιτικοί και στρατιωτικοί τελούσαν υπό κράτηση. Επιπλέον τα χρήματα του πρώτου δανείου είχαν ήδη εξανεμιστεί προκειμένου να τροφοδοτήσουν τις εσωτερικές έριδες των Ελλήνων και όχι την αντίσταση κατά των Τούρκων.
Και όσο τα τραγικά αυτά γεγονότα εκτυλίσσονταν στη δυτική πλευρά του Αιγαίου, ο σουλτάνος, διαπιστώνοντας ήδη από το 1824 ότι οι δικές τους δυνάμεις δεν επαρκούσαν για να αντιμετωπίσουν τους επαναστατημένους Ελληνες, συνέπραξε με τον υποτελή του αλλά ισχυρό πασά της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλή (ή Μεχμέτ Αλη, αλβανικής καταγωγής, γεννημένο στην Καβάλα) προκειμένου με συνδυασμένες επιχειρήσεις να καταφέρουν το τελειωτικό χτύπημα στον αγώνα των Ελλήνων για εθνική απελευθέρωση. Η τουρκοαιγυπτιακή συμμαχία στόχευε στην καταστολή της επανάστασης στην Κρήτη, στην απόβαση αιγυπτιακών δυνάμεων στην Πελοπόννησο, με παράλληλη εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στη Στερεά και του τουρκικού και αιγυπτιακού στόλου στα νησιά του Αιγαίου με σκοπό να τα καταστρέψουν.
Η αιγυπτιακή απειλή
Με αντάλλαγμα λοιπόν την Κρήτη και την Κύπρο και τη διοίκηση της Πελοποννήσου, ο αιγύπτιος ηγεμόνας ανέθεσε στον γιο του Ιμπραήμ να εκστρατεύσει ως διοικητής του αιγυπτιακού στρατού και πασάς της Πελοποννήσου με ισχυρή δύναμη κατά της Πελοποννήσου. Τις επιχειρήσεις στη μεγαλόνησο ανέλαβε ο Χουσεΐν μπέης, ο οποίος ηγείτο από το 1823 της στρατιωτικής δύναμης Τούρκων και Αιγυπτίων στο νησί. Ενισχυμένος με εκπαιδευμένα αιγυπτιακά στρατεύματα κατέστειλε τον αγώνα των ντόπιων οπλαρχηγών τρέποντας σε φυγή αρκετούς Κρητικούς, οι οποίοι αναζήτησαν καταφύγιο στα νησιά των Κυκλάδων και στα βουνά της Πελοποννήσου.
Στους μήνες που ακολούθησαν το άρτια οργανωμένο κατά τα γαλλικά πρότυπα εκστρατευτικό σώμα των Αιγυπτίων κύκλωσε με 35 πολεμικά πλοία και 3.000 αρβανίτες στρατιώτες την Κάσο (Μάιος 1824). Το κύμα κανονιοβολισμών διαδέχθηκε οργανωμένη ομαδική απόβαση, για να ακολουθήσουν λεηλασίες, σφαγές και καταστροφές. Μερικές εβδομάδες μετά στόχος των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων έγινε το μικρό νησί των Ψαρών (Ιούνιος 1824). Με περίπου 176 πλοία και 12.000 στρατιώτες υπό τον Χοσρέφ πασά οι Τούρκοι πέρασαν από τον Ελλήσποντο κατευθυνόμενοι στα Ψαρά των 7.000 κατοίκων, των 25.000 χίων προσφύγων και των 1.200 μακεδόνων πολεμιστών. Ακολούθησε σφαγή άνευ προηγουμένου, η οποία έμεινε στην Ιστορία και μέσα από τους πίνακες του Ντελακρουά και του Γύζη και τους αθάνατους στίχους του Διονυσίου Σολωμού. Τελικός απολογισμός: οι μισοί κάτοικοι και πρόσφυγες νεκροί και ο μισός στόλος σε τουρκικά χέρια.
