Τα χρόνια της αθωότητας του κινηματογράφου


Το «Αμόκ» των γυμνών κοριτσιών





Από τα γυρίσματα της ταινίας «Αμόκ» το 1963


Οχτώ ανυπόταχτα κορίτσια, μη μπορώντας να αντέξουν άλλο τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησής τους στο σωφρονιστήριο, το σκάνε μια νύχτα μπαίνοντας στη νεκροφόρα που μεταφέρει μια πεθαμένη συγκρατούμενή τους στην τελευταία της κατοικία. Καταφεύγουν σ’ ένα ερημονήσι που το ξέρει από τα παιδικά της χρόνια η αρχηγός τους.


Κατά περίεργη σύμπτωση σ’ αυτό το ερημονήσι τον καιρό της Κατοχής έχει θάψει ένα μπαούλο με χρυσαφικά και τιμαλφή που λήστεψε κατά την παραμονή του στην Ελλάδα ένας Γερμανός λοχαγός των Ες-Ες. Επιστρέφει τώρα, δεκαοχτώ χρόνια μετά τον πόλεμο, μαζί με τον 23χρονο γιο του και με μια ομάδα μισθωμένα καθάρματα να το αναζητήσει. Δύσκολο έργο, γιατί ο χώρος έχει αλλοιωθεί με τον καιρό και θα χρειαστεί να σκάψουν πολύ για να το βρουν. Οι δυο ομάδες, των κοριτσιών απ’ τη μια μεριά και των ανδρών του Γερμανού από την άλλη, αναγκαστικά συναντιόνται. Και θα υποχρεωθούν να συμβιώσουν.


Στην ομάδα των κοριτσιών είναι και μια Εβραιοπούλα. Οι Γερμανοί, στην Κατοχή, είχαν κάψει τους γονείς της στα κρεματόρια του Αουσβιτς. Το ρόλο της Εβραίας τον υποδύεται στο έργο η Φλωρέτα Ζάννα. Το μίσος της για το λοχαγό των Ες-Ες είναι φανερό και φυσικά ο λοχαγός τής το ανταποδίδει. Ο γιος του, όμως, ο Πήτερ, που στην ταινία τον ερμηνεύει ο ηθοποιός Λευτέρης Βουρνάς, έχει μεγαλώσει με άλλες ιδέες και δεν συμμερίζεται τα αισθήματα του πατέρα του για την Εβραία. Αντίθετα της φέρνεται με φανερή συμπάθεια. Και αυτό εξοργίζει το φανατισμένο λοχαγό, που τον υποδύεται ο Ζώρας Τσάπελης.


Κάπως έτσι ξεκινάει ο μύθος στο Αμόκ. Για να καταλήξει σε μια τολμηρή καταγγελία της αγριότητας του πολέμου, του ρατσισμού και της ανθρώπινης μισαλλοδοξίας.


Το διαβάσαμε με τον Λάζαρο Μοντανάρη στον Φίνο και του άρεσε. Και δρομολογήσαμε την προεργασία, με στόχο να ξεκινήσουμε το γύρισμα αρχές Ιουνίου. Είπαμε πως το έργο ήταν τολμηρό. Πραγματικά ήταν. Κι όχι μόνο στο πνεύμα αλλά και στην όψη. Οι κοπέλες δεν ήταν της Σχολής Καλογραιών, ήταν σκληρές, παιδεμένες κι αποφασισμένες για όλα. Τέσσερις-πέντε από τις οχτώ, που θα ερμήνευαν τους ισάριθμους ρόλους, έπρεπε να εμφανιστούν στην ταινία γυμνές ή ημίγυμνες. Σύμφωνα με το σενάριο, σ’ αυτό το έρημο νησάκι, όπου κατέφευγαν οι κοπέλες από το αναμορφωτήριο και οι μπράβοι του Γερμανού, γίνεται ένας ομαδικός βιασμός και φυσικό ήταν ο βιασμός αυτός να καταγραφεί στο φιλμ μ’ όλη του την ωμότητα και τη βιαιότητα που απαιτούσε ένα ρεαλιστικό γύρισμα. Βέβαια κάποια προσχήματα τηρήθηκαν, κάποια τεχνάσματα επιστρατεύτηκαν κι έτσι από τον κανόνα εξαιρέθηκαν η Φλωρέτα Ζάνα, η Νίκη Τριανταφυλλίδη, η Αννα Βενέτη και η Μαρία Μπονέλλου. Οι υπόλοιπες που διαλέχτηκαν με βάση και το ταλέντο τους φυσικά αλλά κι αυτά τα εξωτερικά χαρίσματα της φυσικής τους εμφάνισης στην αρχή είχαν κάποιες αντιρρήσεις σχετικά με το γυμνό. Η εποχή ήταν ακόμα κάπως συντηρητική κι ο χώρος ακόμα στενός και επιφυλακτικός σε τέτοιου είδους τολμηρότητες. Δεν ήταν ο κινηματογράφος τότε όπως σήμερα, που όταν συζητάς με μια κοπέλα για το ρόλο της σε μια ταινία η πρώτη της ερώτηση θα είναι: Εντάξει. Και το γυμνό μου σε ποια σκηνή θα είναι;


