Ο Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985) «βράχος τραχύτατος του Ελμπασάν και πράσινη απαλή δαντέλα του Βόσπορου» κατά τον Ανδρέα Εμπειρίκο , ο υπερρεαλιστής που σόκαρε το ελληνικό κοινό τις πρώτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο, παρουσιάζεται αυτές τις ημέρες με μια εύστοχη επιλογή έργων του στην έκθεση του «Αστρολάβου», όπου αποκαλύπτεται μια λιγότερο γνωστή πλευρά της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας. Βέβαια ο ίδιος ποτέ δεν την έκρυψε. Και μάλιστα τη διατύπωσε με μεγάλη ειλικρίνεια και χωρίς περιστροφές, όπως ταιριάζει στους αληθινά τολμηρούς, στην ομιλία που έκανε το 1963 στην έκθεσή του στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, την έκθεση που σηματοδοτούσε πια την αποδοχή του από την κριτική και το κοινό (είχε ήδη τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1958 και είχε αντιπροσωπεύσει την Ελλάδα στην Biennale της Βενετίας το 1954). Είπε λοιπόν τότε: «Η βυζαντινή τέχνη είναι η πιο κοντινή σε μας μορφή της ελληνικής τέχνης. Είναι καθήκον, ιδιαίτερα για κάθε έλληνα καλλιτέχνη, να υπακούσει στα κελεύσματά της και να πειθαρχήσει στις υποδείξεις της. Και καθήκον, αλλά και μεγάλη βοήθεια». Τους καρπούς αυτής της «μεγάλης βοήθειας» από τη βυζαντινή τέχνη μάς δείχνει η έκθεση του «Αστρολάβου». Τα περισσότερα από αυτά τα έργα τα φύλαγε ο ίδιος στο εργαστήριό του. (Ο γράφων είχε την ευκαιρία να τα γνωρίσει, μετά τον θάνατο του ζωγράφου, στο σπίτι του χάρη στην ευγένεια της γυναίκας του κυρίας Λένας Εγγονοπούλου και να δημοσιεύσει μερικά από αυτά τον Δεκέμβριο του 1985.) Στην ίδια ομιλία ο Εγγονόπουλος ανέφερε ότι ο Παρθένης επέστησε την προσοχή του στη λεγόμενη «βυζαντινή τέχνη», που τη «σπούδασε κοντά σε δύο άλλους διδασκάλους»: τον καθηγητή Α. Ξυγγόπουλο και τον ζωγράφο και συγγραφέα Φώτη Κόντογλου, «τον άνθρωπο με τη γενναία ψυχή».
Ο Κόντογλου, ζωγραφίζοντας την προσωπογραφία του Ν. Εγγονόπουλου το 1934, του δίνει το προσωνύμιο «Εγγονόπουλος Φαναριώτης», επισημαίνοντας την κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή του, αλλά και υπονοώντας κάποιον γενικότερο προς το Βυζάντιο προσανατολισμό του. Ενα χρόνο αργότερα, όταν ο ίδιος ο Εγγονόπουλος θα ζωγραφίσει την αυτοπροσωπογραφία του, θα επιλέξει τη «βυζαντινή» τεχνοτροπία για να αποτυπώσει την προσωπικότητά του. Βέβαια ο τρόπος που εργάζεται δεν είναι ούτε μηχανικά μιμητικός ούτε, πολύ περισσότερο, αντιγραφικός. Είναι προσωπικός και δημιουργικός, δείχνοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν τη διδασκαλία του Κόντογλου και τη «μεγάλη βοήθεια» της βυζαντινής τέχνης.
Εχουν προηγηθεί κατά το πρότυπο του διδασκάλου του Φ. Κόντογλου οι προσωπογραφίες του «Αρχιτέκτονα Σινάν» (1934), του μεγαλύτερου αρχιτέκτονα του οθωμανικού κράτους, που πιθανότατα ήταν ελληνικής καταγωγής (ο Κόντογλου έχει ζωγραφίσει δύο φορές τον Σινάν) και του γνωστού βυζαντινού ποιητή Πτωχοπρόδρομου, που οικτίρει την πενία των ανθρώπων που ασχολούνται με τα γράμματα. Τον ζωγραφίζει καθισμένο μπροστά σε αναλόγιο, στον εικονογραφικό τύπο των Ευαγγελιστών, με τα σύνεργα της γραφής, με ανοιχτό βιβλίο με τους στίχους του Πτωχοπρόδρομου («πολύ συχνά με έλεγεν ο γέρων ο πατήρ») και με περίεργο κωνοειδή σκούφο στο κεφάλι. Και στα δύο μικρά έργα οι φόρμες είναι κλειστές, η επιπεδικότητα τονισμένη ιδίως στον Πτωχοπρόδρομο και τα χρώματα πυκνά, με προτίμηση στα θερμά γεώδη.