Οταν στη συνέχεια αποπειράθηκαν να επικρατήσουν και στη Σάμο, οι δυνάμεις του τουρκικού ναυτικού αντικρούστηκαν από τον ελληνικό στόλο στη ναυμαχία της Μυκάλης. Ο Χοσρέφ πασάς κατευθύνθηκε τότε στην Κω, όπου ο στόλος του συναντήθηκε με το αιγυπτιακό ναυτικό του Ιμπραήμ. Τη στιγμή εκείνη η τουρκοαιγυπτιακή θαλάσσια συμμαχία μετρούσε περίπου 400 πλοία, 2.500 κανόνια και 30.000 άνδρες. Γρήγορα εμφανίστηκε απέναντί τους και ο ελληνικός στόλος, που αριθμούσε μόλις και μετά βίας 70 πλοία, 850 κανόνια και 5.000 άνδρες. Η κορύφωση των μεταξύ τους εχθροπραξιών ήλθε λίγες ημέρες αργότερα, στις 28 Αυγούστου 1824, στον κόλπο του Γέροντα, στα μικρασιατικά παράλια. Το τέλος της ναυμαχίας βρήκε τους Ελληνες νικητές και τον στόλο των Τούρκων και των Αιγυπτίων διασκορπισμένο και αποδεκατισμένο.
Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο
Ο Ιμπραήμ κατευθύνθηκε τότε στον κρητικό λιμένα της Σούδας, από όπου, αρχές Φεβρουαρίου 1825, έπλευσε με τον στόλο του (50 πλοία, 4.000 πεζοί και 500 ιππείς) χωρίς δυσκολία στη Μεθώνη της Πελοποννήσου. Εν συνεχεία λέγεται ότι ενισχύθηκε με άλλους 6.000 πεζούς και 500 ιππείς. Από εκεί κινήθηκε προς Βορρά, με κατεύθυνση την Κορώνη, την Πύλο και το Νεόκαστρο, τα οποία και πολιόρκησε. Αιφνιδιασμένες οι ελληνικές δυνάμεις από την απόβαση του αιγύπτιου στρατηλάτη στα πελοποννησιακά παράλια εν μέσω χειμώνα δεν κατάφεραν να αντιδράσουν έγκαιρα και αποφασιστικά.
Ο Κουντουριώτης ξεκίνησε με 3.000 εμπίστους του προκειμένου να αντιμετωπίσει τον εχθρό αλλά σύντομα εγκατέλειψε εξουθενωμένος την προσπάθεια προτού εμπλακεί σε μάχη. Αρχιστράτηγο των μελλοντικών επιχειρήσεων διόρισε τον πλοίαρχο Σκούρτη. Στην ένοπλη σύρραξη Ελλήνων και Αιγυπτίων στις 7 Απριλίου 1825 κοντά στη θέση Κρεμμύδι της Μεσσηνίας οι ελληνικές δυνάμεις ηττήθηκαν κατά κράτος, με περισσότερους από 600 Ελληνες νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Ακολούθως οι 800 Ελληνες που ταμπουρώθηκαν στη Σφακτηρία, μικρό νησί έναντι της Πύλου, δέχθηκαν καταιγισμό πυρών και σφαγιάστηκαν στις 26 Απριλίου από τους στρατιώτες του Ιμπραήμ. Στην αναμέτρηση αυτή χάθηκαν σημαντικές προσωπικότητες της Επανάστασης, μεταξύ των οποίων ο Αναγνωσταράς, ο Τσαμαδός και ο γνωστός ιταλός φιλέλληνας Σανταρόζα. Ακολούθησε η πτώση του Νεοκάστρου στις 11 Μαΐου. Η Μεσσηνία εγκαταλείφθηκε από τους πληθυσμούς και τις περισσότερες φρουρές της.