Το νησάκι λεγόταν Υβάλα κι ήταν στη μέση του Αμβρακικού κόλπου. Ερημο κι απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, το είχαν για καταφύγιο οι γλάροι μονάχα και τα θαλασσοπούλια. Το συνεργείο και οι ηθοποιοί, που ανάμεσά τους εκτός απ’ αυτούς που ανέφερα ήταν κι ο Τάκης Εμμανουήλ, ο Δημήτρης Μπισλάνης, ο Σπύρος Καλογήρου, ο Γιώργος Τζαβέλλας κ.ά., εγκατασταθήκαμε όλοι σε σπιτάκια στην Κορωνησία, ένα πανέμορφο θαλασσοχώρι, και πηγαίναμε στην Υβάλα κάθε πρωί με βενζίνες. Ηταν δεν ήταν ένα τέταρτο η διαδρομή. Εκεί γίνονταν τα πιο πολλά γυρίσματα.


Στην αρχή τα κορίτσια που έπρεπε να γδυθούν για τις ανάγκες του έργου ήταν κάπως δισταχτικά και αμήχανα. Ντρέπονταν, και με το δίκιο τους. Σιγά σιγά όμως άρχισαν να ξεθαρρεύουν. Είδαν πως, εκτός από το συνεργείο και τους συναδέλφους τους ηθοποιούς, κανένας ξένος δεν υπήρχε κι ούτε ήταν τρόπος να ‘ρθει χωρίς να τον δούμε. Ετσι μια και θα γδύνονταν για το γύρισμα οπωσδήποτε, στις σκηνές βέβαια που ήταν απαραίτητο, το πήραν απόφαση. Πετούσαν τα ρούχα τους από το πρωί, μόλις πατούσαν το πόδι τους στην Υβάλα, έπαιρναν χώμα και νερό, άλειβαν το γυμνό τους κορμί για να ‘ναι έτοιμες κι έμεναν έτσι ίσαμε το τέλος του γυρίσματος. Το είχαν συνηθίσει και τους άρεσε. Τόσο που έρχονταν μέρες που έβλεπα μια ή δυο από αυτές μ’ αυτή την παραδείσια περιβολή κι έλεγα:


­ Μα καλά, εσύ βρε Σόφη, γιατί γδύθηκες; Κι εσύ, Ζέτα; Αφού ούτε η μια ούτε η άλλη έχετε γύρισμα σήμερα.


­ Πειράζει; μου απαντούσε άνετα η Ζέτα Αποστόλου.


