«Αυτό που δεν σκέφτηκε κανείς ως τώρα είναι ο δικός μου πόνος. Δολοφονήθηκε η γυναίκα μου και δεν είχα κανέναν να κυνηγήσω. Ποιον να κυνηγήσω; Εγώ τη σκότωσα».
Με αυτές τις φράσεις ο Παναγιώτης Φραντζής είχε περιγράψει το προσωπικό του «αδιέξοδο» όταν πριν από περίπου τρία χρόνια μίλησε δημοσίως για τη ζωή του στη φυλακή, με αφορμή την «αναβίωση» και μεταφορά της ιστορίας του (το καλοκαίρι του 1987 είχε δολοφονήσει και τεμαχίσει τη γυναίκα του Ζωή) στις κινηματογραφικές αίθουσες. Οσο περίεργα ή «παράφωνα» και αν ηχούν, τα λόγια αυτά του ισοβίτη κρύβουν μια μεγάλη αλήθεια: ότι ο σκληρότερος «τιμωρός» για έναν άνθρωπο που γίνεται δολοφόνος «εν βρασμώ ψυχής» και διαπράττει ένα έγκλημα «πάθους», όπως συνηθίζουμε να λέμε, είναι ο ίδιος του ο εαυτός!
Στην περίπτωση του δικηγόρου Γρηγόρη Κούλα, ο οποίος κατηγορείται ότι στραγγάλισε τη σύζυγό του Αναστασία Σίμου και από το μεσημέρι της περασμένης Δευτέρας μεταφέρθηκε και κρατείται στο Ψυχιατρείο των Φυλακών Κορυδαλλού, ίσως χρειαστεί να περάσουν αρκετά χρόνια για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα αν ποτέ ξεκαθαρίσουν…
Η μελέτη και η ανάλυση τέτοιου είδους εγκλημάτων κρίνεται από τους ειδικούς ιδιαίτερα δύσκολη και πολύπλοκη. Η εμπειρία έχει δείξει ότι τις περισσότερες φορές τίποτε σχεδόν δεν γίνεται σύμφωνα με το σχήμα των νομικών ή με τους τύπους των κατηγορητηρίων. Ακόμη και ο ίδιος ο θύτης-δράστης της τραγωδίας, που είναι και ο μοναδικός μάρτυρας της ιστορίας, αδυνατεί συνήθως να εξηγήσει το πώς έφτασε στο σημείο να διαπράξει ένα έγκλημα (πότε και γιατί πέρασε τη «λεπτή κόκκινη» διαχωριστική γραμμή), αλλά και τους λόγους, που ίσως να έμοιαζαν πιο σημαντικοί… από τη ζωή που αφαίρεσε.
Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, εκείνος που σκοτώνει τον άνθρωπο που πάνω του (αρρωστημένα, ναι…) έχει επενδύσει όλη του την ύπαρξη, τον άνθρωπο που νιώθει ότι του «δίνει» ζωή, φαίνεται να αισθάνεται ότι, κατά κάποιον τρόπο, αφαιρεί τη δική του ζωή. Πώς και γιατί ελάχιστη σημασία έχει εκ των υστέρων. Γιατί τα πιο «κλασικά» εγκλήματα, όπως χαρακτηρίζονται από τους εγκληματολόγους τα φονικά «έρωτα και πάθους», αποτελούν πάντα και τους μεγαλύτερους γρίφους. Μια τραγωδία που αυτοσχεδιάζεται «στη στιγμή»! Ενα σενάριο που γράφεται και ξαναγράφεται από το… τέλος. Μέσα από ένα βλέμμα, μια ανεπαίσθητη χειρονομία ή μία μόνο παραπάνω λέξη που «πέφτει» κατά λάθος σαν σπίρτο αναμμένο σε ένα ντεπόζιτο βενζίνης.
