Η θριαμβευτική νίκη των Ελλήνων στον Μαραθώνα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον στρατηγό Μιλτιάδη. Ο Μιλτιάδης είχε βαριά κληρονομιά. Ο πατέρας του, ο Κίμων, υπήρξε τρις ολυμπιονίκης στο άρμα, ενώ ο θείος του, του οποίου το όνομα έφερε, ήταν ο ιδρυτής ενός ημιανεξάρτητου κρατιδίου, υπό αθηναϊκή κηδεμονία, στη Θρακική Χερσόνησο (σημερινή Διώρυγα της Καλλίπολης). Ο «θείος» Μιλτιάδης δεν απέκτησε ποτέ παιδιά και κληροδότησε τη γη του στον ανιψιό του.


Περί το 526 μ.Χ. ο Μιλτιάδης αναχώρησε για τη Χερσόνησο, όπου ενδυνάμωσε την κυριαρχία του, φυλάκισε τους εχθρούς του και θωρακίστηκε με μια προσωπική φρουρά 500 ανδρών με τον ίδιο τρόπο που θωρακίζεται ένας τύραννος. Την ίδια εποχή παντρεύτηκε την Ηγησιπύλη, τη θυγατέρα ενός ηγεμόνα της Θράκης. Λίγο αργότερα όμως υποτάχθηκε στον Δαρείο, ο οποίος άπλωνε με γρήγορους ρυθμούς την κυριαρχία του στην Ευρώπη. Ο Μιλτιάδης τότε έλαβε μέρος στην εκστρατεία του Δαρείου (513 μ.Χ.) εναντίον των Σκυθών. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, διέταξε την καταστροφή της γέφυρας του Δούναβη προκειμένου να εμποδίσει τη φυγή του Δαρείου, δείχνοντας έτσι ήδη τα «αντιπερσικά» αισθήματά του. Πρόκειται για μια ιστορία όμως που δεν είναι καθόλου βέβαιη διότι ο Μιλτιάδης δεν κυνηγήθηκε ποτέ από τους Πέρσες. Είναι όμως γεγονός ότι, όταν ξέσπασε η επανάσταση των ιωνικών πόλεων κατά των Περσών, το 499 μ.Χ., ο Μιλτιάδης αποφάσισε να συμμαχήσει με τους στασιαστές και να συνάψει φιλικές σχέσεις με την Αθηναϊκή Δημοκρατία. Πιθανότατα κατά τη διάρκεια της επανάστασης ο Μιλτιάδης κατέλαβε τις νήσους Λήμνο και Ιμβρο, τις οποίες τελικά παρέδωσε στους Αθηναίους. Η Ιωνική Επανάσταση κατεπνίγη το 494 μ.Χ. και έναν χρόνο μετά, όταν ο στόλος του Δαρείου ξεπρόβαλε στη Χερσόνησο, ο Μιλτιάδης φόρτωσε πέντε πλοία με την περιουσία του και κατέφθασε στην Αθήνα. Ενα από τα πλοία, με πλοίαρχο τον μεγαλύτερο γιο του Μιλτιάδη, τον Μετίοχο, αιχμαλωτίστηκε. Ο Μετίοχος μεταφέρθηκε στην Περσία, ως αιχμάλωτος πολέμου, αλλά ο Δαρείος τού φέρθηκε έντιμα και με σεβασμό δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την εκτίμησή του για τον Μιλτιάδη.



Η προέλευση του Μιλτιάδη ήταν ενδεικτική για το ότι η παρουσία του θα προκαλούσε αναταραχές στην Αθήνα. Η γυναίκα του Μιλτιάδη ήταν ξένη και όχι Ελληνίδα (η οποία του απέφερε και δεύτερο γιο, τον Κίμωνα, το 510 μ.Χ.). Το παρελθόν του και ο τίτλος του τυράννου σκίαζαν το πρόσωπό του, ακόμη και όταν θριαμβευτικά οδήγησε τους Ελληνες εναντίον των Περσών.