Και ενώ στα πελοποννησιακά εδάφη οι επαναστατικές εστίες έσβηναν η μία μετά την άλλη υπό τη βάναυση προέλαση του Ιμπραήμ και των ανδρών του, ο Κολοκοτρώνης και οι φίλα προσκείμενοι σε αυτόν πολέμαρχοι παρέμεναν έγκλειστοι στην Υδρα. Εν μέσω γενικευμένου πανικού και σύγχυσης αποφασιστικό ηγετικό ρόλο ανέλαβε να διαδραματίσει ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας.
Ο Παπαφλέσσας οργανώνει την αντίσταση
Ο Παπαφλέσσας ή Φλέσσας (Γρηγόριος Δικαίος ήταν το κοσμικό όνομά του) υπήρξε ένας εκ των πιο δραστήριων πρωτεργατών της Ελληνικής Επανάστασης του ’21, φλογερός ομιλητής, από τους ακρογωνιαίους λίθους της Φιλικής Εταιρείας και δεινός πολεμιστής – διακρίθηκε σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο, όπως π.χ. στα Δερβενάκια ενάντια στη στρατιά του Δράμαλη.
Ο Παπαφλέσσας είχε διατελέσει μοναχός σε μοναστήρια του Μοριά, στη συνέχεια αρχιμανδρίτης, έμπιστος του Υψηλάντη και γερουσιαστής στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, αντιπρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και στη συνέχεια υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας στην κυβέρνηση Κουντουριώτη. Υπό αυτή λοιπόν την ιδιότητα ανέλαβε να οργανώσει ο ίδιος την ελληνική άμυνα στις αρχές του 1825 προκειμένου να ανακοπεί η προέλαση του Ιμπραήμ στην καρδιά της Πελοποννήσου.
Συναισθανόμενος την επικινδυνότητα της κατάστασης ο Παπαφλέσσας ζητούσε επίμονα την απελευθέρωση του «αντάρτη» Κολοκοτρώνη και των υπολοίπων εγκλείστων οπλαρχηγών και τη χορήγηση αμνηστίας προκειμένου να ενώσουν τις δυνάμεις τους για την αντιμετώπιση της αιγυπτιακής λαίλαπας. Η έκκλησή του ωστόσο δεν έγινε εγκαίρως δεκτή (όταν ο Κολοκοτρώνης τελικά αποφυλακίστηκε, ήταν πολύ αργά για τον Παπαφλέσσα).
Κατόπιν αυτών ο Παπαφλέσσας δήλωσε ενώπιον Βουλής και Εκτελεστικού ότι ήταν αποφασισμένος να αφήσει το Ναύπλιο και να κατευθυνθεί προς την Τριπολιτσά και εν συνεχεία προς τη Μεσσηνία με σκοπό να αναμετρηθεί με τη στρατιά του Ιμπραήμ, η οποία ήταν εκπαιδευμένη από γάλλους αξιωματικούς που είχαν πλούσια στρατιωτική εμπειρία από τους ναπολεόντειους πολέμους. Χαρακτηριστικά λέγεται ότι δήλωσε πως είτε θα επέστρεφε νικητής είτε θα έπεφτε στο πεδίο της μάχης.
Στην πρόσκλησή του ανταποκρίθηκαν σχεδόν 700 πολεμιστές, με τους οποίους κατευθύνθηκε στο σημείο Λεοντάρι, όπου και ενώθηκαν με τον ανιψιό του Παπαφλέσσα Δημήτρη Φλέσσα και τα περίπου 150 «τουφέκια» του. Ακολούθησαν οι οπλαρχηγοί Αναστάσης Κουμουνδούρος, Χρήστος Πατρινέλλης, Αδαμάκης Αποστολόπουλος, Παναγιώτης Μπούρας και Αναστάσης Κουλοχέρας με τα «ασκέρια» τους. Οταν η στρατιά προχώρησε στους Λάκκους, στο δυναμικό της προστέθηκαν ο Γιώργος Μπούτος και ο πολέμαρχος Καρακίτσος με τους άνδρες τους. Αργότερα ο Παπαφλέσσας πληροφορήθηκε ότι ο Πλαπούτας σκόπευε να προστρέξει σε βοήθειά του με περίπου 1.600 πολεμιστές του, ενώ και οι αρκάδες οπλαρχηγοί τού διεμήνυαν ότι θα έσπευδαν προς ενίσχυση της ελληνικής στρατιάς με τουλάχιστον 2.000 «τουφέκια».
