Τα πέτρινα χρόνια του εμφυλίου πολέμου παραμένουν, μισόν αιώνα από το τέλος του, χαραγμένα στις μνήμες χιλιάδων Ελλήνων. Η πολιτική ζωή του τόπου παρά τις αμφιταλαντεύσεις, τις διώξεις και τα ποτάμια αίματος μπόρεσε να βρει τον δρόμο για τη συμφιλίωση και τη συναίνεση. Την εβδομάδα που πέρασε όμως ορισμένα από τα μέλη της διοίκησης της Εκκλησίας έδειξαν ότι δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον «εμφύλιο πόλεμο» που επί δεκαετίες διεξήχθη στο εσωτερικό της. Ασπάζονται, αγκαλιάζονται, αλλά όταν έρθει η ώρα της κριτικής αναμοχλεύουν τα μίση και τα πάθη τους. Στη διοίκηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος το 2000 μ.Χ. ο «εμφύλιος πόλεμος» δεν διεξάγεται από τους Πράσινους και τους Βένετους, από τους δεξιούς και τους αριστερούς, αλλά από τους αντιοργανωσιακούς και τους οργανωσιακούς.
Πέρασε σχεδόν ένας αιώνας από την ημέρα που ο Ευσέβιος Ματθόπουλος ίδρυσε την αδελφότητα θεολόγων «Η Ζωή». Η «γέννηση» της οργάνωσης που επί δεκαετίας αποτέλεσε πόλο έλξης για κληρικούς και θεολόγους, αλλά και αντικείμενο στηλίτευσης από άλλους σημειώθηκε σε μια περίοδο διοικητικής εκκλησιαστικής και ποιμαντικής παρακμής. Η παροιμία «η νύχτα βγάζει επίσκοπο και η αυγή μητροπολίτη» αποδείχθηκε ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων ότι αποτελούσε μια σκληρή πραγματικότητα. Ο Ε. Ματθόπουλος ήταν ένας από τους κληρικούς που πρωτοστάτησαν στην αποκάλυψη του σκανδάλου των Σιμωνιακών Μητροπολιτών, το οποίο συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία της εποχής. Οι Μητροπολίτες Πατρών, Μεσσηνίας και Κεφαλληνίας είχαν καταβάλει παράνομα το ποσόν των 10.000 δραχμών στους υπουργούς της κυβέρνησης Κουμουνδούρου Βαλασόπουλο και Νικολόπουλο. Και ενώ οι υπουργοί καταδικάστηκαν από τα δικαστήρια, οι κληρικοί που πρωτοστάτησαν στην αποκάλυψη του σκανδάλου με απόφαση της Συνόδου εξορίστηκαν.
Για τον Ματθόπουλο, τους κληρικούς και τους θεολόγους που μαζεύτηκαν γύρω του, «Η Ζωή» αποτελούσε μια πρωτοποριακή οργάνωση που στόχο της είχε τη δημιουργία μορφωμένων και εντίμων στελεχών μακριά από τις κενοδοξίες που υπάρχουν σε όλους τους χώρους. Το 1960 όμως η οργάνωση έχασε την ουσιαστική της ταυτότητα. Οι φιλοδοξίες, η δημιουργία μιας κλειστής λέσχης που τα μέλη της είναι σχεδόν πανομοιότυπα, αλλά και οι τάσεις που επικρατούσαν και χαρακτηρίζονταν προτεσταντικές οδήγησαν στην οριστική ρήξη. Το 1960 δημιουργήθηκε ο «Σωτήρ», όπου με πρώτο τον θεολόγο Παναγιώτη Τρεμπέλα εντάχθηκαν κληρικοί οι οποίοι αντιδρούσαν στη «φιλελευθεροποίηση» των ποιμαντικών μεθόδων. Ταυτόχρονα ο Αυγουστίνος Καντιώτης ίδρυσε τον «Σταυρό», ο οποίος επιδόθηκε σε κινητοποιήσεις, συλλαλητήρια και πορείες διαμαρτυρίας κατά νόμων, απόψεων καλλιτεχνών και συγγραφέων, αλλά και εναντίον μελών της διοίκησης της Εκκλησίας.
