«Θυμάμαι πώς γελούσαμε όταν ερχόταν ο παππούς στο σπίτι και έλεγε ότι στην εποχή του δούλευαν από το πρωί ως τη δύση του ηλίου. Τώρα θα γέλαγε ο παππούς με μας που δουλεύουμε εν έτει 2000 από… λάμπα σε λάμπα, από το πρωί στο σκοτεινό γραφείο ως το βράδυ. Ο πολιτισμός και η τεχνολογία εξελίσσεται και εμείς είμαστε σκλάβοι της δουλειάς, με αλυσίδες που κλειδώνουν τα λουκέτα με… τηλεχειρισμό. Στο τέλος του προηγούμενου αιώνα διεκδικούσαμε το 8ωρο και τώρα κινδυνεύουμε να γίνουμε άνευ ωραρίου ή με ωράριο άνευ ορίων…».


Εβλεπα ότι είναι απαυδισμένος. Τον άκουγα και καταλάβαινα ότι είναι αγανακτισμένος. Ο Θάνος δουλεύει σε ιδιωτική τράπεζα, παίρνει μισθό που κοντεύει τις 220.000 δρχ., του εμφύσησαν εξ αρχής την αίσθηση του προνομιούχου ­ στελέχους έστω και μεσαίου της μεγάλης τραπεζικής οικογένειας ­ και… χτυπάει 10ωρο που πάει σύννεφο και χωρίς επιπλέον αποδοχές. Το ίδιο και η Ελένη που είναι γραμματέας σε διευθυντικό στέλεχος εμπορικής επιχείρησης. Το ίδιο και η Αννα που παίρνει ψίχουλα σε μια βιοτεχνία ­ πουκαμισού είναι ­ και ο εργοδότης της όχι μόνο της κάνει τη ζωή πατίνι για να κολλήσει ένσημα αλλά την υποχρεώνει να δουλεύει όσο πάει ώσπου να βγει η δουλειά με κουτσή επιπλέον αμοιβή. Ασε τι γίνεται με τους χιλιάδες Ελληνες ­ και δημοσίους υπαλλήλους ­ που διπλοαπασχολούνται για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους…



Η ζωή μας έχει γίνει λάστιχο. Αντίο ελεύθερε χρόνε… «Αν θέλετε έξτρα σοβαρό εισόδημα από 50.000 ως 250.000 την εβδομάδα στον ελεύθερο χρόνο σας (όχι χειρονακτική εργασία) τηλεφωνήστε…» διάβασα σε μια αγγελία πρόσφατα. Και στην αντίπερα όχθη ο άνεργος, ο υποαπασχολούμενος… Το αίτημα για μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών αντιστοιχεί στις δυνατότητες της εποχής. Περισσότερος πλούτος προκύπτει για τους έχοντες τα ηνία με την αύξηση της παραγωγικότητας λόγω των τεχνικών μέσων, δεν θα έπρεπε να επιστρέφεται και στον εργαζόμενο ως πλούτος σε χρόνο, σε αμοιβή ή σε κοινωνικές παροχές; Η πραγματικότητα όμως ξεπερνά τη λογική και συντάσσεται με την επικρατούσα λογική του ανταγωνισμού που μας χορεύει στο ταψί ρυθμικά με την απειλή της ανεργίας, της απόλυσης, της αναλωσιμότητας, των καταναλωτικών προτύπων. Από την άλλη μάς έχουν πείσει ότι είναι αυτονόητο να μην κοιτάμε τον ουρανό ή τα αστέρια ή τα απέναντι μάτια, αφού σοβαρότερο είναι να σκεφτόμαστε τον αραμπά της επόμενης ημέρας στη δουλειά ­ με φρέσκες ιδέες για όσους είναι μεγαλοστελέχη, με καθαρό μυαλό για όσους είναι τα μεσαία «γρανάζια» της μηχανής, με το κεφάλι σκυμμένο για όσους είναι ανειδίκευτοι ή μισοειδικευμένοι…