­ Αμα δεν πειράζει εσάς, εμένα γιατί να μου πέφτει λόγος;


Μ’ αυτές τις όμορφες συνθήκες μιας ελεύθερης και ξέγνοιαστης ζωής, κι έχοντας στο καλλιτεχνικό και τεχνικό επιτελείο παιδιά γιομάτα νιάτα και κέφι για δουλειά, χωρίς βεντετισμούς και μεμψιμοιρίες, και μέσα σ’ ένα μαγικό φυσικό περιβάλλον, γίνονταν τα γυρίσματα του Αμόκ, εκεί κάτω στον Αμβρακικό Ο έρωτας της Καρέζη με… χουντικό


Από τα γυρίσματα της ταινίας «Κοντσέρτο για πολυβόλα»


Η Χούντα ήταν εκείνο τον καιρό επί θύραις κι η Τζένη, που είχε αρχίσει πρόσφατα να πολιτικοποιείται, αγωνιούσε. Ηταν οι μέρες που άρχιζαν τα γυρίσματα της ταινίας μας Κοντσέρτο για πολυβόλα. Η Καρέζη ήταν η δεδομένη. Ζητούμενος ήταν ο ζεν-πρεμιέ. Ενας γοητευτικός λοχαγός του ελληνικού στρατού με τον οποίο η Τζένη θα είχε το μεγάλο αίσθημα. Ο Φίνος πρότεινε κάποια ονόματα από τα γνωστά μέχρι τότε στο χώρο των ωραίων. Αντιπρότεινα τον Κώστα Καζάκο. Ο Φίνος αιφνιδιάστηκε.


­ Μα αυτός είναι καρατερίστας, είπε σουφρώνοντας τα χείλια του και βήχοντας δυο φορές, σημάδι μη επιδοκιμασίας.


Δε μίλησα. Συνεννοήθηκα μυστικά με τον Κώστα και πήγαμε στον Τόγκα που έφτιαχνε τις στρατιωτικές στολές. Ντύθηκε ο Καζάκος λοχαγός και μπήκαμε σ’ ένα ταξί. Αδύνατος τότε ο Κώστας, νέος, ψηλός, τρία αστέρια δεξιά, τρία αστέρια αριστερά στους ώμους, πηλήκιο στην πένα, κουμπιά γυαλισμένα, θαμπώθηκε ο Φίνος κι είπε το ναι.


Το γύρισμα άρχισε. Και προχωρούσε κανονικά και στο πλατό και έξω από την Αθήνα, σε άλλα γραφικά σημεία της Ελλάδας.


Υστερα από κάνα μήνα, θαρρώ, σ’ ένα διάλειμμα μεσημεριάτικο, εκεί στον Ισθμό Κορίνθου, παίζαμε τάβλι με την Τζένη. Εριχνε τα ζάρια άκεφα, ήταν αμίλητη, με τα μάτια της κατεβασμένα. Κι ο νους της φευγάτος.


­ Τι έχεις; τη ρωτάω.


Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι, μου λέει μαζεμένα:


­ Μου φαίνεται πως την πάτησα.


­ Δηλαδή;


­ Να, έμπλεξα μ’ έναν από δαύτους.


­ Ποιους;


­ Αυτούς, ντε, τους χουντικούς.


­ Τι εννοείς έμπλεξες;


­ Να, πώς το λένε, παιδάκι μου, δηλαδή… εγώ…


­ Τον ερωτεύτηκες;


Μούγκρισε.


Το μούγκρισμα σήμαινε πως έλεγε ναι. Ηταν ένα παιδί που ομολογεί τη ζαβολιά του. Και χωρίς να γυρίσει μου έδειξε, με το χέρι απλωμένο, τον Καζάκο, που όρθιος πιο ‘κεί, με τη στολή του, πετούσε πέτρες στο κανάλι, να κάνει γκελ. Φυσικά κάθε άλλο παρά χουντικός ήταν ο Κώστας Καζάκος. Η Τζένη έκανε χιούμορ. Ηταν αναγκαίο γι’ αυτήν εκείνη την εποχή το χιούμορ, για να συμβιβάσει τούτο το αιφνίδιο και φαινομενικά ασυμβίβαστο πάθος της για τον Κώστα. Εδειχναν τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες οι δυο τους τότε. Ο Κώστας γύρισε και μας χαμογέλασε. Κατάλαβε πως μιλούσαμε γι’ αυτόν Ο Φούντας και ο βασιλιάς… Κώτσος


