Ο ακούραστος εργάτης της μεγάλης οθόνης
Με μισό αιώνα κινηματογραφικής προσφοράς, ο Ντίνος Κατσουρίδης έχει εδώ και πολλά χρόνια κατακτήσει με το σπαθί του μια θέση ανάμεσα στους πλέον σοβαρούς, εργατικούς, αλλά και αθόρυβους έλληνες σκηνοθέτες (αυτοαποκαλείται κινηματογραφιστής). Η πρώτη επαφή του με τα κινηματογραφικά πλατό έγινε με το «Πικρό ψωμί», ταινία στην οποία είχε καθήκοντα βοηθού σκηνοθέτη δίπλα στον Γρηγόρη Γρηγορίου. Τη δεκαετία που μεσολάβησε ανάμεσα στο γύρισμα αυτής της ταινίας και στην εποχή κατά την οποία θα γύριζε μερικές από τις καλύτερες και πιο έξυπνες κωμωδίες του Θανάση Βέγγου («Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;» 1971, «Θανάση, πάρε τ’ όπλο σου», 1972), ο σκηνοθέτης μαθήτευσε δίπλα σε μεγάλα ονόματα της εποχής τον Ορέστη Λάσκο, τον Γιώργο Τζαβέλλα και τον Αλέκο Σακελλάριο έχοντας πολλαπλά καθήκοντα: από φωτογράφος πλατό και βοηθός σκηνοθέτη ως οπερατέρ, μοντέρ και διευθυντής παραγωγής. Σήμερα, τόσο με τις γνώσεις όσο και με την ίδια τη δουλειά του, ο Κατσουρίδης συνεχίζει να αποδεικνύει ότι παρά τα 73 χρόνια του (γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1927) παραμένει ενεργητικός. Μια από τις τελευταίες ταινίες στις οποίες εργάστηκε και που διανεμήθηκε στις αίθουσες κατά τη διάρκεια της περασμένης σεζόν είναι το «Καναρινί ποδήλατο» του Δημήτρη Σταύρακα, ταινία στην οποία ο Κατσουρίδης υπογράφει τη διεύθυνση φωτογραφίας και το μοντάζ. Δοθείσης της ευκαιρίας, δύο κινηματογραφικά φεστιβάλ τιμούν εφέτος τον σκηνοθέτη. Την περασμένη Δευτέρα το 23ο Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας (και 6ο διεθνές), του οποίου η αυλαία έπεσε χθες, απένειμε στον σκηνοθέτη ειδικό βραβείο (την «Κεφαλή του Διονύσου»). Στο ίδιο φεστιβάλ θεσμοθετείται ένα καινούργιο βραβείο, το οποίο στον τίτλο του φέρει το ονοματεπώνυμο του σκηνοθέτη και θα δίδεται στον καλύτερο πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη. Μια διάκριση που «μεταφράζεται» σε πλήρη κάλυψη της υλοτεχνικής υποδομής για την επόμενη ταινία του νικητή με πιθανή συνεργασία του ίδιου του Κατσουρίδη. Επίσης το 41ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που θα διεξαχθεί από 10-19 Νοεμβρίου σε συνεργασία με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου θα τιμήσει τον έλληνα σκηνοθέτη με ένα πλούσιο αφιέρωμα στις ταινίες του και την απονομή ενός ειδικού «Χρυσού Αλεξάνδρου» για το σύνολο της προσφοράς του.