«Να διεκδικήσουμε όλο τον κλεμμένο χρόνο» έφερε τίτλο η επιστολή που έστειλαν κάποιοι μισθωτοί μηχανικοί, τεχνολόγοι, σχεδιαστές στο ΤΕΕ και δημοσιεύθηκε στο ενημερωτικό δελτίο τεύχος 2044, (22.3.99) με αφορμή έρευνα του Τεχνικού Επιμελητηρίου για τους μηχανικούς, από την οποία προέκυπτε ότι ο χρόνος εργασίας ήταν 9 ως 10 ώρες για το 34%, 11 ως 12 ώρες για το 19%, 13 ως 14 ώρες για το 12%. «Τα αποτελέσματα αυτά είναι ενδεικτικά της τρομερής κατάστασης που βιώνουν όχι μόνο οι μηχανικοί αλλά όλοι οι εργαζόμενοι τεχνικοί στα τεχνικά γραφεία και στα εργοτάξια, στις τεχνικές και εμπορικές εταιρείες» σημείωναν. «Ατέλειωτες ώρες, πολλές φορές Σαββατοκύριακα και αργίες και ούτε κουβέντα για υπερωρίες. Ολο και περισσότερο η έννοια του ωραρίου αποσύρεται από το λεξιλόγιο. Ο ευέλικτος απασχολίσιμος είναι ανά πάσα στιγμή στη διάθεση της εταιρείας, πρέπει να ζει για την εταιρεία, να οργανώνει τη ζωή και τον χρόνο του γύρω από την εταιρεία».


Τα όρια ανάμεσα στον ελεύθερο και στον εργάσιμο χρόνο τείνουν να καταρρεύσουν. Ο εργάσιμος χρόνος καταλαμβάνει σταδιακά ολόκληρη τη ζωή. Οπως επισημαίνει ο κ. Γιώργος Σταθάκης, αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης, «οδεύουμε ήδη σε ένα εργασιοκεντρικό μοντέλο, όπου όλη η κοινωνική ζωή είναι η εργασία. Επίσης οδηγούμαστε στο αμερικανικό σύστημα όπου γίνεται ατομική διαπραγμάτευση για τις αμοιβές μεταξύ εργαζομένου και διοίκησης. Ετσι έχουμε εργαζομένους για την ίδια δουλειά με διαφορετικό μισθό. Υπάρχει μια «γκρίζα ζώνη» που κανείς δεν ξέρει τι ισχύει και τι όχι». Μάλιστα επισημαίνει ότι αρχίζει να είναι το μοντέλο προς το οποίο τείνει ο κύκλος της «νέας επιχειρηματικότητας» (κλάδος πληροφορικής, ασφαλιστικές εταιρείες, φαρμακευτικές εταιρείες, δίκτυο μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων). «Αν πριν από 10 χρόνια ήταν ορατό μόνο σε μικρό ποσοστό εργαζομένων (κυρίως στις ναυτιλιακές εταιρείες, όπου ακουγόταν κάποτε «δουλεύω σε εταιρεία στον Πειραιά, άρα δεν έχω ωράριο…»), τώρα διαχέεται η αίσθηση ότι δεν υπάρχει ωράριο σε μεγάλο κύκλο εργαζομένων».


Βεβαίως η Ευρώπη και η Ελλάδα δεν είναι Αμερική. Υπάρχουν αντιστάσεις. Και φαίνεται ότι η τάση είναι η μείωση του ωραρίου, το 35ωρο ήδη μπαίνει σε τροχιά εφαρμογής (Γαλλία, Ιταλία) και «θα επεκταθεί σίγουρα σε όλη την Ευρώπη» εκτιμά ο κ. Σταθάκης. «Στην Ελλάδα, με ένταση της προσπάθειας για σωστή εφαρμογή του και χωρίς μείωση αποδοχών, παρά τις αντιστάσεις των εργοδοτών, θα βρει επίσης τον δρόμο του».


Πάντως ο τρόπος εφαρμογής του 35ώρου στη Γαλλία έχει προκαλέσει αντιδράσεις σε πολλούς επαγγελματικούς κλάδους επειδή συνδυάστηκε με την ανακατανομή του χρόνου εργασίας ανάλογα με τις παραγωγικές ανάγκες των επιχειρήσεων. Αυτό είχε αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι για ένα χρονικό διάστημα να δουλεύουν πέραν των 40 ωρών και να ακολουθούν μειωμένο ωράριο κάποια άλλη χρονική περίοδο. Οι εργαζόμενοι διαμαρτύρονται γιατί το συγκεκριμένο ωράριο απορρυθμίζει τον ελεύθερο χρόνο τους και δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα στην οικογένειά τους.


