Τα πάθη του ανθρώπου και της ζωγραφικής



Ο Γιώργος Ρόρρης αντιπροσωπεύει ένα είδος ζωγράφου υπό εξαφάνιση. Ευτυχώς στην Ελλάδα έχουν απομείνει ακόμη αρκετοί ομότεχνοί του που θεραπεύουν με πείσμα το ίδιο ουτοπικό ιδανικό: είναι οι αλκοολικοί της τερεβινθίνης, οι οπαδοί μιας ζωγραφικής που μεταβάλλει τον «ίλιγγο του ορατού» σε ζώσα ύλη, ικανή να ξαναδώσει στη νεκρή εικόνα ζωή και διάρκεια, ικανή να παγιδεύσει μέσα στα πάθη της τα πάθη του ανθρώπου, του ζωγράφου και κατά προέκταση του μοντέλου και του θεατή.


Ο Γιώργος Ρόρρης, μαθητής ακόμη στο εργαστήριο του Παναγιώτη Τέτση, μας αιφνιδίασε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 με τη διπλωματική του εργασία: εντυπωσιακοί καμβάδες καλυμμένοι από μεγάλα μονοχρωματικά πεδία σε υψηλή ζωγραφική τάση αιχμαλώτιζαν νεαρά κορίτσια, με απροσδόκητες αλλά όχι τυχαίες στάσεις, σε ασυνήθιστες συνθετικές σελιδώσεις. Ο νεαρός Ρόρρης είχε προδιαγράψει από τότε το ζωγραφικό του πεπρωμένο. Η πρώτη του έκθεση στη «Μέδουσα» το 1988 δεν πέρασε απαρατήρητη. Ο Ρόρρης συγκέντρωσε τις ελπίδες των φιλότεχνων, που περίμεναν μια αναγέννηση της παλιάς καλής ζωγραφικής με σύγχρονο πρόσωπο.


Ακολούθησαν οι μεταπτυχιακές σπουδές του στο Παρίσι στη Σχολή Καλών Τεχνών, με δάσκαλο τον καλό ζωγράφο Leonardo Cremonini. Στις τεχνικές του Ρόρρη προστέθηκαν οι περιπέτειες του τυχαίου που χαρακτηρίζουν την ποιητική του παρισινού δασκάλου του. Οι επόμενες εκθέσεις του νέου καλλιτέχνη μαρτυρούν μια κρίση στις θεματικές επιλογές και στη χρωματική δεσπόζουσα των έργων του. Ενας γεννημένος ζωγράφος της μορφής δεν εξορίζει ποτέ τυχαία τον άνθρωπο από τις συνθέσεις του. Τα παρισινά έργα του Ρόρρη εξερευνούν τον ακατοίκητο και ζοφερό κόσμο του εργαστηρίου με ψυχρά και σκοτεινά χρώματα, που δεν μειώνουν σε τίποτε την πλούσια ποιότητα της γραφής.


Η απουσία της ανθρώπινης μορφής συνεχίζεται και στις δειλές απόπειρες του καλλιτέχνη να εξερευνήσει το φυσικό του περιβάλλον, ίσα ίσα τον κήπο που περιβάλλει το εργαστήριό του στο χωριό της Λακωνίας, όπου συχνά καταφεύγει για να απομονωθεί και να ζωγραφίσει. Φύση οικεία, σχεδόν ψηλαφητή, όπου ο ήλιος διεισδύει παραβιάζοντας τα φυλλώματα. Οχι, ο Ρόρρης δεν είναι γεννημένος τοπιογράφος. Το αποδεικνύει και η επόμενη έκθεσή στην γκαλερί «Flak» στο Παρίσι το 1996 με το ρημαγμένο αστικό τοπίο που περιβάλλει το αθηναϊκό του εργαστήριο.


