Σκιαγραφώντας την Ελλάδα του 20ού αιώνα
«Ο χρόνος τρέχει λες και τον κυνηγάνε. Μεγαλώνουμε, γερνάμε, οι γενιές αλλάζουν, άλλοι έρχονται και άλλοι φεύγουν. Πρόσωπα, γεγονότα, κλάματα, πόθοι, χαρές και όνειρα τρέχουν πιασμένα χέρι χέρι με τον χρόνο. Τρέχουν και ζωγραφίζουν χιλιάδες εικόνες. Μερικές από αυτές μένουν και, όσο και αν θέλουμε να τις ξεχάσουμε, να τις σβήσουμε, στέκεται αδύνατον. Θα τις βρούμε πεταμένες στο πρώτο πεζοδρόμιο, ανεβασμένες στα βουνά, στα βιβλιοπωλεία, στις βαθιές ρυτίδες, στα γυαλιστερά παράσημα, στις παλάμες του μετανάστη, στο αίμα που αχνίζει από τα λάθη. Αυτές τις εικόνες που έζησα, που έμαθα, προσπάθησα να τις εντάξω μέσα σε μια θεατρική λαϊκή φόρμα».
Με τις παραπάνω φράσεις ο Γιώργος Αρμένης δίνει το στίγμα του έργου του με τίτλο «Μαντζουράνα στο κατώφλι, γάιδαρος στα κεραμίδια» που παρουσιάζεται εφέτος το καλοκαίρι σε μεγάλη ανά την Ελλάδα περιοδεία, η οποία θα καταλήξει τον προσεχή Σεπτέμβριο στο Ηρώδειο. Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά το 1979 από τη Λαϊκή Σκηνή του Θεάτρου Τέχνης, ενώ η νέα προσέγγισή του αποτελεί συμπαραγωγή των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων Βέροιας και Σερρών που τιμούν με τον τρόπο αυτόν τα 30 χρόνια προσφοράς του Γιώργου Αρμένη στο ελληνικό θέατρο. Τη σκηνοθεσία της παράστασης υπογράφει ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος παράλληλα πρωταγωνιστεί, τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι του Δαμιανού Ζαρίφη, η μουσική φέρει τη σφραγίδα του Χρήστου Λεοντή, ενώ τις χορογραφίες επιμελήθηκε η Βάλια Παπαχρήστου. Τους υπόλοιπους ρόλους του πολυπρόσωπου έργου ερμηνεύουν μεταξύ άλλων οι ηθοποιοί Πασχάλης Τσαρούχας, Νίκος Δαδινόπουλος, Μελίνα Βαμβακά, Τζένη Σκαρλάτου, Κώστας Μπάρας, Μαργαρίτα Βαρλάμου.
Το έργο γράφτηκε πριν από περίπου 22 χρόνια και χαρακτηρίζεται έντονα, όπως ο ίδιος ο Γιώργος Αρμένης ομολογεί σήμερα, «από τον νεανικό αυθορμητισμό του συγγραφέα του». Κωμωδία που εμπεριέχει έντονο μέσα της το στοιχείο της λαϊκής επιθεώρησης, η «Μαντζουράνα» επιχειρεί μια συμπυκνωμένη αφήγηση των κυριότερων γεγονότων που σημάδεψαν την Ελλάδα του 20ού αιώνα. Αφετηρία του έργου είναι η μεγάλη απεργία της Θεσσαλονίκης του 1936, βασικοί «σταθμοί» του τα κυριότερα συμβάντα των επομένων δεκαετιών ενώ τέρμα του η πρόσφατη ένταξη της χώρας μας στην ΟΝΕ, στοιχείο που προστέθηκε εκ των υστέρων. «Εκανα κάποιες μικρές προσθήκες με πολλή προσοχή, ωστόσο έτσι ώστε να μη χάσει το έργο τη φρεσκάδα που είχε πριν από 20 χρόνια» λέει ο Γιώργος Αρμένης.