Ωστόσο ο κ. Σταθάκης πιστεύει ότι οι σύγχρονες κοινωνίες οδηγούνται σε μια πρωτόγνωρη δυαδικότητα όσον αφορά τις αμοιβές, τον χρόνο εργασίας και τις συνθήκες εργασίας. «Το ωράριο θα ισχύει ­ και θα παραμείνει επίμαχο θέμα ­ για στρώματα ανειδίκευτης εργασίας με χαμηλούς μισθούς, για εργάτες στη βιομηχανία, κατώτερους υπαλλήλους σε δημόσιες υπηρεσίες, εργαζόμενους στη βιοτεχνία κ.ά. Στους χώρους επιχειρήσεων με νέες τεχνολογίες και νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες οι εργαζόμενοι (όχι μόνο υψηλόβαθμα στελέχη αλλά ακόμη και οι γραμματείς) δουλεύουν χωρίς ωράρια και αμείβονται καλύτερα».


Η μάχη του 35ώρου


Η κυρία Βάνα Γεωργακοπούλου, διδάκτωρ οικονομίας, ειδική σύμβουλος ΟΤΟΕ σε εργασιακά θέματα και μεσολαβητής-διαιτητής του ΟΜΕΔ (Οργανο Μεσολάβησης και Διαιτησίας) επισημαίνει ότι το συνδικαλιστικό κίνημα καλείται να απαντήσει με μορφές παρέμβασης στα νέα δεδομένα. Ενώ αρχίζουν να γίνονται όλο και περισσότεροι οι μισθωτοί, τείνει να αλλάζει και να γίνεται ευέλικτος ο πυρήνας της τυπικής εργασίας (πλήρης απασχόληση) και να μοιάζει σαν την εργασία τού… εμπορικού αντιπροσώπου ή του ελεύθερου επαγγελματία. «Οταν πριν από λίγα χρόνια λέγαμε όλοι οι οικονομολόγοι ότι θα πρέπει να εξετάσουμε άτυπες μορφές εργασίας, σήμερα βλέπουμε την ίδια την τυπική σχέση εργασίας να αλλοιώνεται και μαζί να αλλοιώνονται και τα δικαιώματα των εργαζομένων».


Οπως διαπίστωσε η κυρία Γεωργακοπούλου ­ που βρέθηκε σε εφόδους επιθεωρητών εργασίας ­ οι διευθυντές των καταστημάτων των τραπεζών δεν φτιάχνουν προγράμματα εργασίας για κάθε εργαζόμενο ώστε να τα καταθέσουν οι τράπεζες συνολικά και να πάρουν άδειες για υπερωρίες από την επιθεώρηση εργασίας. «Ετσι εμφανίζονται λίγες υπερωρίες, αν και είναι κοινό μυστικό ότι οι πόρτες στις τράπεζες είναι ανοιχτές και οι εργαζόμενοι δουλεύουν χωρίς να καταγράφεται η εργασία τους και χωρίς αμοιβή… Να σκεφτείτε ότι αν δεν υπήρχαν έστω αυτές οι επίσημες υπερωρίες (σταγόνα στον ωκεανό των πραγματικών) θα αυξανόταν κατά 4% η απασχόληση στον τραπεζικό κλάδο (πάνω από 2.500 θέσεις εργασίας)!». Πιστεύει επίσης ότι πρέπει να διασφαλιστεί το 35ωρο, γιατί πάμε «για ανεξέλεγκτες καταστάσεις αν δεν προσέξουμε, για συμβάσεις και ρυθμίσεις που δεν θα εφαρμόζονται ­ όπως γινόταν ως τώρα για τους μισθούς, τώρα μπορεί να γίνει για τους χρόνους εργασίας». Κομβικό θεωρεί να τεθούν κανόνες με άξονα:


* την πραγματική φύση της εργασίας και τις ειδικότητες που αφορά.