Ο λόγος για τον οποίο επιλέχθηκε ο Μιλτιάδης ως ένας από τους δέκα στρατηγούς των δυνάμεων των Αθηναίων ανάμεσα σε 493 υποψηφίους ήταν ασφαλώς το ότι γνώριζε τον Δαρείο και τις κινήσεις των Περσών έχοντας στο παρελθόν πολεμήσει στο πλευρό τους. Ο Μιλτιάδης, μάλιστα, σε αντίθεση με τον Θεμιστοκλή δέκα χρόνια αργότερα στη Σαλαμίνα, επιθυμούσε συνεργασία με τη Σπάρτη, αντίληψη η οποία υποστηριζόταν από αθηναίους γαιοκτήμονες καθώς και την αγροτική «μεσαία» τάξη.


Μετά τον θρίαμβο στη Μάχη του Μαραθώνα ο Μιλτιάδης θεωρήθηκε ήρωας της Αθήνας. Προκειμένου να εδραιώσει τη νίκη του, την άνοιξη του 489 μ.Χ., με έναν στόλο 70 πλοίων, αποφάσισε να χτυπήσει τον στόλο των Περσών στο Αιγαίο και να τιμωρήσει τη Νάξο που τους είχε προσφέρει βοήθεια. Η νίκη ήρθε εύκολα και η Νάξος καταστράφηκε. Ο επόμενος στόχος, όμως, η Πάρος, πρόβαλε μεγάλη αντίσταση. Η πολιορκία διήρκεσε 26 ημέρες, χωρίς οι Αθηναίοι να μπορέσουν να πατήσουν το πόδι τους στο νησί. Ο Μιλτιάδης τραυματίστηκε στον μηρό από ένα βέλος και αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να επιστρέψει στην Αθήνα άπραγος. Η ήττα του στην Πάρο κακοφάνηκε στους Αθηναίους, οι οποίοι έδειξαν να λησμονούν τη μεγάλη προσφορά του Μιλτιάδη στον Μαραθώνα. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι, οι Αλκμεωνίδες, βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία να ζητήσουν τη δίκη του Μιλτιάδη για την αποτυχία του στην Πάρο, δίκη που απαίτησε ο Ξάνθιππος, πατέρας του Περικλή, ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου.


Λίγες ημέρες αργότερα ο ήρωας του Μαραθώνα, με πρησμένο πόδι από το τραύμα το οποίο είχε μολυνθεί, οδηγήθηκε στο δικαστήριο. Οι Αθηναίοι τον εγκατέλειψαν στην τύχη του. Με μοναδικό υπερασπιστή τον αδελφό του Στησαγόρα ο Μιλτιάδης κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε να πληρώσει 50 τάλαντα. Ο Μιλτιάδης όμως πέθανε σχεδόν αμέσως στη φυλακή από γάγγραινα.


ΔΑΡΕΙΟΣ Α’ 550; π.Χ. – 486 π.Χ.



