Είναι βέβαιο ότι στις 21 Αυγούστου ο Αλέξης Τσίπρας θα προσπαθήσει να μας πείσει ότι είναι ημέρα πανηγυρισμού μιας και οκτώ χρόνια μετά η χώρα «θα βγαίνει από τα μνημόνια». Μόνο που η χώρα δεν θα βγαίνει ούτε από την επιτροπεία, ούτε από τη λιτότητα, ούτε βέβαια από τη «διακεκαυμένη ζώνη» της υπερχρέωσης.
Επιτροπεία
Τα μνημόνια τελειώνουν, η μνημονιακή επιτήρηση συνεχίζεται…
Όμως, πίσω από αυτούς τους συμβολισμούς υπάρχει η πραγματικότητα αυτής της συμφωνίας και οι όροι της.
Καταρχάς, ως προς την εποπτεία και την επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας, αυτή θα συνεχιστεί στον ίδιο βαθμό. Η κυβέρνηση αναλαμβάνει τη δέσμευση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (που σημαίνουν συνεχιζόμενες πολιτικές λιτότητας) για ένα εντυπωσιακό βάθος χρόνου και τα οποία θα καθιστούν διαρκώς ενδεχόμενη τη λήψη και επιπλέον μέτρων. Πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% έως το 2022 και 2,2% από το 2023 έως το 2060 δεν σημαίνουν τίποτα άλλο παρά διαρκείς πολιτικές λιτότητας και αδυναμία να ληφθούν μέτρα που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη θέση των περισσότερο πληττόμενων στρωμάτων.
Την ίδια στιγμή η απόφαση του Eurogroup επαναλαμβάνει μια σειρά από μέτρα, που επεκτείνονται χρονικά και πολύ πέρα από τις 21 Αυγούστου και τα οποία μόνο φιλολαϊκά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν.
Αυξήσεις μισθών;
Οι εξαγγελίες για αυξήσεις στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα μάλλον θα μείνουν ανεφάρμοστες, εφόσον η απόφαση κάνει σαφές ότι οι αλλαγές που έγιναν στον τρόπο υπολογισμού του κατώτατου μισθού με βάση την ανταγωνιστικότητα και όχι κοινωνικά κριτήρια θα παραμείνουν σε ισχύ.
Οι ιδιωτικοποιήσεις συνεχίζονται (ΔΕΣΦΑ, σύμβαση για το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», ΕΛΠΕ, Εγνατία Οδός, Μαρίνα Αλίμου, ΔΕΠΑ Εμπορίου, ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, περιφερειακά λιμάνια Αλεξανδρούπολης και Καβάλας), ενώ είναι σαφές ότι μέσα από τη δέσμευση που υπήρξε για αλλαγές στους όρους επιδότησης των αστικών συγκοινωνιών είναι πιθανόν να δούμε ιδιωτικοποιήσεις και εκεί. Συνεχίζεται, επίσης, η μεταφορά περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου όπως το ΟΑΚΑ στο Υπερταμείο.
Σε πείσμα της ρητορείας του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ των δημόσιων ή κοινωνικών αγαθών είναι αυτή η κυβέρνηση που δρομολόγησε την εμπορευματοποίηση του μεγαλύτερου μέρους τους, οδηγώντας σε μια υποχώρηση του δημοσίου από το χώρο της οικονομίας που θα τη ζήλευαν ακόμη και οι πιο ακραιφνείς νεοφιλελεύθεροι.
Όμως, πέραν των μέτρων που έχουν ήδη θεσπιστεί και αναμένεται η υλοποίησή τους και των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η κυβέρνηση, ο μηχανισμός της αυξημένης επιτήρησης και της επιτροπείας παραμένει στη θέση του.