Με αφορμή αυτό τον φεστιβαλικό εορτασμό για τον Κατσουρίδη, «Το Βήμα» πλησίασε τον σκηνοθέτη ζητώντας του να «χαρίσει» στους αναγνώστες του μερικά χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από την καριέρα του. Αν και διστακτικός στην αρχή, λόγω της υπέρμετρης μετριοφροσύνης του, ο σκηνοθέτης, που πιθανότατα δεν έχει πει ακόμη το τελευταίο «αντίο» στη σκηνοθεσία ταινιών μεγάλου μήκους, επέλεξε τελικά να αναφερθεί σε πέντε ταινίες της δεκαετίας του 1950. Με τη γλαφυρότητα ενός παραμυθά αποκαλύπτει ότι το μοντάζ του «Δράκου» έγινε με αρχιτεχνίτη τον Θανάση Βέγγο, αποκαλεί την Υβόν Σανσόν «ξυλάγγουρο» και θυμάται τους τσακωμούς του με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Οπως βλέπουμε όμως, τα προσωπικά κείμενά του ξεφεύγουν από το στάδιο των γλυκόπικρων, γλαφυρών αναμνήσεων και πάνω απ’ όλα καταγράφουν τον μόχθο, το πείσμα, αλλά και τις ωραίες όσο και πρωτόγονες εργασιακές συνθήκες που επικρατούσαν τότε στο ελληνικό σινεμά και που έχουν πλέον παρέλθει ανεπιστρεπτί. Κάτι που είναι ο καημός του… Ετος 1951 «Η Αγνή του λιμανιού»
Του Γιώργου Τζαβέλλα
Βοηθός μοντέρ: Ντίνος Κατσουρίδης
Πώς γινόταν τότε το μοντάζ; Πολύ απλό. Με κόπια εργασίας (μαυρόασπρη φυσικά) και μπάντα ήχου το negative της «φωνής». Καλά διαβάσατε: το πρωτότυπο αρνητικό ήχου(!). Μα είναι δυνατόν; Ναι, ήταν. Σε μια μουβιόλα χειροκίνητη, μπρος-πίσω με μια μανιβέλα του χεριού. Εκεί έκανα εγώ «ποντίκια». Και η συνέχεια στα «τέσσερα ταμπούρα», όπου κάθε ψαλιδιά είχε βάρος και κάθε λάθος τιμωρία: τη μη επανορθώσιμη ζημιά στο αρνητικό του ήχου. Μιλάμε για μεροκάματο του τρόμου, αλλά και για ανεπανάληπτη άσκηση ακριβείας.
Από τότε πέρασαν «αιώνες». Αλλαξε όψη ο κόσμος. Αλλαξαν τα εργαλεία και μαζί τους άλλαξαν και οι άνθρωποι (πολύ!). Η εικόνα και ο ήχος έγιναν μαγνητικοί και σήμερα πια ψηφιακοί. Το μοντάζ όμως, ακόμη και ψηφιακό, έμεινε εκεί ίδιο και απαράλλακτο στην ουσία του: να μπορείς να βλέπεις, να «ακούς» την εικόνα. Και ανάλογα να πράττεις.
Ετος 1953 «Ο δράκος»
Του Νίκου Κούνδουρου
Ερχεται ο Κούνδουρος στο Φινέικο με τον «Δράκο» του υπό μάλης, έτοιμος για χαρακίρι. Είχε «ντουμπλάρει» την πρόζα του και, καθώς οι «συγχρονισμοί» είχαν γίνει (πού αλλού;) στο αρνητικό, γέμισε το αρνητικό κολλήσεις και κάθε κόλληση ήταν και ένα «γκουπ». Μιλάμε για χιλιάδες κολλήσεις και χιλιάδες «γκουπ».
Ο Φίνος τον έστειλε φυσικά σε εμένα και εγώ έκρινα πως η μόνη λύση ήταν να «μεταφέρουμε» την πρόζα σε μαγνητικό υλικό (μόλις τότε είχαμε πρωτοπεράσει στον μαγνητικό ήχο) και εκεί επάνω να μπει το νυστέρι: να αντικατασταθούν τα χιλιάδες «γκουπ» με χιλιάδες κομματάκια μαγνητικού υλικού, με μοναδικό ήχο έναν όμοιο «χώρο». Αυτό βέβαια σήμαινε κάποιες χιλιάδες κολλήσεις και, όταν εγώ αρνήθηκα να κάνω το σχετικό χαμαλίκι, βρέθηκε άλλο «θύμα»: ο Θανάσης Βέγγος. Ο Βέγγος ήταν τότε ο «απόλας» του Κούνδουρου. Λίγο ηθοποιός (και τι καλός, Θεέ μου, και ας μην το ήξερε ακόμη), λίγο γενικών καθηκόντων, λίγο απ’ όλα. Το μεροκάματο να βγαίνει.
Τον δασκάλεψα καταλλήλως: Πώς να εντοπίζει το «γκουπ», να το κόβει, να μετράει ακριβώς ίδιο κομμάτι «χώρο» και να το κολλάει μπρος-πίσω. Χιλιάδες κοψίματα, χιλιάδες μετρήματα, χιλιάδες κολλήσεις. Ο Βέγγος ξεκίνησε με ενθουσιασμό και σε κάποιο 20ωρο τελείωσε. Περάσαμε την ταινία να τη δούμε (και να την ακούσουμε) και… ω του θαύματος! Εφυγαν τα χιλιάδες «γκουπ» και στη θέση τους μπήκαν χιλιάδες «ρουφήγματα». Κάθε πρώην «γκουπ» και «ρούφηγμα».