Το 2000 οι οργανώσεις «Ζωή» και «Σωτήρ» είναι σχεδόν ανύπαρκτες αφού όλα τα «χάπια» έχουν, ως γνωστόν, ημερομηνία λήξεως. Οι φραστικές όμως αντιπαραθέσεις που ξεσπούν κατά περιόδους στο εσωτερικό της Ιεραρχίας τις φέρνουν στο προσκήνιο και έχουν δώσει την ευκαιρία σε πολλούς να σχετίζουν την Εκκλησία με οργανώσεις-«μορφώματα» που καίνε βιβλία ή ζητούν την απαγόρευση της κυκλοφορίας τους.
Ο «εμφύλιος πόλεμος» που άρχισε μετά το 1950 έδειχνε ότι τελείωσε με την εκλογή του κ. Χριστόδουλου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο και την έναρξη διαλόγου με τους εκπροσώπους των οργανώσεων, αλλά ο Μητροπολίτης Κοζάνης Αμβρόσιος μιλώντας σε συνέδριο τόνισε ότι «το πέρασμα των οργανώσεων απετέλεσε την νόσο της Εκκλησίας». «Η ύπαρξη των οργανώσεων» κατέληξε ο κ. Αμβρόσιος «είχε τραγικές συνέπειες για την ζωή του τόπου και της Εκκλησίας και μάλιστα όχι αποκλειστικά εντός των συνόρων». Οσα είπε όμως ο κ. Αμβρόσιος δεν ελέχθησαν για πρώτη φορά και απ’ ό,τι φαίνεται ούτε για τελευταία. Το 1958 ο τότε Μητροπολίτης Μαρωνείας Τιμόθεος μιλώντας στη Σύνοδο της Ιεραρχίας δήλωνε: «Δεν είναι αι επί μέρους παρεξηγήσεις, συνήθεις άλλωστε μεταξύ των ανθρώπων, τα μόνα συμπτώματα αυτής της θλιβεράς διαιρέσεως και της προς τα οικείας Εκκλησιαστικάς Αρχάς πρωτοφανούς αντιδικίας, όπως δεν πρόκειται ασφαλώς περί των περισσοτέρων εκ των εν λειτουργία Ορθοδόξων θρησκευτικών Οργανώσεων. Πρόκειται περί εκείνων, οι οποίοι ανήκοντες εις ωρισμένας Οργανώσεις βλέπουν την Επίσημον Εκκλησίαν ως ξένην και εχθράν, ως εάν επρόκειτο περί αιρετικών, ευχομένων την διάλυσιν ή την υποδούλωσιν της Εκκλησίας. Οι τοιούτοι υπονομεύουσι διά της απειθαρχίας των και των εν αγνοία του οικείου Επισκόπου κινήσεών των, αυτά ταύτα τα θεμέλια της Εκκλησίας».
Την ίδια περίοδο στη Σύνοδο φθάνει μια εξώδικη δήλωση η οποία κοινοποιήθηκε στο Σώμα της Ιεραρχίας. «Η καθ’ ημάς «Ζωή», εάν δεν σφάλωμεν έχει σκοπούς πολύ φοβερωτέρους και πολύ σκοτεινοτέρους από την κατάληψιν της ηγεσίας της Εκκλησίας» τονίζεται χαρακτηριστικά.