Ο Δαρείος Α’, γιος του Υστάσπους από το γένος των Αχαιμενιδών, υπήρξε βασιλιάς της Περσίας από το 521 ως το 485 π.Χ. Αρχικά, ως στρατηγός, ήταν επικεφαλής της εξέγερσης της Δυτικής Περσίας κατά της εξουσίας και των μεταρρυθμίσεων του θρησκευτικού ηγέτη Γαυμάτα. Με άλλους συνεργάτες ο Δαρείος οργάνωσε το 522 π.Χ. τη δολοφονία του Γαυμάτα και ανέβηκε στον θρόνο της Περσίας. Αποκατέστησε τον στρατό στην προνομιακή θέση που είχε πριν από τις μεταρρυθμίσεις. Αφαίρεσε επίσης από τις υποταγμένες στην Περσία χώρες προνόμια που τους είχε παραχωρήσει ο Γαυμάτα. Ετσι εξηγούνται οι εξεγέρσεις που προκάλεσε η αποκατάσταση της δυναστείας των Αχαιμενιδών σε διάφορες υποδουλωμένες στους Πέρσες περιοχές και προπάντων στην Βαβυλωνία, στο Ελάμ, στην Παρθία, στην Αίγυπτο και στη Μηδία. Μέσα σε έναν χρόνο ο Δαρείος κατέπνιξε βίαια όλες τις εξεγέρσεις. Ιδιαίτερη σκληρότητα επέδειξε στη Μοργιανή που δεν εννοούσε να υποταχθεί. Οι επαναστάτες που σκότωσε εκεί ξεπέρασαν τις 55.000. Τα γεγονότα αυτά που πραγματοποιήθηκαν στην αρχή της βασιλείας του φρόντισε να τα διαιωνίσει με την επιγραφή που χάραξε στον βράχο Μπεχιστούν, στην κοιλάδα Κερμανσάχ, βορείως του αρχαίου Ελάμ. Εκεί σε μεγάλο ύψος χάραξε σε σφηνοειδή συλλαβική γραφή 400 στίχους, σε τρεις γλώσσες, περσική, ελαμική και ακκαδική. Πάνω από την επιγραφή εικονίζεται ο ίδιος σε ανάγλυφη παράσταση να θριαμβεύει μπρος στον δεμένο Γαυμάτα και σε οκτώ άλλους επαναστάτες αρχηγούς. Με κομπασμό αναφέρεται ότι μέσα σε έναν χρόνο κερδήθηκαν 19 μάχες, αιχμαλωτίστηκαν εννέα βασιλείς και αποκαταστάθηκε το περσικό κράτος σε ολόκληρη την παλαιά του έκταση ως τον Καύκασο.


Η οργάνωση του κράτους από τον Δαρείο υπήρξε πρωτοπόρα για την εποχή του. Οι διοικητικές ικανότητές του φάνηκαν με τις μεταρρυθμίσεις που επέφερε στην περσική διοίκηση προκειμένου να δημιουργήσει κάποια ενότητα στο αχανές κράτος, με τους πολλούς λαούς και τους διαφορετικούς τρόπους ζωής, πολιτισμούς, γλώσσες και παραδόσεις. Πρώτα απ’ όλα ενίσχυσε στο ανώτατο όριο την κεντρική εξουσία στηριζόμενος στον στρατό. Η λεγομένη επιγραφή του Ναξιστουρέμ βεβαιώνει ότι μόνο ο μεγάλος βασιλιάς είχε το δικαίωμα να τιμωρεί ή να αμείβει. Ακόμη και για μια απλή παράβαση της αυλικής εθιμοτυπίας ο φταίχτης τιμωρούνταν σκληρά, όσο επιφανής και αν ήταν. Στις επαρχίες ιδρύθηκαν διοικητικά κέντρα με πολυάριθμους υπαλλήλους. Σύνδεσμοι μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και των επαρχιών ήταν οι ονομαζόμενοι «οφθαλμοί του βασιλέως», άνθρωποι δηλαδή της τυφλής εμπιστοσύνης του Δαρείου οι οποίοι περιόδευαν τις επαρχίες (σατραπείες) και ήλεγχαν για λογαριασμό του τα εισοδήματα και τη διοίκηση των σατράπηδων. Επί Δαρείου η Περσική Αυτοκρατορία ήταν διαιρεμένη σε 20 σατραπείες. Καθεμιά έπρεπε να καταβάλλει στον βασιλιά ετήσιο φόρο. Η Αίγυπτος π.χ. πλήρωνε 700 αργυρά τάλαντα τον χρόνο και η Βαβυλωνία 1.000. Το συνολικό ποσό των φόρων που συγκέντρωνε η κεντρική διοίκηση από όλες τις σατραπείες ήταν 14.560 τάλαντα (πάνω από 400 τόνους ασήμι). Οι μόνοι που ήταν απαλλαγμένοι από τους φόρους ήταν οι κάτοικοι των κυρίως περσικών εδαφών. Οι σατράπηδες, συνήθως πέρσες ευγενείς, εξασφάλιζαν την είσπραξη των καθορισμένων φόρων για το βασιλικό ταμείο και εφάρμοζαν τις διαταγές του βασιλιά. Εξαιτίας όμως του συστήματος της ενοικίασης του δικαιώματος είσπραξης των φόρων σε πλουσίους, οι οποίοι προπλήρωναν το καθορισμένο ποσό του φόρου, συνήθως εισπράττονταν περισσότεροι.