Τι είχε συμβεί; Ο Βέγγος είχε κάνει το μοιραίο λάθος: Αντί να χρησιμοποιήσει το μαγνητικό υλικό με τον «χώρο», χρησιμοποίησε ένα άλλο ρολό με «σιωπή» (απόλυτο κενό ήχου, εξ ου και τα «ρουφήγματα»). Γελάσαμε με την ψυχή μας, αλλά η δουλειά έπρεπε να ξαναγίνει από την αρχή.
Ξαναστρώθηκε λοιπόν ο δύστυχος και ματαξανάρχισε από την αρχή. Και κάθε κόψιμο, κάθε μέτρημα, κάθε κόλληση τη συνόδευε με ένα ρυθμικό: «Τι μ’ έ-βαλαν-να κά-νω, τι μ’ έ-βαλαν-να κά-νω…». Χιλιάδες φορές.
Ετος 1954 «Γκόλφω»
Σκηνοθέτης ο γλυκύτατος Ορέστης Λάσκος.
Γκόλφω η Αντιγόνη Βαλάκου.
Χώρος γυρίσματος τα πλατό στους Αγίους Αναργύρους
Γυρίζουμε σε μονοπλάνο τον δραματικό μονόλογο της Γκόλφως. Η Βαλάκου λιτή, χαμηλόφωνη, σπαρακτική. Και ο Λάσκος να παρακολουθεί την πρόβα και να βαλαντώνει στο κλάμα. Ξανά και ξανά και ξανά. Κάποια στιγμή επενέβην εγώ. «Ρε συ Ορέστη, θα ξεφουσκώσει η κοπέλα με τόσες πρόβες και, όταν κάνουμε το πλάνο, θα είναι άδειο σακί».
Τον έπεισα. Πάμε το πλάνο. Να σπαράζει μπροστά στην κάμερα η Βαλάκου, να λιώνει πίσω από την κάμερα ο Λάσκος. «Αριστούργημα… Αλλη μία φορά!». Πάμε δεύτερη φορά, πάμε τρίτη, πάμε τέταρτη, στην πέμπτη τα στύλωσα εγώ. «Οχι, ρε Λάσκο, δεν πάμε. Δεν θα πεθάνει η κοπέλα για να φχαριστιέσαι κλάμα». Πήγαμε να σκοτωθούμε. Ξαναγαπήσαμε μετά τη συμφωνία μας για μια τελευταία φορά.
Είμαστε στη φάση του μοντάζ. Τότε οι σκηνοθέτες (με εξαίρεση τον Τζαβέλλα) δεν επιτρεπόταν(!) να παρακολουθούν το μοντάζ. Μία φορά κάθε ημέρα ερχόταν ο Λάσκος στα κλεφτά: «Ρε Ντίνο, βάλε μου, σε παρακαλώ, τον μονόλογο…». Ο Λάσκος ήταν η αδυναμία μου. Του έβαζα τον μονόλογο, έριχνε το κλάμα του και έφευγε. Τα ίδια έκανε και όταν άρχισε η προβολή της ταινίας. Επαιρνε σβάρνα τους κινηματογράφους, έβλεπε τον μονόλογο, «έριχνε τη δόση του» και έφευγε. Τόσο που τον πήραν χαμπάρι οι αιθουσάρχες και κρατούσαν το διάλειμμα λίγο παραπάνω για να προλάβει ο Λάσκος να «χτυπήσει παρών». Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει, Ορέστη.