Από τα γυρίσματα της ταινίας «Πυρετός στην άσφαλτο» σε δρόμο του Τατοΐου κοντά στα Ανάκτορα


Ηταν περασμένα μεσάνυχτα, είχαμε γυρίσει τρία πλάνα κι ο Αρβανίτης ετοίμαζε το τέταρτο. Είχε ανάψει τους μεγάλους του προβολείς, τα άρκα, που φώτιζαν το δρόμο και στράβωναν τους ελάχιστους οδηγούς κι εγώ με τον Φούντα και τους άλλους ηθοποιούς καθόμαστε πρόχειρα στην άκρη της γέφυρας και κουβεντιάζαμε περιμένοντας τον Αρβανίτη να τελειώσει τους φωτισμούς του. Ο Φούντας φορούσε φυσικά τη στολή του ρόλου του.


Για μια στιγμή ακούστηκαν έντονα κορναρίσματα και δυο πολυτελή αυτοκίνητα σταμάτησαν απότομα μπροστά μας. Ηταν τα αυτοκίνητα του βασιλιά και της συνοδείας του.


Από το πρώτο κατέβηκε βασιλικότερος του βασιλέως ο υπασπιστής του Κωνσταντίνου, ο Αρναούτης, που αιφνιδιάστηκε από τη φωταγωγία και θέλησε να πληροφορηθεί τι συμβαίνει κι αν ήταν αυτό που φαντάστηκε να ενημερώσει την Αυτού Μεγαλειότητα για τις νυχτερινές καλλιτεχνικές δραστηριότητες των υπηκόων της. Τον πρόλαβε όμως ο βασιλιάς, που είχε κιόλας πηδήσει από το αυτοκίνητό του και περίεργος κοίταζε δεξιά-αριστερά να κατατοπιστεί.


Οπου ο Φούντας μόλις τον βλέπει πετάγεται ορθός, τον πλησιάζει θαρρετά, απλώνει το χέρι του και του λέει:


­ Γεια σου, Κώτσο! Τι κάνει η κυρά; Τι κάνουν τα κουτσούβελα;


Δεν ξέρω ποιος από τους δύο αντέδρασε πρώτος. Ο Αρναούτης ή ο βασιλιάς. Είδα, απλώς, στο δυνατό φως των προβολέων, τα μάτια και των δυο να ‘ναι κατάπληκτα. Να βλέπουν έντρομοι μέσα στ’ άγρια μεσάνυχτα έναν υπαξιωματικό της Αστυνομίας να τους πλησιάζει χωρίς σεβασμό, χωρίς ιεραρχία και να αποκαλεί το βασιλιά Κώτσο, τη βασίλισσα κυρά και τους πρίγκιπες κουτσούβελα και συμπέραναν, με το δίκιο τους, πως είχαν γελαστεί κι οι δυο και πως δεν επρόκειτο για γύρισμα ταινίας, αλλά πως είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με τρομοκράτη μεταμφιεσμένο σε αστυνομικό ή με παράφρονα.


Και στις δυο περιπτώσεις το μόνο που η στοιχειώδης σωφροσύνη επέβαλλε ήταν να φύγουν το γρηγορότερο. Αυτό και έκαναν. Τα λάστιχα των αυτοκινήτων τους στρίγκλισαν μέσα στην ήσυχη καλοκαιρινή νύχτα.


Θύμισα το επεισόδιο αυτό στο Φούντα κι είδα το πρόσωπό του να φωτίζεται. Αλλο που δεν ήθελα, να τον δω ήρεμο για να δοκιμάσω άλλη μια φορά να γυρίσω το επίμαχο πλάνο. Ετσι για να σταθεροποιήσω την καλή του διάθεση τον ρώτησα:


­ Αλήθεια, βρε Γιώργο, δεν μου είπες. Είσαστε γνωστοί με το βασιλιά;


­Οχι. Πρώτη φορά τον έβλεπα από κοντά.


­ Και πώς τον είπες Κώτσο;


­ Πώς να τον πω; Στο χωριό όλους τους Κωνσταντίνους Κώτσους τους φωνάζουμε