Βασικοί ήρωες του έργου είναι τρεις φίλοι που ξεκινούν από κάποιο χωριό της Ελλάδας χαράζοντας ο καθένας τη δική του διαφορετική πορεία. Ο πρώτος αναζητεί την τύχη του ως μετανάστης στο εξωτερικό, ο δεύτερος βγαίνει αντάρτης στο βουνό κυνηγώντας το ιδανικό της ελευθερίας, ενώ ο τρίτος περνά από διάφορα στάδια ώσπου να επιτύχει την αναρρίχησή του στην κυβέρνηση. Χρόνια αργότερα οι τρεις φίλοι συναντιούνται. Ο πρώτος έχει προκόψει πολύ και σκέφτεται τις νέες κερδοφόρες επενδύσεις του ενώ ο δεύτερος ζει με την αντιστασιακή του σύνταξη και περνά τον χρόνο του βλέποντας τηλεοπτικές σαπουνόπερες εισαγωγής ζητώντας επίμονα «τα χρόνια του πίσω» καθώς νιώθει προδομένος. Τα χρόνια του αυτά θα του τα «δώσει» κάποια στιγμή ο τρίτος της παρέας, ο οποίος εν τω μεταξύ έχει γίνει υπουργός, όταν κυριολεκτικά θα τον αρπάξει «αγκαλιά» προκειμένου να τον βγάλει στα τηλεοπτικά παράθυρα.
«Ο τίτλος του έργου είναι μια λαϊκή παροιμία που αποδίδει το παράλογο του πράγματος» εξηγεί ο Γιώργος Αρμένης και συνεχίζει: «Οταν πρωτοπαίχτηκε, η εποχή ήταν πολύ συγκεκριμένη. Είχε προηγηθεί η δικτατορία, η μεταπολίτευση ήταν πρόσφατη, ελπίδες αναπτερώθηκαν, λαμπάδες άναψαν, καμπάνες ήχησαν, ο κόσμος άνοιξε τα αφτιά του στις υποσχέσεις. Τώρα θεωρώ ότι βρισκόμαστε σε μια, τηρουμένων των αναλογιών, ανάλογη μεταβατική κατάσταση. Βιώνουμε ως κοινωνία απίστευτες αντιθέσεις. Ενας κόσμος κραυγάζει στα στάδια, τρέχει στα εγκαίνια του μετρό γιατί είναι τσάμπα, υπάρχει έντονη πολιτική αντιπαράθεση, ο Χριστόδουλος κάνει συνάξεις και αγγίζει τα όρια του λαοπλάνου, γενικότερα είμαστε μάρτυρες μιας μάλλον παράλογης κατάστασης. Θεωρώ ότι πρόκειται για το πιο επίκαιρο έργο του καλοκαιριού».