Ετος 1957 «Μια ζωή την έχουμε»
Του Γιώργου Τζαβέλλα
Ο αγαπημένος Δημήτρης Χορν και το ξυλάγγουρο εξ Ιταλίας Υβόν Σανσόν, η επονομαζόμενη «Λοσπέκιο» «Lo specchio» (για τους μη ιταλομαθείς) πάει να πει «καθρέφτης». Καθώς είχε περάσει η γυναίκα τέσσερις δεκαετίες καλοκαίρια, είχε μπει πια στο φθινόπωρο και το ήξερε. Επί τρεις και βάλε ώρες «κτιζόταν» στο μακιγιάζ, μιλούσε χωρίς να ανοίγει το στόμα της, για να μη ραγίσει ο «σοβάς», και, κάθε φορά που πηγαίναμε για πλάνο και έλεγε ο Τζαβέλλας: «Μοτέρ», αυτή τον σταματούσε. «Momento» του έλεγε και ούρλιαζε στην παρατρεχάμενη, που είχε φέρει μαζί της. «Irene, lo specchio…». Ετρεχε η άλλη αλαλιασμένη και έφερνε τον καθρέφτη, έριχνε η «Λοσπέκιο» μια τελευταία ματιά, έφτιαχνε κάποια τρίχα, «pronta» έλεγε και πηγαίναμε για πλάνο.
Και ήρθε η ώρα να γυρίσουμε τη σκηνή, όπου, ξυπνώντας το πρωί ύστερα από την πρώτη ερωτική τους νύχτα σε κάποιο νησάκι του Αιγαίου (το γύρισμα ήταν φυσικά στο πλατό), η «Λοσπέκιο» έπρεπε να ανασηκωθεί στο κρεβάτι, να τυλίξει τη γύμνια της με ένα σεντόνι και να βγει από το πλάνο. Το μόνο που θα βλέπαμε γυμνό ήταν τόσο δα λίγο η πλάτη της. Πρόβες και ξανά πρόβες, δεν της «έβγαινε» με τίποτε. Ο Χορν ασκούσε το χιούμορ του, ο Τζαβέλλας την υπομονή του και εμείς (το συνεργείο) το είχαμε ρίξει στην ξερή.
Ερχεται ο Τζαβέλλας και μου ψιθυρίζει στο αφτί: «Η «Λοσπέκιο» θέλει να φύγει το συνεργείο από το πλατό γιατί δεν μπορεί να την κοιτάζουν». Εξαλλος εγώ. «Ποιος την κοιτάζει, ρε Γιώργο, είσαι καλά; Κάνε μου τη χάρη, ρε Ντίνο, τι να κάνω τώρα;». «Εντάξει, Γιώργο». «Παιδιά, η κυρία Σανσόν θέλει να βγούμε έξω γιατί δεν μπορεί». Και φεύγω πρώτος εγώ. Εγινε το σώσε. Ειδοποιήθηκε ο Φίνος, αλλά η απόφασή μας δεν έπαιρνε νερό ή όλοι μέσα ή κανένας. Τελικά γυρίσαμε το πλάνο (όλοι μέσα) και εγώ πήρα όρκο να μην ξαναφωτογραφίσω γυναίκα «σταρ». Πού να φανταστώ ο δύσμοιρος ότι στη γωνία με περίμενε μια άλλη, υπό… εκκόλαψη «εθνική» σταρ.
Ετη 1958-1959 «Αστέρω»
Σκηνοθέτης ο Ντίνος Δημόπουλος.
Αστέρω η Αλίκη Βουγιουκλάκη
Χώρος οι πηγές και η λιμνούλα του Ορχομενού. Οταν περνούσαμε από το χωριό, έγινε διαδήλωση. Για τη Γεωργία Βασιλειάδου, όχι για τη Βουγιουκλάκη, που ακόμη δεν είχε γίνει η Αλίκη. Δαγκώθηκε άσκημα. Υπομονή, ρε Αλικάκι, θα έρθει και η δική σου η σειρά. Αυτή όμως βιαζόταν και έσπρωχνε χοντρά.
Μέσα στις καλαμιές η Αστέρω γδύνεται. Δίπλα μου ο φωτογράφος τραβάει φωτογραφίες. Η Αλίκη σταματάει το πλάνο. «Αυτό το φιλμάκι» του λέει «θα μου το δώσετε! Θα το πάω σε δικό μου εργαστήριο! Θα διαλέξω ποιες φωτογραφίες κάνουν και θα τις δώσω εγώ στον κύριο Φίνο…». Ο άλλος διαμαρτυρήθηκε. Εκείνη τίποτε. Δεν θα συνέχιζε το γύρισμα αν δεν έπαιρνε στα χέρια της το φιλμάκι. Ο Δημόπουλος είπε ότι είναι θέμα παραγωγής και αρνήθηκε να πάρει θέση.