Οι δηλώσεις αυτές είναι ένα μικρό δείγμα του «εμφυλίου» της Εκκλησίας. Η άνοδος του Αρχιμανδρίτη των Ανακτόρων και καθηγητή Πανεπιστημίου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο Ιερώνυμου Κοτσώνη την περίοδο της δικτατορίας, η πτώση του, η οποία υποστηρίχθηκε από ορισμένες οργανώσεις, η άνοδος του Σεραφείμ επίσης κατά τη διάρκεια της δικτατορίας αποτέλεσαν την πιο σκληρή περίοδο του «εμφυλίου πολέμου». Ο Ι. Κοτσώνης, ο οποίος προερχόταν από τη «Ζωή», παρά τους πανεπιστημιακούς τίτλους του δεν κατάφερε να εκλεγεί μητροπολίτης διότι όλοι γνώριζαν ότι αυτό θα αποτελούσε το εφαλτήριο για την ανάρρησή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, κάτι που τελικά επιτεύχθηκε με τις ευλογίες των Ανακτόρων και τη στήριξη της δικτατορίας. Ο Ι. Κοτσώνης προχώρησε στη χειροτονία 33 μητροπολιτών, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων «εκδιώχθηκε» όταν Αρχιεπίσκοπος εξελέγη ο μακαριστός Σεραφείμ. Πολλοί όμως παρέμειναν στις θέσεις τους, όπως ο Καρυστίας Σεραφείμ, ο Λευκάδος Νικηφόρος, ο πρώην Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης και ο Υδρας Ιερόθεος. «Μας έσωσε το αίμα των Κυπρίων αδελφών μας» δηλώνουν οι μητροπολίτες όταν ερωτούνται για το γεγονός ότι ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ έλαβε απόφαση να παραμείνουν στη θέση τους ορισμένοι εκ των ιεραρχών που χειροτονήθηκαν επί αρχιεπισκοπίας Ιερωνύμου. «Την μία ημέρα ελήφθη η απόφαση για την παύση και άρχισε η ανάγνωση του καταλόγου. Η συνεδρίαση δεν ολοκληρώθηκε και την επομένη σημειώθηκαν τα τραγικά γεγονότα στην Κύπρο. Οι καταστάσεις δεν επέτρεπαν την συνέχιση τέτοιων ενεργειών» ισχυρίζονται.
Επί 23 χρόνια ο όρος «οργανωσιακός» αποτελούσε «αιτία πολέμου». Αλλωστε ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ έπρεπε να ελέγξει ένα διοικητικό σύστημα στο οποίο υπήρχαν πολλοί από «δαύτους». Το 1991 όμως θα εξαναγκασθεί η Εκκλησία να τοποθετήσει σε επαρχίες τους ιερωνυμικούς μητροπολίτες μετά από μια σειρά δικαστικών προσφυγών.
Και ενώ όλοι πίστευαν ότι ο «πόλεμος» τελείωσε, ήρθαν νέες δηλώσεις για να αναμοχλεύσουν μνήμες. Η υιοθέτηση του συνθήματος «ελευθερία στη ζώσα Εκκλησία» που πρώτος ο Αυγουστίνος Καντιώτης και ο «Σταυρός» καθιέρωσαν από τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ στη μάχη που διεξήχθη κατά της πολιτείας όταν αποφασίστηκε η δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας έδειξε ότι επήλθε η λήθη. Τα πάθη όμως φαίνεται ότι παραμένουν.
