Ο Τζάκσον Πόλοκ
πίστευε ότι η τέχνη πηγάζει από το ασυνείδητο. Πίστευε επίσης ότι το κριτήριο για την εκτίμησή της πρέπει να είναι το κατά πόσον η τέχνη επιτυγχάνει να εξωτερικεύσει την εκφραστική διάθεση του δημιουργού. Ο θεωρητικός Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ από την άλλη, πάτρωνας και θαυμαστής του ζωγράφου επί σειράν ετών, θεωρούσε ότι η αξία της ζωγραφικής του Πόλοκ συνίστατο στο ότι διατηρούσε «την ακεραιότητα της ζωγραφικής επιφάνειας», μια φράση που έγινε διασημότερη από οποιαδήποτε άλλη τον καιρό του όψιμου μοντερνισμού. Ασχετα όμως με το τι συνιστά το μεγαλείο της τέχνης του (και με το αν τελικά το μεγαλείο αυτό υφίσταται) ο Τζάκσον Πόλοκ υπήρξε μια από τις πιο προβεβλημένες μορφές της τέχνης του 20ού αιώνα και εξακολουθεί να θεωρείται ένας από τους λίγους αμερικανούς καλλιτέχνες που μπορούν να σταθούν πλάι πλάι με τους ευρωπαίους δασκάλους του μοντερνισμού.


Ο Πολ Τζάκσον Πόλοκ γεννήθηκε στο Κόντι του Γουαϊόμινγκ το 1912, πολύ γρήγορα όμως η οικογένειά του μετακόμισε και ο νεαρός Τζάκσον μεγάλωσε στην Καλιφόρνια και στην Αριζόνα. Το 1930 ο Πόλοκ ενεγράφη στην Art Students League της Νέας Υόρκης, όπου παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής από τον Τόμας Χαρτ Μπέντον. Ισχυρά επηρεασμένος από τον δάσκαλό του ο Πόλοκ ζωγράφιζε για χρόνια μικρά τοπία της αμερικανικής φύσης. Το 1937 όμως διαπίστωσε ότι ήταν ήδη αλκοολικός και ξεκίνησε ψυχοθεραπεία. Το 1938 έπαθε νευρικό κλονισμό και από το 1939 ως το 1943 ακολουθούσε θεραπεία με δύο ψυχαναλυτές της σχολής του Γιουνγκ. Την περίοδο αυτή η ζωγραφική του άλλαξε θεαματικά. Γοητευμένος από την παραμορφωτική αφαίρεση του Πάμπλο Πικάσο και τις βιομορφικές φόρμες του Ζουάν Μιρό, αλλά και από τη σουρεαλιστική θεωρία, ο Πόλοκ άρχισε να δημιουργεί αφαιρετικά έργα στα οποία πάνω από όλα διαφαινόταν η αγωνία του να ανακαλύψει έναν τρόπο άμεσης καταγραφής των συναισθημάτων του.



Το 1943 η Πέγκι Γκούγκενχαϊμ (συλλέκτρια και ανιψιά του Σόλομον Ρ. Γκούγκενχαϊμ, ιδρυτή του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης) του έδωσε τη μεγάλη ευκαιρία: ο Τζάκσον Πόλοκ υπέγραψε συμβόλαιο με την γκαλερί «This Century» της Γκούγκενχαϊμ, όπου και πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Ανάμεσα στη δαιμόνια κοσμικότητα της Γκούγκενχαϊμ και στη θεωρητική υποστήριξη του Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ, ο Τζάκσον Πόλοκ έγινε διάσημος εν μια νυκτί. Από εκείνη τη χρονιά και ύστερα έκανε ατομικές εκθέσεις σχεδόν κάθε χρόνο.


Στις αρχές του 1944 ο Πόλοκ ζωγράφισε τον πρώτο του πραγματικά τεράστιο πίνακα, τον οποίο ονόμασε «Τοιχογραφία». Ο πίνακας αυτός σηματοδοτεί την επινόηση ενός εντελώς προσωπικού ύφους, το οποίο συνδύαζε τη συνθετική αρτιότητα που ο Πόλοκ είχε διδαχθεί από τον Μπέντον με την «αυτόματη γραφή» του σουρεαλισμού. Εκείνη την περίοδο ο Πόλοκ δημιούργησε επίσης πολλά σχέδια με μεικτή τεχνική σε χαρτί, τα οποία προϊδέαζαν τη μεγάλη ανανέωση που επρόκειτο να έρθει πολύ σύντομα. Το 1945 ο Πόλοκ νυμφεύθηκε τη ζωγράφο Λι Κράσνερ. Το ζεύγος μετακόμισε στο Ιστ Χάμπτον της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, όπου και έζησε ως τον θάνατο του Πόλοκ.


Το 1947 ο Τζάκσον Πόλοκ χρησιμοποίησε για πρώτη φορά την τεχνική του «σταξίματος». Απλωνε τον μουσαμά ­ χωρίς τελάρο ­ στο πάτωμα και έσταζε πάνω του την μπογιά σε διαδοχικές στρώσεις. Πολλοί θεωρούν ότι οι πίνακες αυτής της περιόδου (πολλούς από τους οποίους μπορεί κανείς να δει σήμερα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και στο Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Whitney) αποτελούν τα αριστουργήματα της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας. Το σίγουρο είναι ότι έργα όπως το «Ομίχλη λεβάντας» («Lavender Mist», 1950) και το «Νο 23» (1951) είναι άκρως εντυπωσιακά. Εν τούτοις η ιδιομορφία της τεχνικής του Πόλοκ αποτελεί τον βασικό λόγο για την τεράστια διασημότητά του και σε μεγάλο βαθμό επισκίασε την ουσία (την «αυτόματη έκφραση») της τέχνης του.


Η υγεία του Πόλοκ προοδευτικά υπέκυψε στον αλκοολισμό του, ο οποίος όμως δεν πρόλαβε να αποβεί μοιραίος. Ο Τζάκσον Πόλοκ σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα το 1956.