Ο Παπαφλέσσας ανέμενε ακόμη την άφιξη του αδελφού του Νικήτα με 700 στρατιώτες καθώς και την αρωγή του Ηλία Κατσάκου με άλλους 1.000 αγωνιστές. Από αυτούς οι περισσότεροι δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Τελευταία στιγμή προστέθηκαν στην ελληνική δύναμη ο Ηλίας Κάρμας, ο Θανασούλας Καπετανάκης, ο Βοϊδής Μαυρομιχάλης, ο Ηλίας Τσαλαφατίνος, ο Σταύρος Καπετανάκης, ο Παναγιώτης Λίβας, ο Αναγνώστης Μπιτσιάνης και ο αδελφός του Παπαφλέσσα Γεώργιος Δικαίος.
Η μάχη στο Μανιάκι
Αφού συγκέντρωσε δύναμη περίπου 2.000 ελλήνων αγωνιστών (1.500 ή μόλις 1.200 κατ’ άλλους) από την Αρκαδία, τη Μεσσηνία και τη Μάνη, ο Παπαφλέσσας πορεύθηκε προς την περιοχή της Πυλίας και συγκεκριμένα κοντά στο χωριό Μανιάκι, που βρισκόταν βορειοανατολικά της Πύλου, σε υψόμετρο 580 μ. Εκεί οχυρώθηκε στις 16 Μαΐου και έστησε τρία πρόχειρα προχώματα (ταμπούρια) σε θέση που επέτρεπε την εποπτεία της γύρω περιοχής από ψηλά. Στο ένα πρόχωμα επικεφαλής τοποθετήθηκε ο ανιψιός του, ο Δημήτριος Φλέσσας, με τους Μεσσηνίους, το άλλο ανέλαβαν να προστατεύσουν ο Βοϊδής Μαυρομιχάλης και οι μανιάτες οπλαρχηγοί και τέλος στο τρίτο, το βόρειο, το πιο επικίνδυνο και εκτεθειμένο, έμεινε ο ίδιος με μερικά από τα παλικάρια του.
Ξημέρωνε 20ή Μαΐου 1825. Ο αιγυπτιακός στρατός πλησίαζε από τον κάμπο. «Είχεν μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύν στρατόν» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος. Στη θέα του πολυάριθμου αιγυπτιακού πεζικού και ιππικού – περί τους 6.000 άνδρες συνολικά (άλλοι μιλούν για 2.500-3.000 Αιγυπτίους) – που πλησίαζε ορμώμενο από την καταληφθείσα πόλη της Πύλου πολλοί ήταν οι Ελληνες που δείλιασαν και εξέφρασαν την άποψη ότι το σημείο δεν ήταν κατάλληλο για άμυνα, πόσο μάλλον για αναμέτρηση των άνισων αριθμητικά στρατών, με συνέπεια τη γενικευμένη λιποταξία. Περισσότεροι από 1.000 Ελληνες εγκατέλειψαν το μέτωπο.
Ο Παπαφλέσσας, εμμένοντας στην άποψή του ότι η μάχη έπρεπε πάση θυσία να δοθεί στο Μανιάκι, απέμεινε να το υπερασπιστεί με μόνο 600 ή 500 ή κατ’ άλλες ιστορικές πηγές 300 πιστούς συντρόφους, κυκλωμένος από τουλάχιστον 3.000 αιγυπτίους πεζούς και ιππείς. Με μοναδικά του όπλα ένα γιαταγάνι που του είχε χαρίσει ο βοεβόδας της Καλαμάτας Αρναούτογλου και ένα στολισμένο με φίλντισι καριοφίλι που έγραφαν το όνομά του ο Παπαφλέσσας ήταν αποφασισμένος να εμποδίσει με τη θυσία του την προέλαση της αιγυπτιακής στρατιάς, την οποία οδηγούσε ο γάλλος εξωμότης συνταγματάρχης Ντε Σεβ Σουλεϊμάν μπέης μαζί με τον ίδιο τον Ιμπραήμ πασά.