* τη διασφάλιση ωραρίου νόμιμου και συμβατικού όσον αφορά τον συγκεκριμένο εργαζόμενο (μια θέση μπορεί να απαιτεί λειτουργία 24 ώρες το 24ωρο αλλά ο εργαζόμενος να δουλεύει 7 ή 8 ώρες).


* δραστικό περιορισμό των υπερωριών με συστηματική διερεύνηση για να εκτιμηθεί ποιες εταιρείες καλύπτουν πάγιες ανάγκες τους με υπερωρίες ώστε να κληθούν στις θέσεις αυτές να προσλάβουν εργαζομένους.


Τα σκήπτρα της Ελλάδας


Στην Ελλάδα ο πραγματικός εργάσιμος χρόνος είναι πολύ υψηλότερος σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ το ίδιο ισχύει για τον συμβατικό χρόνο εργασίας (στη χώρα μας επικρατεί το ωράριο των 40 ωρών που αυξάνεται) διαπιστώνει ο κ. Γιάννης Κουζής, λέκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός σύμβουλος στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, υπεύθυνος του τομέα εργασιακών σχέσεων.


«Είναι υψηλός γιατί υπάρχει στενή σύνδεση μεταξύ χρόνου εργασίας και αμοιβής» μας εξηγεί. Σύμφωνα με έρευνες που έγιναν έχει φανεί ότι «στην Ελλάδα το 1/3 των μισθωτών κάνει υπερωριακή απασχόληση, το 20% του εργατικού δυναμικού διπλοαπασχολείται ή και πολυαπασχολείται. Στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι ο έλληνας εργαζόμενος για να αποκτήσει όσα ο Ευρωπαίος δουλεύει 90% περισσότερο! Η πραγματική αμοιβή του έλληνα εργαζομένου (μέσος όρος) αποτελεί το το 65% της αμοιβής του Ευρωπαίου! ».


Επίσης θεωρεί ότι είναι πια συνηθισμένο φαινόμενο να δίνουν σε μεσαία στελέχη αμοιβή πάνω από το νόμιμο πλαίσιο («πάρε 250.000-300.000 δρχ. και δούλευε όσο χρειάζεται η εταιρεία»), αμοιβή όμως που δεν ανταποκρίνεται ως προς το ύψος αν συγκριθεί με το ποσό που θα προσαυξάνονταν με βάση το αντίστοιχο ωρομίσθιο. Μάλιστα το θέμα αυτό αντιμετωπίστηκε, όπως μας λέει ο κ. Κουζής, και στην περίπτωση της Γαλλίας με την εφαρμογή του 35ώρου, όπου οι επιχειρήσεις εξαιρούν τα στελέχη τους από το πλαίσιο αυτού του ωραρίου!


Το πρόβλημα του αυξημένου χρόνου εργασίας συναντάται όλο και πιο συχνά όταν έχουμε να κάνουμε με πολλές μορφές απασχόλησης που δεν χαρακτηρίζονται μισθωτές (είτε γιατί δεν είναι είτε γιατί υποκρύπτεται μισθωτή εργασία με δελτίο παροχής) και περνούν στα πλαίσια της αυτοαπασχόλησης. Αναμένεται μάλιστα να ενταθεί το πρόβλημα στο άμεσο μέλλον, όταν θα εφαρμόζεται ευρέως η τηλεργασία!


Στις μικροβιοτεχνίες και στις μικρές επιχειρήσεις «οι παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας είναι καθημερινή υπόθεση. Εκεί παρατηρείται σοβαρότατο έλλειμμα ελέγχου της εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας. Εδώ και δύο χρόνια υπάρχει ο νόμος για να αναβαθμιστεί ο ρόλος της επιθεώρησης εργασίας αλλά ουδέν γίνεται» σημειώνει ο κ. Κουζής.


Είναι ενδεικτικό ότι επειδή υπάρχουν περιορισμοί για τις υπερωρίες και απαιτούνται ειδικές άδειες από το υπουργείο Εργασίας, «τις περισσότερες φορές οι επιχειρήσεις αψηφούν την επιθεώρηση εργασίας και χωρίς άδεια προχωρούν σε υπερωρίες εργαζομένων τους».