Πήρα τη σκυτάλη εγώ και ως επικεφαλής του συνεργείου της εξήγησα ότι εδώ έχει να κάνει με επαγγελματίες και ότι αποκλειόταν να πάθει το κάζο του «Ερωτα στους αμμόλοφους», από όπου οι γυμνές φωτογραφίες της βρέθηκαν να συνοδεύουν τις τσιχλόφουσκες σε όλη την επικράτεια. Ανένδοτη εκείνη. «Ρε Αλικάκι…». Τίποτα. «Επιμένεις;». «Επιμένω». Παίρνω και εγώ τη φωτογραφική μηχανή, βγάζω το φιλμάκι, κάνω μια έτσι και το φωτίζω. «Ορίστε» της λέω «πάρ’ το». Κλάμα, κακό μεγάλο. Είδαμε και πάθαμε να ξαναπιάσουμε τον μίτο.
Σε όλη την υπόλοιπη ταινία δεν μιλιόμαστε. Και, όταν ήθελα να δώσω κάποιες οδηγίες για θέσεις και άλλα τέτοια, έβαζα τον Δημόπουλο διερμηνέα: «Ντίνο, πες στην κυρία Βουγιουκλάκη αυτό κι αυτό κι αυτό». Σκέτη οπερέτα.
Τελείωσε η ταινία και βάλαμε μπροστά την επόμενη, που εκτίναξε τη «Νιάου, νιάου, βρε γατούλα» στα ύψη: «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», με σεναριογράφο και σκηνοθέτη τον Σακελλάριο. Η οπερέτα ανάμεσα στους δυο μας δεν έλεγε να τελειώσει. «Αλέκο, πες στην κυρία Βουγιουκλάκη αυτό κι αυτό κι αυτό…». Κάπου στη μέση της ταινίας ο Σακελλάριος έσπασε. Τον είχε κάνει τον άνθρωπο βαπόρι. Είχε στα πόδια του ένα τσούρμο κοριτσόπουλα, είχε και την Αλίκη να τον πιλατεύει συνέχεια. Αυτή δεν τη θέλω δίπλα μου, αυτή είναι κοντή, αυτή είναι ψηλή, αυτή είναι έτσι, αυτή είν’ αλλιώς, τον τρέλανε τον άνθρωπο. Και κάποια στιγμή ράγισε το γυαλί και πήρε φόρα ο άνθρωπος και με κουτουλιές διέλυσε κυριολεκτικά το ντεκόρ. Ευτυχώς δεν έπεσε πάνω σε καδρόνι να ανοίξει το κεφάλι του στα δύο.
Η Αλίκη όμως δεν νικιόταν με τίποτε, ήταν γεννημένη νικητής. Αποσύρθηκε στο καμαρίνι της και δεν δεχόταν να ξαναμπεί στο πλατό αν δεν έφευγε ο Σακελλάριος(!). Το πράμα δεν έλεγε να ξεκολλήσει και ο Μάρκος ο Ζέρβας (εκπροσώπησε τον Φίνο σε όλη αυτή τη βαβούρα) είχε τη φαεινή ιδέα να πάω να της μιλήσω εγώ. «Είσαι καλά, ρε Μάρκο, εγώ έχω να της πω καλημέρα εδώ και έξι μήνες». Τίποτε, ήμουν η έσχατη ελπίδα. Με τα πολλά πήγα στο καμαρίνι της και άνοιξα την πόρτα μια χαραμάδα. «Γεια σου, Αλικάκι» της κάνω. «Μπααα» μου γυρίζει εκείνη «αποφάσισες επιτέλους να μου μιλήσεις;» και άνοιξε διάπλατα τα χέρια της. Αυτό ήταν. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, όλα μέλι γάλα και ξαναγύρισε στο πλατό.
Σε όλη την υπόλοιπη ταινία ο Σακελλάριος δεν της μιλούσε. «Ντίνο, πες στην κυρία Βουγιουκλάκη αυτό κι αυτό κι αυτό!». Και εγώ έκανα τον διερμηνέα.
Κάπως έτσι κύλησε η πρώτη μου άνοιξη στο ελληνικό σινεμά. Υστερα από 50 χρόνια η τελευταία μου «άνοιξη» συνεχίζεται ακόμη. Χωρίς όμως πολλούς, πάρα πολλούς, αγαπημένους φίλους και συνεργάτες. Και είναι μεγάλος ο καημός…