Πόλο έλξης για πολλά γνωστά ονόματα του θεατρικού χώρου αποτελούν το καλοκαίρι τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα. Πού αποδίδει κάτι τέτοιο ο Γιώργος Αρμένης; «Νομίζω ότι η συνεργασία με τους γνωστούς πρωταγωνιστές της Αθήνας το καλοκαίρι είναι κάτι στο οποίο εξαναγκάζονται τελικά οι διευθυντές των ΔΗΠΕΘΕ δεχόμενοι πιέσεις από το κοινό της πόλης τους» απαντά ο ίδιος. «Δυστυχώς το κοινό βλέπει ό,τι λάμπει αγνοώντας ότι αυτό μπορεί να έχει σύντομη διάρκεια και καθόλου ουσία. Εγώ πιστεύω ότι ο θεσμός των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων πρέπει να μετατραπεί σημαντικά, αλλιώς θα μαραζώσει εντελώς. Δεν έγινε προσπάθεια να χτιστεί το πράγμα εκ θεμελίων, να δημιουργηθούν σχολές, να υπάρξει ντόπιο δυναμικό ανταγωνίσιμο προς την πρωτεύουσα. Ολα αυτά, σε συνάρτηση με τα μίζερα οικονομικά, έχουν ως αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια του χειμώνα να γίνονται παραστάσεις που από κάπου «μπάζουν». Το καλοκαίρι είναι πιο λάσκα τα πράγματα και έτσι οι διοικήσεις των ΔΗΠΕΘΕ πάνε και παίρνουν ό,τι λάμπει, το ακριβοπληρώνουν με στόχο να δώσουν το παρών στον ελλαδικό χώρο και με αυτόν τον τρόπο να υπάρξουν. Γι’ αυτό γίνονται οι θερινές περιοδείες. Αυτό για μένα είναι μεγάλο λάθος. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να έχουν επιμείνει στο ντόπιο δυναμικό και κυρίως στα νέα παιδιά. Κάτι ανάλογο συμβαίνει στην Αγγλία. Οι παραστάσεις «κρίνονται» πρώτα στην περιφέρεια και μετά πηγαίνουν στην πρωτεύουσα. Εδώ όμως δεν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο γιατί υπάρχουν δεσμεύσεις». Στη σύντομη προσωπική εμπειρία του από το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Βόλου αναφέρεται παρακάτω ο Γιώργος Αρμένης. «Εγινε μια προσπάθεια η κυρία Παπαζώη με διόρισε να πάω διευθυντής εκεί. Απαίτησαν όμως από εμένα να σταματήσω κάθε άλλη δραστηριότητα και να κάνω μόνο αυτό. Εγώ πιστεύω πως όταν επιλέγεις έναν διευθυντή που είναι τόσα χρόνια μέσα στο θεατρικό παιχνίδι οφείλεις να του ζητάς περισσότερα, όχι να τον περιορίζεις σε μια καρέκλα. Είχα κάνει μια πρόταση ανταλλαγών με άλλα θέατρα που προσωπικά πίστευα ότι είχαν μια ποιότητα, ήθελα να δημιουργήσω ένα Βαλκανικό Φεστιβάλ στον Βόλο, γενικά θεωρώ ότι είχα κάποια πράγματα ουσίας στο μυαλό μου» λέει. «Ολα αυτά όμως πήγαν περίπατο από τη στιγμή που μπήκε στη μέση το σωματείο της Φόνσου αποφεύγω να την πω κυρία και ετέθη αυτή η διάταξη με αποτέλεσμα να παραιτηθώ. Σε κάθε άλλη περίπτωση συνεργασίας μου με ΔΗΠΕΘΕ αυτή περιορίστηκε στο επίπεδο μιας απλής σκηνοθεσίας. Αυτό που βίωσα όμως ήταν μια περίεργη νοοτροπία μιζέριας και αυτό είναι που τα έχει μαραζώσει. Αυτή η ιστορία για να περπατήσει θέλει ανθρώπους γενναιόδωρους, όχι κοντόφθαλμους, που θα μπορέσουν να κρατηθούν μακριά από διοικητικά συμβούλια και θα καταφέρουν να παράξουν έργο».
Πόσο διαφορετική είναι η εφετινή συνεργασία του με τα δύο ΔΗΠΕΘΕ; «Τώρα απλώς έχω την τριπλή ιδιότητα του συγγραφέα, του σκηνοθέτη και του ηθοποιού. Κατά έναν περίεργο λόγο, φάνηκαν απολύτως γενναιόδωροι σε αυτή την παραγωγή. Δεν μου αρνήθηκαν τίποτε, γι’ αυτό και πραγματοποιήθηκε, αλλιώς ο ίδιος θα αρνιόμουν. Ισως βέβαια, σκέφτομαι καμιά φορά, να είμαι απλώς και εγώ ένας από αυτούς που κατά καιρούς παίρνουν τα ΔΗΠΕΘΕ…».