Οπως χαρακτηριστικά περιγράφει τις στιγμές λίγο πριν από τη μάχη ο Φωτάκος στον τρίτο τόμο των Απομνημονευμάτων του, «βλέπων δε ο Φλέσσας ότι εκυκλώθησαν υπό του εχθρικού ιππικού, ενόμιζε τούτο μεγάλον ευτύχημα, διά να συνέλθουν όλοι ομού οι Ελληνες και να πολεμούν καλλίτερα και αποφασιστικώτερα, και να μη λιποτακτούν. […] Αφού δε συνήλθαν οι στρατιώται, τότε είδε κατά μέγα μέρος ηλαττωμένην την δύναμιν, και έμαθε την φυγήν των προειρημένων, εμέτρησεν έπειτα τους μείναντας και ηύρεν αριθμόν ολιγώτερον των χιλίων. […] Αφού δε ο στρατός συνηθροίσθη […] ο Φλέσσας ήλθεν εν τω μέσω των στρατιωτών και εξεφώνησε λόγον, ενθαρρύνων αυτούς και υπενθυμίζων εις τους στρατιώτας τας πρότερον μάχας και τας νίκας του Βαλτετσίου, του Λεβιδίου, της Γράνας, των Βερβένων και των Δολιανών, την άλωσιν της Τριπολιτσάς, την καταστροφήν του πολυπληθούς στρατεύματος του Δράμαλη, και τους παρέστησε νίκην άφευκτον· διότι τους είπεν ότι έρχονται τόσα στρατεύματα εις βοήθειαν εντός ολίγου τα οποία θα υπερβούν τας 15.000, ότι έρχεται ο Πλαπούτας και όλοι οι Αρκαδινοί, ο αυτάδελφός του Νικήτας, ο Κατσάκος και άλλοι Μανιάτες, ότι όλοι ούτοι θα φθάσουν μετά μίαν ώραν και θα είναι εδώ ολοτρόγυρα του Ιμβραήμ να τον κτυπούν από τις πλάτες και τελειώνων είπεν ότι: «Σήμερον η πατρίς περιμένει από ημάς την δόξαν της διά της νίκης ταύτης!»».
Η θυσία του Παπαφλέσσα
Εκείνη τη στιγμή παρενέβησαν και μερικοί εκ των οπλαρχηγών του Παπαφλέσσα, οι οποίοι πρότειναν τη διάσπαση του κλοιού που είχε σχηματίσει το αιγυπτιακό ιππικό και τη μετακίνησή τους σε καταλληλότερο σημείο. Ελπίζοντας στην άφιξη πολυάριθμων στρατιωτικών ενισχύσεων ο Παπαφλέσσας επέμεινε πεισματικά να παραμείνουν στο σημείο και να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων, όπως και τελικώς έγινε.
Τα μοιρασμένα σε λόχους αιγυπτιακά τάγματα βάδιζαν σταθερά σε στήλες με κατεύθυνση τα χαρακώματα των λιγοστών ελλήνων υπερασπιστών. Η λιποταξία από την ελληνική πλευρά συνεχιζόταν. Οι τάξεις του στρατού φυλλορροούσαν. Μολαταύτα η μάχη μαινόταν για περισσότερες από οκτώ ώρες και η αντίσταση των λιγοστών Ελλήνων στα αναχώματα υπήρξε αξιοθαύμαστη. Μεσούσης της μάχης πλησίαζε στο σημείο η δύναμη του Πλαπούτα. Δεν ενεπλάκη όμως στη μάχη. Περιορίστηκε σε μια διαταγή να πέσουν ομαδικές τουφεκιές για να αναθαρρήσουν οι άνδρες του Παπαφλέσσα και να «πτοηθούν» οι Αιγύπτιοι.
