«Θωρηκτό Ποτέμκιν», «Απεργία», «Ιβάν ο Τρομερός», «Αλέξανδρος Νιέφσκι». Στο άκουσμα και μόνο των τίτλων των παραπάνω ταινιών ακόμη και ο μη έχων ιδιαίτερη επαφή με τον κινηματογράφο αντιλαμβάνεται ότι ο άνθρωπος που τις υπέγραψε ανήκει στους πρωτοπόρους αλλά και σημαντικότερους εκπροσώπους της Εβδόμης Τέχνης. Ο γεννημένος στη Ρίγα τον Ιανουάριο του 1898 Σεργκέι Μ. Αϊζενστάιν ενδιαφερόταν για τη σύνθεση όλων των τεχνών στον κινηματογράφο, τέχνη που τον είλκυσε μετά τη σκηνοθετική εμπειρία του στο Πρώτο Εργατικό Θέατρο της Προλεταριακής Κουλτούρας (Προλετκούλτ), την οποία δεν προσέγγισε μόνο πρακτικά αλλά και θεωρητικά (όλα αυτά όμως μετά τις σπουδές του και τη σύντομη «θητεία» του ως πολιτικού μηχανικού ύστερα από απαίτηση του επίσης πολιτικού μηχανικού πατέρα του).
Η μεγαλύτερη συμβολή του Αϊζενστάιν στον κινηματογράφο εντοπίζεται στη λεγομένη «γραμματική» του μέσου. Με την πεποίθηση ότι ο νέος σοβιετικός κινηματογράφος πρέπει να είναι επαναστατικός όχι μόνο ως προς τη φόρμα αλλά και το περιεχόμενο, ο Αϊζενστάιν, εμπνευσμένος από το «αριστερό μέτωπο» στην τέχνη – οδηγός του οποίου ήταν ο ποιητής Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι – πειραματίστηκε επάνω στις εκφραστικές δυνατότητες του φιλμ θέτοντας τις βάσεις της γραμματικής της κινηματογραφικής γλώσσας και δίνοντας πρωταρχική σημασία στη διαλεκτική σύνθεση των πλάνων, κοινώς στο μοντάζ. Οπως το «αριστερό μέτωπο» αντιμετώπιζε το κοινό του κινηματογράφου ως επαναστατημένο πλήθος που έπρεπε να γκρεμίσει τον κόσμο τού χθες για ένα καλύτερο αύριο, τοιουτοτρόπως και ο Αϊζενστάιν επεδίωξε να διατηρεί αμείωτη την προσοχή του θεατή στρέφοντάς την ταυτοχρόνως προς την «επιθυμητή» κατεύθυνση. Κάπως έτσι εισήγαγε τη θεωρία του μοντάζ των ατραξιόν που καταγόταν από τους θεατρικούς πειραματισμούς του δασκάλου του Βσεβολόντ Μέγερχολντ αλλά και από την κοινωνική φαινομενολογία των αντιδράσεων. Στο μοντάζ των ατραξιόν (που ως όρος προέρχεται από το θέαμα του τσίρκου και στόχο έχει την πρόκληση έντονων και ποικίλων ερεθισμάτων στην αντίδραση του θεατή) εμπεριέχεται όλο το σύστημα της κινηματογραφικής και θεωρητικής σκέψης του Αϊζενστάιν γύρω από την κίνηση των ιδεών στον κινηματογράφο. Για τον Αϊζενστάιν σκηνοθέτης σήμαινε μυαλό, γι’ αυτό και θεωρείται ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του διανοητικού κινηματογράφου.
Μόλις 28 χρόνων ο Αϊζενστάιν γύρισε το «Θωρηκτό Ποτέμκιν», την πιο αναγνωρίσιμη δημιουργία του αλλά και το σημαντικότερο επίτευγμα της εποχής του βωβού κινηματογράφου (η σκηνή της σφαγής στα σκαλιά της Οδησσού έχει κερδίσει μια θέση στην ανθολογία των πιο διάσημων σκηνών που έχουν περάσει ποτέ στο σελιλόιντ). Λίγα χρόνια αργότερα και ενώ είχε σκηνοθετήσει τον «Οκτώβρη» ο Αϊζενστάιν έφυγε για τη Δύση, όπου είχε την ευκαιρία να συναντηθεί με μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης, από τον Τζέιμς Τζόις και τον Χ. Τζ. Γουέλς ως τον Τσάρλι Τσάπλιν και τον Μπέρτολντ Μπρεχτ. Στο Χόλιγουντ όμως έζησε δυσάρεστες εμπειρίες με αποκορύφωμα το «Que Viva Mexico!», μια ταινία που, παρά τα 70.000 μέτρα φιλμ που γυρίστηκαν στο Μεξικό, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Επιστρέφοντας στη Ρωσία το 1932, όπου παρέμεινε ως τον ξαφνικό θάνατό του από έμφραγμα, ο Αϊζενστάιν βρέθηκε αντιμέτωπος με μια νέα τάξη πραγμάτων, την ισχυροποίηση της συγκεντρωτικής εξουσίας που επέβαλλε με κάθε τρόπο την πολιτική της στην τέχνη. Ενώ για ένα μεγάλο διάστημα υπήρξε ενεργός στο θεωρητικό πλαίσιο του κινηματογράφου (αρθρογραφία, διαλέξεις, διδασκαλία στο Ινστιτούτο Κινηματογραφίας κτλ.), ως κινηματογραφιστής παρέμενε αδρανής αντιμετωπίζοντας πολλά προβλήματα με το καθεστώς της χώρας του. Σενάριά του δεν εγκρίνονταν, ενώ του απαγορεύθηκε να ολοκληρώσει την ταινία του «Το λιβάδι του Μπεζίν» επειδή το θέμα της αφορούσε το τότε επίκαιρο ζήτημα της κολεκτιβοποίησης. Κάπως έτσι ερμηνεύεται η στροφή του Αϊζενστάιν σε θέματα που αντλούνταν από την ιστορία της Ρωσίας («Αλέξανδρος Νιέφσκι», «Ιβάν ο Τρομερός»), με τα οποία συνέχισε τις κινηματογραφικές αναζητήσεις του, αυτή τη φορά επάνω στη σχέση ήχου και εικόνας. Ακόμη και τότε όμως τα προβλήματά του με τη λογοκρισία ήταν τεράστια. Ενώ ο Στάλιν ενέκρινε το πρώτο μέρος του «Ιβάν του Τρομερού», απαγόρευσε το δεύτερο, όπου ο Αϊζενστάιν αποτύπωνε τις συνωμοσίες στα παρασκήνια της πολιτικής για την κατάκτηση της εξουσίας (το τρίτο μέρος της ταινίας δεν γυρίστηκε ποτέ).