Αλήθεια, πόσοι από όλους εκείνους που χωρίς δεύτερη σκέψη «πέρασαν μέσα από τη φωτιά» θα το ξανάκαναν αν είχαν μία ακόμη ευκαιρία; Πόσες ζωές θα είχαν σωθεί αν τη στιγμή που άναβε το «σπίρτο» χτυπούσε τυχαία το τηλέφωνο, το κουδούνι ή ένα ρεύμα αέρα έκλεινε με δύναμη την πόρτα; Και πόσοι από εμάς μπορεί να ήμασταν στην ίδια θέση αν σε μια ανάλογη στιγμή μπλόκαρε το «σύστημα πυρασφάλειας» του μυαλού μας;
Απευθυνθήκαμε σε τρεις ειδικούς επιστήμονες, τον ψυχίατρο κ. Μανώλη Μυλωνάκη, την επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας κυρία Βασιλική Αρτινοπούλου και τον ιατροδικαστή κ. Εμμανουήλ Νόνα, και ζητήσαμε να μας απαντήσουν, ο καθένας από την πλευρά της ειδικότητάς του, στο ερώτημα: Ποιος, πότε, πώς και γιατί μπορεί να γίνει θύτης και (ταυτοχρόνως) θύμα του αγιάτρευτου πάθους του! ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΥΛΩΝΑΚΗΣ Ψυχίατρος
«Τα εγκλήματα πάθους εκτελούνται από άτομα με συνείδηση «πυρπολημένη» και συμπεριφορά «χειραγωγημένη» από επιθετικό μονοϊδεασμό. Δεν συμπεριλαμβάνονται στους αυτουργούς εγκλημάτων πάθους οι επαγγελματίες φονιάδες και οι κάθε λογής ψυχανώμαλοι. Δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται ακόμη οι παρανοϊκοί που ενήργησαν σύμφωνα με τις ανάγκες του παραληρήματος της αρρώστιας τους. Επομένως τα εγκλήματα πάθους πραγματοποιούνται από άτομα που ως και το προηγούμενο δευτερόλεπτο ήταν ανώτερα πάσης υποψίας…
Οι πιθανότητες εμπλοκής σε έγκλημα πάθους μικραίνουν όσο ανεβαίνουμε τη μορφωτική και την πολιτιστική κλίμακα, αλλά κανένα επίπεδο, ακόμη και το υψηλότερο, δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα διάπραξης ενός τέτοιου εγκλήματος.
Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι ανά πάσα στιγμή έκφραση του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ ενός «κινητήρα» και ενός «αναστολέα» που ενυπάρχουν στο κάθε άτομο. Ο «κινητήρας» είναι ο πρωτόγονος εαυτός, με τον οποίο το άτομο ήρθε στη ζωή, και εμπεριέχει την επιθετικότητα, την αρπακτικότητα, τη σεξουαλικότητα… Ο «αναστολέας» είναι ο πολιτισμός, ο οποίος διδάχθηκε ή δεν διδάχθηκε στο άτομο από το περιβάλλον του, με τη μορφή κανόνων, ορίων και προτύπων για μίμηση ή για αποφυγή.
Το έγκλημα πάθους διαπράττεται όταν η πρόκληση η οποία απευθύνθηκε και ερέθισε τον πρωτόγονο εαυτό μεγιστοποίησε την ανταπόκρισή του, ενώ στον ίδιο χρόνο η αντίσταση του πολιτισμένου εαυτού αποδείχθηκε κατώτερη, υποτυπώδης ή ανύπαρκτη.
Τυπική περίπτωση το έγκλημα πάθους ύστερα από ματαίωση του έρωτα. Ο έρωτας, λειτουργικό τμήμα του πρωτόγονου εαυτού, είναι το κίνητρο που προέβλεψε και έθεσε η φύση, προκειμένου να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή. Το κίνητρο αυτό δεν είναι μόνο ηδονογόνο αλλά και… ένοπλο. Ενα από τα όπλα του είναι η ζηλοτυπία, η οποία στην περίπτωση της ματαίωσης του έρωτα είναι δυνατόν να μετατραπεί ακόμη και σε ανθρωποκτόνο παράγοντα».
ΒΑΣΩ ΑΡΤΙΝΟΠΟΥΛΟΥ Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο τμήμα Ψυχολογίας του Πάντειου Πανεπιστημίου
Τα εγκλήματα έρωτα ή πάθους, όπως τα χαρακτηρίζουμε, θεωρούνται τα πιο κλασικά εγκλήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας, με την έννοια ότι γίνονταν, γίνονται και θα γίνονται πάντα, χωρίς να επηρεάζονται από τις κοινωνικοοικονομικές μεταβλητές, όπως άλλες μορφές εγκληματικότητας. Επιπλέον παρουσιάζουν μια ιδιαιτερότητα στη δυναμική της εγκληματογένεσης και γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να τα μελετήσουμε. Συνήθως βλέπουμε τον δράστη εκ των υστέρων, αφού έχει διαπράξει το έγκλημά του, οπότε δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη πριν από το έγκλημα. Ετσι αυτό που γίνεται είναι μια αναδρομική ερμηνεία της πορείας προς το έγκλημα, γνωρίζοντας όμως μόνο τη μία «αλήθεια», εκείνη του θύτη.