Τα «θύματα»
Ολοι οι εμφύλιοι πόλεμοι, σε όποιο σημείο του πλανήτη και αν διεξάγονται, αφήνουν πίσω τους θύματα. Στο εσωτερικό της Εκκλησίας της Ελλάδος βεβαίως δεν είχαμε νεκρούς. Είχαμε όμως ιεράρχες που έμειναν στο περιθώριο της άσκησης της διοίκησης για τον «φόβο των Ιουδαίων»…
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 εξελέγησαν τέσσερις βοηθοί επίσκοποι, μεταξύ των οποίων ο καθηγητής Θρησκειολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Αναστάσιος Γιαννουλάτος, ο Δημήτριος Τρακατέλλης, καθώς και οι κύριοι Ευθύμιος και Βασίλειος. Την ώρα που η διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος «έκρινε» ότι δεν χωρούσαν στο εσωτερικό της, ο κ. Αναστάσιος προσέφερε τις υπηρεσίες του ως ιεραπόστολος στην Ανατολική Αφρική, ο κ. Δημήτριος εργαζόταν ως καθηγητής στον Τίμιο Σταυρό και στο Χάρβαρντ, ενώ ο κ. Ευθύμιος ταξίδεψε στην Κορέα και στήριξε το ιεραποστολικό έργο του Σωτήριου Τράμπα. Η δικαίωση των κκ. Γιαννουλάτου και Τρακατέλλη ήλθε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που τους εξέλεξε τον μεν έναν Αρχιεπίσκοπο της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, τον δε άλλον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής. Ομως «θύματα» άφησαν πίσω τους και οι οργανώσεις. Η κινητοποίηση του Αυγουστίνου Καντιώτη κυρίως και των οπαδών του «οδήγησαν» στην πτώση του Αρχιεπισκόπου Ιάκωβου Βαβανάτσου, ο οποίος εξελέγη στις 13 Ιανουαρίου 1962 και παραιτήθηκε στις 25 του ίδιου μήνα.
Τα μανιφέστα κατά του μαρξισμού
Από το 1946 ως και το 1949 η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη του εμφυλίου πολέμου. Απέναντι στον Δημοκρατικό Στρατό η «Ζωή» αντιπαρέταξε τις δικές της δυνάμεις σε άμεση συνεργασία με τον Βασιλιά Παύλο και τον από Τραπεζούντος Αρχιεπισκόπου πρώην Αθηνών Χρύσανθου Φιλιππίδη. Το 1946 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ακτίνες» η διακήρυξη των «Ελλήνων Επιστημόνων, Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών», την οποία υπέγραψαν γνωστοί Ελληνες όπως ο Αγγ. Τερζάκης, ο Σπ. Μαρινάτος και ο Ν. Λούρος. Η διακήρυξη που καθόριζε «την κατεύθυνσιν την οποία πρέπει να ακολουθήσει ο ελληνικός λαός επί των μεγάλων βασικών προβλημάτων της ζωής διά να δυνηθή να υπερνικήση τας δυσχερείας των καιρών και να επιτύχη την πνευματικήν, αλλά και την υλικήν αναδημιουργίαν του έθνους» αποτελούσε ουσιαστικά την προετοιμασία για την αναμέτρηση που έδωσε λίγους μήνες αργότερα η «Ζωή» κατά των κομμουνιστών. Παρά το γεγονός ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο διάδοχός του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο Δαμασκηνός Παπανδρέου «κονταροχτυπιόντουσαν», είχαν την ίδια τοποθέτηση έναντι του Εμφυλίου. Ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος στήριξε τη μάχη από την αρχή. Τα όσα όμως έγραψε σε εγκύκλιό του ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός το 1948 ήταν ενδεικτικά των κοινών τους θέσεων. Απευθυνόμενος προς τον στρατό, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός έγραψε: «Υπερασπισταί της πατρίδος! Η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία, σύμπασα, άνευ διακρίσεως βαθμού και αξιώματος των μελών αυτής, ευρίσκεται κατά τας δυσκόλους, αλλά και μεγάλας αυτάς στιγμάς του αγώνος ανεπιφυλάκτως παρά το πλευρόν υμών». Για πολλούς η «Ζωή» συμμετείχε με τον πλέον ενεργό τρόπο. Ανεξαρτήτως όλων αυτών την περίοδο εκείνη ανεδείχθησαν δύο αρχιμανδρίτες. Ο Σεραφείμ Τίκκας, που ήταν στενός συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και με τη λήξη του Εμφυλίου εξελέγη Μητροπολίτης Αρτης, και ο Ιερώνυμος Κοτσώνης, στενός συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, που έγραφε μαζί με τους δεξιούς διανοουμένους της εποχής τα μανιφέστα κατά του μαρξισμού.