Ο Ρόρρης ξαναδένει το κόκκινο νήμα του ζωγραφικού του πεπρωμένου με αυτή την έκθεση στην γκαλερί «Μέδουσα». Επιστρέφει στον κλειστό οικείο χώρο του εργαστηρίου του, στον βιότοπό του. Εκεί επιλέγει και παγιδεύει τα θύματά του, τα μοντέλα του ήθελα να πω. Δεν τα ονόμασα ωστόσο τυχαία θύματα. Χρειάζεται αγάπη και υπομονή και πίστη για να υπομείνεις ως και πενήντα πόζες. «Τα μοντέλα μου δεν είναι επαγγελματίες» εξομολογείται ο Ρόρρης. «Θέλω να γνωρίζω τη ζωή τους, την ιστορία, τα βάσανά τους. Δεν μ’ ενδιαφέρει ένα πρόσωπο χωρίς ιστορία». Κι όμως δεν πρόκειται για προσωπογραφίες αλλά για φιγούρες μέσα στον χώρο. Είναι όμως μορφές με ταυτότητα. Πρόσωπο, συχνά βασανισμένο, και βλέμμα και στάση συμμετέχουν σε αυτή την εξομολόγηση.


Με όσα σας αφηγούμαι θα μπορούσα να υποθάλψω μια παρεξήγηση. Οτι το εκφραστικό πρόβλημα του Ρόρρη μετατοπίστηκε από τη γραφή στην περιγραφή. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει: τα πάθη του ανθρώπου αποκαλύπτονται, υποβάλλονται μέσα από τα «πάθη» της ζωγραφικής ύλης. Ο Γιώργος Ρόρρης είχε καλούς δασκάλους, όχι μόνο τους ζωντανούς αλλά και τους άλλους, αυτούς που έχουν μετοικήσει στα Ηλύσια και στα μεγάλα μουσεία. Αν καλοκοιτάξουμε τους τοίχους του εργαστηρίου του, θα αναγνωρίσουμε τις μορφές που ενοικούν το φανταστικό του εικονοστάσιο: τον Γκρέκο, τον Βελάσκεθ, τον Ρέμπραντ, τον Πικάσο, τον Μπαλτύς και για τους χώρους τον Ντεγκά και τον Φράνσις Μπέικον, και από τους δικούς μας τον Πανταζή, τον Τσαρούχη, τον πρώιμο Μόραλη κ.ά. Ολοι τους, όχι τυχαία, ανήκουν στην ανθρωποκεντρική παράδοση.


Μέσα στο εργαστήριο, σε μια γωνιά, με μια πλάγια προοπτική φυγή, με τον ευρυγώνιο του βλέμματος, ποτέ της φωτογραφικής μηχανής, σε έναν χώρο βιωμένο, πολύπαθο, ιδωμένο εξ απόπτου, τα μοντέλα του Ρόρρη κάθονται ­ και πώς να στέκεσαι δύο μήνες; ­ περιμένοντας να τελειώσει η ζωγραφική τους «εξομολόγηση». Ο θεατής αισθάνεται πως εισχωρεί στον ζωγραφικό χώρο, πως βηματίζει κιόλας πάνω στα παλιά πιτσιλισμένα με μπογιές σανίδια του πατώματος. Το πρόσωπο, η μορφή, ο διάλογος με το φως. Το χρώμα, πλούσιο και μαζί εκλεπτυσμένο, κυκλοφορεί υποδόρια μέσα στα γκρίζα, για να υψωθεί ξαφνικά σε ένα ελεγχόμενο φωτεινό κρεσέντο, εκεί που το πράσινο, το κόκκινο, το κίτρινο συναντούν την απόλυτη καθαρότητά τους. Η πινελιά, αλλού ανάλαφρη, στη σκιά, αλλού πυκνή, με παστώματα και εντάσεις, στο φως, οι λαζούρες, επάλληλα στρώματα από το πυκνό στο αραιό: όλη η παλιά καλή μαγειρική μιας ζωγραφικής cordon bleu, που αφήνει στον ουρανίσκο μια γεύση από μέλι.


Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ


Η έκθεση ζωγραφικής του Γιώργου Ρόρρη στην αίθουσα τέχνης «Μέδουσα» (Ξενοκράτους 7, Κολωνάκι, τηλ. 7244.552) θα μείνει ανοιχτή ως τις 13 Ιανουαρίου. Ωρες λειτουργίας: 11.00-14.00 και 18.30-21.30, εκτός Σαβ. απογ., Κυρ. και Δευτ.


Η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα είναι διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης και καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.