Οσον αφορά τη στρατιωτική οργάνωση της αυτοκρατορίας του, ο Δαρείος είχε φροντίσει σε κάθε σατραπεία να εδρεύει στρατιωτική δύναμη υπό τη διοίκηση στρατιωτικού διοικητή και όχι του σατράπη. Από τον Ξενοφώντα έχουμε την πληροφορία ότι οι σατράπηδες και οι στρατιωτικοί διοικητές αλληλοελέγχονταν ώστε να περιορίζονται οι απολυταρχικές τάσεις. Οι στρατιωτικοί διοικητές βρίσκονταν υπό τις διαταγές πέντε ανώτατων στρατιωτικών ηγετών. Σε περίπτωση εξέγερσης ή εισβολής εχθρού ο στρατός μεταφερόταν με ταχύτητα χρησιμοποιώντας το καλά οργανωμένο οδικό δίκτυο. Στη «βασιλική οδό», που ένωνε την Εφεσο με τα Σούσα, όπως και στους άλλους δρόμους που διακλαδώνονταν σε όλη την έκταση του περσικού κράτους, υπήρχαν κατά διαστήματα σταθμοί με βοηθητικές εγκαταστάσεις, με ταχυδρομεία με ιππείς, οι οποίοι διένειμαν το βασιλικό ταχυδρομείο με το σύστημα της σκυταλοδρομίας.


Η καλή οικονομική πρόοδος του περσικού κράτους στα χέρια του Δαρείου πιστοποιείται από την κυκλοφορία του δαρεικού, χρυσού νομίσματος (βάρους 8,4 γραμμαρίων) που εικόνιζε τον βασιλιά ως τοξότη. Οι δαρεικοί κυκλοφορούσαν όχι μόνο στην αυτοκρατορία αλλά και στις γειτονικές της χώρες και ιδιαίτερα στις ελληνικές πόλεις, όπου είχαν μεγάλη αξία. Η κοπή των δαρεικών διευκόλυνε την ανάπτυξη του περσικού εμπορίου και βοηθήθηκε από τη διάνοιξη της διώρυγας από τον Δαρείο μεταξύ Σουέζ και Νείλου.


Στην εξωτερική πολιτική του ο Δαρείος υπήρξε επεκτατικός. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την επιγραφή του Ναξιστουρέμ, η οποία μας πληροφορεί ότι επτά λαοί κατακτήθηκαν από τον στρατό του μετά το έτος 517 π.Χ., μεταξύ των οποίων και οι Θράκες. Αφορμή για την εκστρατεία του Δαρείου κατά των ελληνικών αποικιών του Ανατολικού Αιγαίου και έναυσμα των ελληνοπερσικών πολέμων υπήρξε η βοήθεια την οποία έστειλαν οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς στους Ιωνες κατά τη διάρκεια της εξέγερσής τους εναντίον του. Δευτερεύουσα αφορμή απετέλεσε και το αίτημα του έκπτωτου τυράννου των Αθηνών Ιππία να τον συνδράμει στην ανάκτηση της εξουσίας του. Ο Δαρείος Α´ πέθανε αιφνιδιαστικά στη διάρκεια των ελληνοπερσικών πολέμων το 486 π.Χ. Ετάφη κοντά στην Περσέπολη, στη νεκρόπολη των περσών βασιλιάδων. Ο λαξεμένος στον βράχο επιβλητικός τάφος του σώζεται ως σήμερα.