Το 1935 χρονολογείται ο πίνακας με το σπάνιο θέμα «Η θυσία του ποιητή Ιάσονος Κλεάνδρου εν Κομμαγηνή», με τα ανοιχτόχρωμα βουνά που προβάλλονται στο σκοτεινό βάθος ενώ στο πρώτο επίπεδο στο κέντρο ο βωμός με το κριάρι. Μερικές προσωπογραφίες συμπληρώνουν τα έργα στα οποία χρησιμοποιεί τη «βυζαντινή» τεχνική (αβγοτέμπερα) και τεχνοτροπία. Ο «Ορφέας» σαν αρχιγένειο παλικάρι. Επιβλητικός και με σχηματοποιημένο τον φολιδωτό θώρακά του ο Σκεντέρμπεης, τον οποίο ζωγραφίζει το 1951. Καθώς τα δύο παλικάρια ο ένας Υδραίος που βγαίνουν από την Επανάσταση του ’21 και τα ζωγραφίζει το 1953.
Στο εικοσάχρονο (1933-1953) αυτό διάστημα ο Εγγονόπουλος ιστορεί παράλληλα εικόνες, άλλοτε μεγαλύτερες για τέμπλα εκκλησιών και άλλοτε μικρών διαστάσεων, που μοιάζουν ατομικές εικόνες οικογενειακών αφιερωμάτων. Εκτίθενται κυρίως αυτής της δεύτερης ομάδας δείγματα (Αγ. Χαρίτων – 1933, Παναγία, Αγ. Μελέτιος, Αγ. Σπυρίδων, Ευαγγελιστής Λουκάς – 1952, Αγ. Νικόλαος, Παντοκράτωρ – 1952). Στις εικόνες ακολουθεί τις κωδικοποιημένες κατευθύνσεις της Κρητικής Σχολής, με τον σκούρο προπλασμό και την προβολή των φωτισμένων τμημάτων με ανοιχτόχρωμες παράλληλες γραμμές. Διαφοροποιείται όμως από την κρητική τεχνική στη χειρονομία του που αφήνει το ίχνος στην εικόνα. Η κίνηση είναι κυκλική και συχνά ακολουθεί το σχήμα του μέρους του προσώπου που ζωγραφίζει. Στην τεχνική αυτή φαίνεται ότι επηρεάζεται και από τον δάσκαλό του Φ. Κόντογλου. Δεν συνέχισε όμως την εκκλησιαστική ζωγραφική. «Δεν είχα την κλίση» γράφει («Ζυγός», 1978).
Η «βυζαντινή» διαδρομή του Ν. Εγγονόπουλου κλείνει με την προσωπογραφία του νεοέλληνα συγγραφέα που έρχεται από το Βυζάντιο μέσω των Κολλυβάδων και της φιλοκαλικής αγιορείτικης παράδοσης, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (Συλλογή Χ. Παταμιάνου). Ο σκιαθίτης συγγραφέας εικονίζεται ως τη μέση, σε στάση που θυμίζει τους Αποστόλους, στην εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου. Η σχεδίαση είναι βυζαντινή. Ο προπλασμός σχετικά ανοιχτόχρωμος. Τα εξέχοντα μέρη του προσώπου και των μακρυδάκτυλων χεριών γράφονται με ανοιχτόχρωμες γραμμές. Στο φόντο η θάλασσα και σχηματική υπόμνηση του νησιού του. Αυτό το πορτρέτο του Παπαδιαμάντη ίσως είναι το πιο κοντινό στην προσωπικότητά του, που ζωγραφίστηκε ως σήμερα.
Μπορεί μετά το 1953 να μη μας δίνει άλλα «βυζαντινά» έργα ο Εγγονόπουλος. Ωστόσο αυτή η θητεία κυρίως ως τεχνική διαπερνά και σε αρκετά έργα τής τόσο διαφορετικής κατοπινής τεχνοτροπίας και θεματολογίας του υπερρεαλιστή Εγγονόπουλου. Είναι σαν ένα εσωτερικό στοιχείο ιθαγένειας διακριτικό κάτω από την κραυγαλέα θεματική. Είναι η «μεγάλη βοήθεια» που στα χέρια του άξιου τεχνίτη γίνεται ύλη πολύτιμη και, όπως ο ίδιος συχνά έλεγε, «τα βυζαντινά στοιχεία είναι σ’ όλη μου τη δουλειά», φανερώνοντας τη θαλερότητα και την αξία της παράδοσης.
Ο κ. Νίκος Ζίας είναι αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.