Με δεδομένες αυτές τις δυσκολίες, λέμε ότι οι φάσεις (και τα στάδια) της ψυχικής διαδικασίας που περνάει κάποιος που διαπράττει ένα έγκλημα πάθους είναι πολύ σύντομα, πολύ κοντινά, χωρίς ευδιάκριτα όρια, και διαδέχονται η μία την άλλη με μεγάλη ταχύτητα και χωρίς πολλή σκέψη. Βλέπουμε στην αρχή να υπάρχει μια αδιαμόρφωτη συναίνεση και την ιδέα του εγκλήματος να πλανάται γενικά και απροσδιόριστα στο μυαλό του δράστη.
Στη συνέχεια η σκέψη του εγκλήματος αρχίζει να μορφοποιείται. Στο τρίτο στάδιο έρχεται η κρίση-απόφαση. Το τέταρτο και τελευταίο στάδιο είναι η «εκτέλεση» του σχεδίου και όλα αυτά γίνονται με αστραπιαία ταχύτητα. Ειδικά όσον αφορά το τελευταίο στάδιο, «το πέρασμα στην πράξη» (η στιγμή του εγκλήματος), τις περισσότερες φορές περιγράφεται από τους ίδιους τους δράστες σαν… το άναμμα του αναπτήρα.
Κι επειδή σε όλες αυτές τις περιπτώσεις κυριαρχεί το πάθος, οι φάσεις αυτές της ψυχικής διαδικασίας είναι περισσότερο ασαφείς, με αποτέλεσμα να είναι και δύσκολα αναστρέψιμες, έτσι ώστε να συγκρατείται ο δράστης προτού φθάσει στο έγκλημα».
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΝΟΝΑΣ Προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών
«Υπάρχουν δύο ειδών «ερωτικά» εγκλήματα ή πάθους, όπως συνηθίζουμε να τα λέμε… Εκείνα του «νοσηρού πάθους» και εκείνα της «συναισθηματικής φόρτισης». Τα εγκλήματα της πρώτης κατηγορίας έχουν συνήθως κίνητρο την εκδίκηση ή τον πληγωμένο εγωισμό, γι’ αυτό και ο τρόπος που διαπράττονται είναι συνήθως στυγνός. Σε αυτές τις περιπτώσεις ακούμε συχνά τον δράστη να λέει ότι «έτσι έπρεπε να γίνει». Στη δεύτερη περίπτωση ο δράστης παρασύρεται από το πάθος της στιγμής και αμέσως μετά το μετανιώνει ενώ τις περισσότερες φορές δεν έχει την αίσθηση ή δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί το έκανε. Σε αυτού του είδους τα φονικά υπάρχουν πάντα δύο δράματα: του θύματος και του θύτη, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο γίνεται κι αυτός θύμα του εαυτού του…
Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για εγκλήματα ιδιαίτερα αποτρόπαια που συνοδεύονται από σημάδια έντονης βιαιότητας. Χαρακτηρίζονται από μια αφοπλιστική ωμότητα και από μια πρωτόγονη σκληρότητα.
Τις περισσότερες φορές το θύμα φέρει πάνω του μώλωπες και κακώσεις, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι προηγείται άγρια πάλη πριν από τη δολοφονία. Οι άντρες χρησιμοποιούν συχνότερα κάποιο όπλο ή μαχαίρι, παρά τη σωματική τους δύναμη.
Οι γυναίκες αντίθετα χρησιμοποιούν περισσότερο έμμεσους τρόπους, όπως κάποιο δηλητήριο, κάτι που δείχνει ότι λειτουργούν περισσότερο προμελετημένα, αν και τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν και αυτές όπλα.
Βέβαια στα εγκλήματα όπου κυριαρχεί το πάθος βλέπουμε ότι ο θύτης χρησιμοποιεί ως όπλο οτιδήποτε μπορεί να βρει μπροστά του εκείνη τη στιγμή, από ένα ψαλίδι ως και μια ζώνη ή ένα βαρύ διακοσμητικό αντικείμενο».