Υστερα από αλλεπάλληλες βολές του αιγυπτιακού πυροβολικού και από σειρά εφόδων του ιππικού το πρώτο οχύρωμα που έπεσε ήταν αυτό του Παπαφλέσσα και στη συνέχεια αυτό του Βοϊδή. Ακολούθησε δραματική μάχη σώμα με σώμα. Αφού προξένησαν τη μέγιστη δυνατή φθορά στα στίφη των Αιγυπτίων – περισσότεροι από 600 Αιγύπτιοι νεκροί – τα ελληνικά τυφέκια σίγησαν μέχρις ενός. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Γιαννάκης Παπάς, γιος του μακεδόνα αγωνιστή της Επανάστασης Εμμανουήλ Παπά. Μετά το πέρας της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε επίμονα να μεταφέρουν ενώπιόν του τον νεκρό Παπαφλέσσα. Οταν οι στρατιώτες τού έφεραν το ακέφαλο πτώμα του πελοποννήσιου οπλαρχηγού, διέταξε να τον στήσουν όρθιο πάνω σε ένα δέντρο. Αφού τοποθέτησαν και το κεφάλι του, ο Ιμπραήμ έμεινε να τον κοιτάζει θαυμάζοντας το επιβλητικό του παράστημα. Σύμφωνα με λαϊκές αφηγήσεις, αφού ο αιγύπτιος στρατηγός είπε ότι ήταν κρίμα που δεν τον έπιασαν ζωντανό και ότι αν οι Ελληνες είχαν δέκα πολεμιστές σαν αυτόν θα ήταν αδύνατον να καταπνιγεί η Επανάστασή τους, πλησίασε και τον ασπάστηκε.
Αμνηστία για τους «αντάρτες»
Εν τω μεταξύ η ελληνική κυβέρνηση, ύστερα από λαϊκή απαίτηση, είχε χορηγήσει γενική αμνηστία στους πελοποννήσιους «αντάρτες» (17 Μαΐου 1825), οι οποίοι ωστόσο δεν πρόλαβαν να βοηθήσουν στο Μανιάκι. Χαρακτηριστικό της ατμόσφαιρας ήταν ότι, όταν ο Κολοκοτρώνης έφθασε στο Ναύπλιο, έγινε δεκτός με ζητωκραυγές. Στη συνέχεια η κυβέρνηση τον διόρισε αρχιστράτηγο και γενικό αρχηγό της Πελοποννήσου με διευρυμένες δικαιοδοσίες και με αποστολή να ανακόψει την καταστροφική πορεία του Ιμπραήμ στην πελοποννησιακή ενδοχώρα. Ακολούθησε η κατάληψη της εγκαταλελειμμένης Τριπολιτσάς από τον αιγύπτιο πασά και η ήττα του στους Μύλους του Αργους από τις δυνάμεις του Μακρυγιάννη, του Υψηλάντη και του Κώστα Μαυρομιχάλη. Μετά την ήττα του ο Ιμπραήμ υποχώρησε στην Τριπολιτσά και ύστερα από μήνες λεηλασιών και σφαγών στη γύρω περιοχή κατευθύνθηκε αργά προς το Μεσολόγγι, όπου θα γραφόταν άλλη μια πικρή σελίδα της ελληνικής ιστορίας.
Εβδομάδες μετά τη μάχη στο Μανιάκι κυκλοφόρησε στο Παρίσι λιθογραφία με φανταστική σύνθεση που απεικονίζει την κορύφωση της σύγκρουσης, στην οποία αναγράφεται η φράση: «Η εν Μανιακίω της Πυλίας μάχη, καθ’ ην ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας, ηρωικώς μαχόμενος, έπεσε ως νέος Λεωνίδας».
ΚΕΙΜΕΝΑ: Θ. ΒΟΘΛΓΑΡΗΣ (ΙΜΠΡΑΗΜ), ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΛΙΟΥ (Η ΜΑΧΗ), ΝΙΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ (ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ)