Ο Οκτώβριος είναι τελικά ο μήνας που θα φανούν οι προθέσεις όλων των πλευρών στο θέμα της εγκατάστασης των S-300 στην Κύπρο. Τότε θα γίνει και η παράδοση του συστήματος σύμφωνα με τη διευθέτηση που έγινε κατά την πρόσφατη επίσκεψη του προέδρου Γλαύκου Κληρίδη στη Μόσχα. Το αρχικό συμβόλαιο προέβλεπε η όλη διαδικασία να εξελιχθεί σε δύο μέρη, κάποια από τα εξαρτήματα να παραδοθούν στα τέλη του Ιουλίου και κάποια άλλα τον Σεπτέμβριο. Τελικά, η κυπριακή κυβέρνηση προτίμησε μια πιο σύντομη επιχείρηση, η οποία θα διαρκέσει ελάχιστες μόνο ώρες. Οι Ρώσοι ­ σύμφωνα με τα ως τώρα δεδομένα ­ θα μεταφέρουν τους πυραύλους στη νήσο αιφνιδιαστικά (υποτίθεται), ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο οποιασδήποτε προληπτικής ­ αποτρεπτικής τουρκικής ενέργειας. Τα όσα έχουν λεχθεί ως τώρα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μεταφορά θα γίνει αεροπορικά, δόθηκαν μάλιστα πολλές διαβεβαιώσεις ότι υπάρχουν όλες οι αναγκαίες τεχνικές ­ μεταφορικές δυνατότητες ώστε να μη σημειωθεί κανένα πρόβλημα στην επιχείρηση.


Ουδείς βέβαια πιστεύει ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν τόσο γραμμικά. Ολοι οι ενδιαφερόμενοι επεξεργάζονται σενάρια με πολλές μεταβλητές. Σε όλα αυτά υπάρχει όμως και μια σταθερά: Η κυπριακή κυβέρνηση θα τηρήσει, ως την τελευταία λεπτομέρεια, το συμβόλαιο που υπέγραψε με τη Ρωσία και θα προχωρήσει στην παραλαβή (επί ρωσικού εδάφους) και πληρωμή των πυραύλων S-300, ώστε να της μεταβιβαστεί η ιδιοκτησία τους. Με την προοπτική αυτή έχουν συμβιβαστεί πλέον ακόμη και οι Αμερικανοί, οι οποίοι στην αρχή ζητούσαν την ακύρωση της παραγγελίας. Οι υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι Ρώσοι αφορούν μόνο την παραγωγή και μεταφορά των πυραύλων καθώς και την εκπαίδευση του προσωπικού στον χειρισμό τους ­ η οποία έγινε σε ειδικό εκπαιδευτικό κέντρο και έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Οι μεταβλητές στα υπό επεξεργασία σενάρια αφορούν μόνο το πώς θα διαχειριστεί η κυπριακή κυβέρνηση τους πυραύλους, που θα είναι πλέον δική της ιδιοκτησία.


Η πρώτη ομάδα σεναρίων προβλέπει ότι οι πύραυλοι φτάνουν και αναπτύσσονται κανονικά στην Κύπρο. Ωσπου να εντοπιστεί η παρουσία τους θα περάσουν αρκετές ώρες, πιθανότατα και ημέρες. Από εκεί και πέρα ανοίγουν μια σειρά από στρατιωτικές παραλλαγές. Το πρώτο ερώτημα είναι: Πώς θα αντιδράσουν οι Τούρκοι στην παρουσία των πυραύλων; Οι απαντήσεις είναι πολλές:


Αν πάρουμε τοις μετρητοίς τις δηλώσεις των στρατιωτικών, τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι θα υπάρξει άμεση προσβολή τους από τα αεροπορικά και πυραυλικά μέσα που έχει στη διάθεσή της η Τουρκία. Τα μέσα αυτά δεν είναι διόλου λίγα. Κατά πρώτον η Αγκυρα έχει, από την περασμένη εβδομάδα, στη διάθεσή της τους πυραύλους ATACMs, οι οποίοι έχουν βεληνεκές επαρκές για να πλήξουν θέσεις στην Κύπρο εκτοξευόμενοι από τη Μικρά Ασία και ακρίβεια βολής τόσο μεγάλη ώστε η πιθανή απόκλιση να μην υπερβαίνει τα μερικά μέτρα ­ υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι οι Τούρκοι γνωρίζουν πού βρίσκονται οι στόχοι τους. (Οι ATACMs είναι ακριβώς σχεδιασμένοι για να πλήττουν στόχους μέγιστης σημασίας και μικρού όγκου.) Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έσπευσαν, μόλις ανακοινώθηκε η αγορά των S-300, να προμηθευτούν από το Ισραήλ πυραύλους εδάφους – εδάφους, των οποίων τα χαρακτηριστικά ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας επιχείρησης καταστροφής των κυπριακών πυραύλων από εκτοξευτές εγκατεστημένους στη νήσο.


Το τουρκικό Γενικό Επιτελείο έχει επίσης επεξεργαστεί σχέδιο καταστροφής των κυπριακών πυραύλων με τη χρήση και αεροπλάνων. Μόλις προ μηνός, ένα σμήνος τουρκικών F-16 εκπαιδεύτηκε στην αντιμετώπιση των S-300, σε μια βάση εγκατεστημένη στην έρημο Νεγκέβ. Η ισραηλινή αεροπορία και η (επίσης ισραηλινή) βιομηχανία παραγωγής πυραύλων «Ραφαέλ» έχουν εγκαταστήσει εκεί ένα σύστημα το οποίο επιτρέπει στους πιλότους να εκπαιδεύονται στους εναέριους ελιγμούς που πρέπει να γίνουν προκειμένου το αεροσκάφος να διαφύγει και να πλήξει διαφόρους τύπους αντιαεροπορικών πυραύλων. Οι σχετικές πληροφορίες διέρρευσαν (προφανώς σκόπιμα) την περασμένη εβδομάδα στον τουρκικό Τύπο, ενώ το Ισραήλ έσπευσε να τις διαψεύσει με ανακοίνωση της πρεσβείας του στην Αθήνα. Εν τούτοις, όπως πληροφορείται «Το Βήμα», ξένες υπηρεσίες πληροφοριών ανέφεραν σε επαφές που είχαν στην Αθήνα ότι κοινές ασκήσεις Τουρκίας ­ Ισραήλ, με περιεχόμενο την αντιμετώπιση αντιαεροπορικών πυραύλων, έχουν διεξαχθεί αρκετές φορές και συχνά περιλάμβαναν ενέργειες καταστροφής των εκτοξευτήρων. Πάντως, μια τροποποιημένη εκδοχή της αρχικής διάψευσης μεταδόθηκε την περασμένη Πέμπτη από το ραδιόφωνο του Ισραήλ, σύμφωνα με την οποία τα τουρκικά αεροπλάνα εκπαιδεύτηκαν μόνο στην «αποφυγή» των S-300 και όχι στην καταστροφή τους.


Αν η Τουρκία επιλέξει τη στρατιωτική λύση για την αντιμετώπιση των S-300, οι ίδιοι οι επίμαχοι πύραυλοι δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την άμυνα της νήσου, καθώς θα απαιτηθεί χρονικό διάστημα αρκετών εβδομάδων ώσπου να καταστούν επιχειρησιακοί. Ακόμη και αν προηγηθεί η πλήρης εγκατάσταση των συστημάτων εντοπισμού και διεύθυνσης, ο συντονισμός των διαφόρων μηχανισμών προϋποθέτει μια στοιχειώδη άνεση χρόνου, την οποία βέβαια οι Κύπριοι δεν θα έχουν στην περίπτωση που οι εξελίξεις πάρουν ταχύ ρυθμό. Επιπλέον, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, κυρίως από την Αγκυρα, οι Ρώσοι δεν έχουν αναλάβει καμία δέσμευση ότι θα συμβάλουν (με οποιονδήποτε τρόπο) στην άμυνα των πυραύλων. Η Μόσχα φαίνεται απολύτως πεπεισμένη ότι η Τουρκία δεν θα παρεμποδίσει τη μεταφορά ως την Κύπρο και κατά συνέπεια δεν διαβλέπει κινδύνους δικής της εμπλοκής σε μια αντιπαράθεση με την Τουρκία.


Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού κ. Μεσούτ Γιλμάζ ωθούν σε πιο ήπιες εξελίξεις και προδιαγράφουν μια πιο ρεαλιστική αντίδραση της Αγκυρας, που θα συνίσταται στην αποστολή πυραύλων στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου και στη λήψη σειράς πολιτικών μέτρων για την ταχύτερη ενσωμάτωση της Βόρειας Κύπρου στην Τουρκία. Εδώ δεν προβλέπεται άμεση στρατιωτική δράση αλλά θα ληφθούν εκείνα τα μέτρα τα οποία θα επιτρέπουν την ταχεία ουδετεροποίηση των S-300 σε περίπτωση έκρηξης εχθροπραξιών. Την εκδοχή αυτή φαίνεται να την υποστηρίζει το σχετικά μικρότερο τμήμα της στρατιωτικής ηγεσίας, η πλειονότητα της οποίας φέρεται προσανατολισμένη σε άμεση στρατιωτική δράση.


Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αθήνα από τρίτες χώρες είναι συνήθως αντιφατικές και συγκεχυμένες. Πρόσφατα διπλωματικός εκπρόσωπος χώρας η οποία διαθέτει αξιόλογα μέσα συλλογής πληροφοριών διατύπωσε την εκτίμηση ότι η Τουρκία δεν μπορεί να προχωρήσει πέραν της αποστολής στη Βόρεια Κύπρο ενός αριθμού πυραύλων και της μόνιμης εγκατάστασης στο αεροδρόμιο Λευκώνοικου ενός σμήνους μαχητικών αεροσκαφών. Αντίθετα, η τυπική ενημέρωση από τις ΗΠΑ περιλαμβάνει στερεότυπα δύο στοιχεία: αφ’ ενός την τουρκική ανησυχία από την εγκατάσταση στην Κύπρο ρωσικών πυραύλων η οποία οδηγεί και στη διάθεση να χρησιμοποιηθούν στρατιωτικά μέτρα και αφ’ ετέρου τη μνεία των αμερικανικών παραινέσεων προς τους Τούρκους για αυτοσυγκράτηση.


Η δεύτερη ομάδα σεναρίων έχει στον πυρήνα της την ιδέα της αποθήκευσης των πυραύλων. Τα ερωτήματα που ανακύπτουν βέβαια σε αυτή την περίπτωση είναι: πού και υπό ποιες προϋποθέσεις. Μια πρώτη λύση είναι οι πύραυλοι να μην απομακρυνθούν από τη Ρωσία αλλά να φυλαχθούν στις εγκαταστάσεις της εταιρείας Ροσβορουζένιε ή σε κάποια στρατιωτική μονάδα της περιοχής. Το ενδεχόμενο αυτό έχει συζητηθεί με τους Ρώσους και η Μόσχα δεν εξεδήλωσε καμία αντίρρηση. Το δεύτερο ενδεχόμενο είναι να αποθηκευτούν στην Ελλάδα, πιθανότατα στο πεδίο βολής της Κρήτης, ώστε να είναι εύκολα διαθέσιμοι σε περίπτωση που διαφανεί η ανάγκη ανάπτυξής τους στην Κύπρο. Η Ελλάδα βέβαια δεν έχει τη δυνατότητα της αεροπορικής μεταφοράς αλλά και αν φορτωθούν οι πύραυλοι σε πλοία, ο συνολικός χρόνος μπορεί να περιοριστεί σε 96 ώρες. Η περίπτωση της Κρήτης έχει μελετηθεί διεξοδικά και σχετική μελέτη έχει κατατεθεί στον πρωθυπουργό κ. Κ. Σημίτη και τον υπουργό Αμυνας κ. Α. Τσοχατζόπουλο, χωρίς όμως ακόμη να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη πρόταση από την Αθήνα προς τη Λευκωσία. Η περίπτωση αυτή έχει και ένα «παρακλάδι»: την εγκατάσταση του συστήματος σε κάποιο ελληνικό νησί, το οποίο θα επιλεγεί με κριτήριο την προσφορά αντιαεροπορικής κάλυψης στην Κύπρο από ελληνικό έδαφος. (Η πρόσφατη ρηματική διακοίνωση της Αγκυρας που επαναφέρει το θέμα της αποστρατικοποίησης των Δωδεκανήσων θεωρείται μάλιστα μια πρώτη κίνηση για να αποτραπεί εκεί η εγκατάσταση των πυραύλων).


Η τρίτη παραλλαγή «βλέπει» μεν την άφιξη των πυραύλων στην Κύπρο αλλά συνδυάζεται με την άμεση αποθήκευσή τους. Στην περίπτωση αυτή προκύπτει όμως το ερώτημα: ποιος αναλαμβάνει τη φύλαξή τους; Οι Κύπριοι είναι διατεθειμένοι να εξετάσουν μόνο τη φόρμουλα που προβλέπει την παραμονή των πυραύλων σε εγκαταστάσεις της Εθνικής Φρουράς και περιοδικές επιθεωρήσεις από τα Ηνωμένα Εθνη. Αντίθετα, οι διεθνείς παράγοντες θα αποδέχονταν την παρουσία των S-300 στη νήσο μόνο αν αυτοί περνούσαν αμέσως στον έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών και αν αναλάμβανε τη φρούρηση των χώρων φύλαξης η UNFICYP. Το διαπραγματευτικό παίγνιο εδώ μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα ενδιαφέρον, καθώς η τελική διευθέτηση μπορεί να αναζητηθεί μέσα από τη διεύρυνση του πεδίου συμφωνίας, ώστε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να συμφωνήσουν στην εφαρμογή μιας ζώνης εξαίρεσης πτήσεων, την οποία θα τηρήσουν με δική τους ευθύνη.


Οπλο πίεσης Η στρατηγική Αθήνας – Λευκωσίας


Ποια είναι η κεντρική ιδέα της στρατηγικής της Αθήνας και της Λευκωσίας στην περίπτωση των S-300; Η απάντηση είναι απλή, έστω κι αν δεν μπορεί να λεχθεί ποτέ επίσημα: οι πύραυλοι είναι πολύτιμοι όσο παραμένουν στη σφαίρα της απειλής, όσο μπορούν να λειτουργούν ως ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο, κυρίως απέναντι στην Τουρκία. Το συμβόλαιο με την εταιρεία Ροσβορουζένιε δεν έχει βασικό στόχο την αλλαγή του στρατιωτικού συσχετισμού δυνάμεων, ο οποίος ελάχιστα επηρεάζεται από την παρουσία των πυραύλων αλλά την αναβάθμιση του Κυπριακού και την ανανέωση της συζήτησης ώστε να βρεθεί μια διπλωματική λύση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα και η Λευκωσία θέλουν να διατηρήσουν τη δυνατότητα διαρκούς ανανέωσης της απειλής μέχρις ότου διαμορφωθούν οι πολιτικές ­ διπλωματικές προϋποθέσεις για πρόοδο στο Κυπριακό. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο (εκάστοτε) χρόνος άφιξης των πυραύλων στην Κύπρο ανακοινώνεται σχεδόν επισήμως, ενώ αν ήταν στρατιωτικό μυστικό, τόσο η Λευκωσία όσο και η Αθήνα θα το περιφρουρούσαν με όλα τα διαθέσιμα μέσα.


Το πιθανότερο λοιπόν είναι ότι τον Οκτώβριο θα βρεθεί κάποιος τρόπος ώστε η άφιξη των πυραύλων να γνωρίσει νέα αναβολή. Η ελληνική και η κυπριακή πλευρά επιμένουν να μεταφέρουν το ίδιο σταθερό μήνυμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις άλλες χώρες που ενδιαφέρονται για την περιοχή: η εγκατάσταση των πυραύλων θα ματαιωθεί οριστικά μόλις υπάρξουν κάποιες ενδείξεις ότι η Τουρκία έχει την πρόθεση να συμμετάσχει δημιουργικά σε μια διεθνή διπλωματική διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι η Αγκυρα από την πλευρά της δεν δείχνει διατεθειμένη να ανταποκριθεί ούτε στις εκκλήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ ούτε στις παραινέσεις των Αμερικανών, όπως αυτές αποτυπώνονται στις προτάσεις του κ. Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ. Η τουρκική πολιτική ηγεσία θα είναι άλλωστε τους επόμενους μήνες απορροφημένη με τη μακρά προεκλογική περίοδο που εγκαινιάστηκε μόλις ανακοινώθηκε η διεξαγωγή των εκλογών τον επόμενο Μάρτιο… Κατά συνέπεια στην Αγκυρα ουδείς μπορεί να λάβει σοβαρές αποφάσεις για την εξωτερική πολιτική όταν οι αντίπαλοί του αναμένουν την παραμικρή αφορμή για να του επιτεθούν. Το καλύτερο θα ήταν βέβαια η Ροσβορουζένιε να καθυστερούσε ακόμη λίγο την ολοκλήρωση της κατασκευής των πυραύλων…


Γιατί ανησυχούν οι Αμερικανοί


Οσο πλησιάζει ο Οκτώβριος τόσο περισσότερο οξύνονται οι διεθνείς αντιδράσεις στην προοπτική εγκατάστασης των S-300 στην Κύπρο. Η χώρα που πρωτοστατεί είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εκπρόσωποι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου συστηματικά το τελευταίο διάστημα αναφέρονται, με εξαιρετικά αποδοκιμαστικούς τόνους, στην εμμονή της Λευκωσίας να φέρει τους Ρώσους στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Αμερικανοί γνωρίζουν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο (πλην ίσως των Ρώσων) τα ισχυρά και τα αδύνατα σημεία του συγκεκριμένου πυραυλικού συστήματος, εφόσον το μελέτησαν ειδικά, συνέταξαν μάλιστα και σχετική μελέτη που καθησύχασε τους τούρκους στρατηγούς, οι οποίοι αρχικά έβλεπαν εφιάλτες για βομβαρδισμό των αεροδρομίων τους. Η ανησυχία των Αμερικανών εντοπίζεται στην ανάπτυξη ρωσικών ηλεκτρονικών συστημάτων στην Κύπρο και στη δυνατότητα που θα έχει η Μόσχα να αξιοποιεί αυτά τα συστήματα για να συλλέγει πληροφορίες σχετικά με τη δράση των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ στη Μεσόγειο.


Οι Αμερικανοί προ μερικών μηνών αξιοποίησαν την ευκαιρία της συνάντησης των υπουργών Αμυνας του ΝΑΤΟ με τον ρώσο ομόλογό τους για να προτείνουν να αναλάβουν οι ίδιοι το κόστος της παραγγελίας (δηλαδή να πλήρωναν για τους πυραύλους), αρκεί η Μόσχα να αναλάμβανε την πρωτοβουλία να ακυρώσει το συμβόλαιο. Οι Ρώσοι απάντησαν αρνητικά και η Ουάσιγκτον μετέθεσε τον άξονα των πιέσεών της προς τη Λευκωσία και την Αγκυρα. Ο κ. Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ προσπάθησε να πείσει τους Κυπρίους να αναστείλουν επ’ αόριστον την εγκατάσταση των πυραύλων και τους Τούρκους να κάνουν κάποια χειρονομία καλής θέλησης στο Κυπριακό. Ο βοηθός του, κ. Τομ Μίλερ, είχε μάλιστα ετοιμάσει ένα κείμενο το οποίο αναφερόταν ειδικά στη στρατιωτική πτυχή του προβλήματος και εξασφάλιζε τη ματαίωση της εγκατάστασης των S-300. Η συναίνεση του προέδρου Γλαύκου Κληρίδη εξασφαλίστηκε, αλλά το όλο εγχείρημα απέτυχε λόγω της επιμονής της τουρκικής πλευράς να περιλάβει, την τελευταία στιγμή, νέους όρους που ανέτρεπαν την πολιτική ισορροπία του κειμένου. Το θέμα επανέφερε η κυρία Μάντλιν Ολμπραϊτ με επιστολή της, στην οποία όμως εστίαζε την προσοχή της αποκλειστικά στην πτυχή των κυπριακών ενεργειών, ενώ παρέβλεπε την ανάγκη τουρκικών θετικών κινήσεων.


Η τελευταία αμερικανική κίνηση ήταν η αποστολή του κ. Μίλερ στη Ρωσία, όπου επεδίωξε να πείσει τον κ. Γεβγένι Πριμακόφ να εντάξει τη χώρα του στην αμερικανική πρωτοβουλία για το Κυπριακό. Η απόπειρα όμως αυτή προσέκρουσε σε σειρά δυσκολιών, πρώτη εκ των οποίων ήταν η διάσταση θέσεων που παρουσιάστηκε νωρίτερα στο Συμβούλιο Ασφαλείας ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Ρωσία όσον αφορά το περιεχόμενο των αποφάσεων που θα ρύθμιζαν την παράταση της θητείας της UNFICYP. Υπήρξαν βέβαια και ορισμένες ιδέες που παρουσίασε ο κ. Μίλερ και εξασφάλισαν την (ακαδημαϊκού χαρακτήρα) ρωσική στήριξη, όπως η εξακολούθηση των επαφών ανάμεσα στους ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους επιχειρηματίες. Εν τούτοις, όταν η συζήτηση ήρθε στο «ψητό», δηλαδή στους S-300, οι δύο πλευρές δεν κατόρθωσαν να βρουν κάποιο σημείο σύμπτωσης.