Μπορεί τώρα να μην υπάρχει η διαδικασία των «αξιολογήσεων» για τις δανειακές δόσεις, που γύρω της κάθε φορά ψηφιζόταν και ένα μίνι μνημόνιο, αλλά θα υπάρχει η διαρκής παρακολούθηση για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Μάλιστα, η συμφωνία προβλέπει την επιστροφή των κερδών από ελληνικά ομόλογα (περίπου 4,5 δισ. ευρώ) σε δύο ισόποσες δόσεις κάθε χρόνο (Ιούνιο και Δεκέμβριο), από φέτος έως τον Ιούνιο του 2022. Όμως, η εκταμίευση αυτών των χρημάτων, που θα δίνονται για μείωση των χρηματοδοτικών αναγκών, θα εξαρτάται και αυτή από την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων. Αυτό σημαίνει ότι εκβιασμοί για τη λήψη μέτρων έναντι της χορήγησης έστω και μικρότερων ποσών θα συνεχίσουν να γίνονται.
Διαπραγμάτευση
Αυτό σημαίνει ότι για ένα μεγάλο διάστημα οι αποφάσεις για την οικονομική και κοινωνική πολιτική θα συνεχίσουν να αποτελούν αντικείμενο σκληρής διαπραγμάτευσης με τους «θεσμούς» και κατά συνέπεια δύσκολα μπορούμε να μιλάμε για ένα διαφορετικό μίγμα πολιτικής.
Όμως, όχι μόνο δεν έχουμε καθαρή έξοδο από τα μνημόνια, αλλά ούτε καν πήραμε το πλήρες χρηματοδοτικό «μαξιλάρι» το οποίο θα μπορούσαμε να πάρουμε. Είναι γνωστό ότι η κυβέρνηση διαρκώς έλεγε ότι δεν ήθελε «προληπτική γραμμή στήριξη» μια που αυτό της χαλούσε την εικόνα της «καθαρής εξόδου». Όμως, την ίδια στιγμή η κυβέρνηση, όπως και οι «θεσμοί», γνώριζαν πολύ καλά ότι η Ελλάδα δεν μπορεί τόσο εύκολα να «βγει στις αγορές» σε μια περίοδο που όπως φάνηκε με τις ιταλικές πολιτικές εξελίξεις οι ισορροπίες στην Ευρωζώνη είναι λεπτές και ο κίνδυνος να είναι ξανά πολύ ακριβό το κόστος του ελληνικού δανεισμού υπαρκτός. Κατά συνέπεια βρέθηκε η λύση του «μαξιλαριού», με το να πάρει η Ελλάδα μια μεγαλύτερη δανειακή δόση, καθώς μέχρι τώρα επειδή δεν απορροφήσαμε το σύνολο του ποσού για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών υπάρχουν, υπήρχε ένα σημαντικό υπόλοιπο.
Όμως, ούτε αυτό το παίρνουμε ολόκληρο, κύρια επειδή η γερμανική κυβέρνηση δεν ήθελε, εξαιτίας των εσωτερικών της προβλημάτων, να δώσει την εικόνα ότι «πάλι δίνουν μεγάλα ποσά στους Έλληνες» και ουσιαστικά ζήτησε για να δεχτεί την επιμήκυνση των δανείων μικρότερη τελική δόση.
Πόσο βιώσιμο είναι το χρέος;
Την ίδια στιγμή ως προς το ζήτημα του χρέους η Ελλάδα δεν κατάφερε να πάρει τίποτα παραπάνω από την δεκαετή επιμήκυνση των δανείων του EFSF ύψους 130 δισεκατομμυρίων ευρώ, τη δεκαετή παράταση της περιόδου χάριτος των ίδιων δανείων, όπως και την κατάργηση της προβλεπόμενης αύξησης του επιτοκίου των δανείων αυτών. Μόνο που αυτές τις ευνοϊκές ρυθμίσεις η κυβέρνηση τις είχε πάρει από το… 2016, όταν διαβεβαίωνε ότι στο τέλος του πράγματος θα πάρουμε οριστική και προφανώς καλύτερη λύση για το χρέος.
Τα μέτρα για το χρέος απλώς απομακρύνουν τον κίνδυνο η χώρα να βρεθεί σε καθεστώς στάσης πληρωμών μετά το 2022. Δεν μειώνουν το συνολικό όγκο του χρέους ούτε τον κίνδυνο σε βάθος χρόνου πάλι να βρεθούμε σε οριακό σημείο. Η κυβέρνηση δεν μπόρεσε καν να πάρει τη Γαλλική πρόταση που συνδέοντας τους ρυθμούς ανάπτυξης με τους όρους αποπληρωμής του χρέους θα μπορούσε να έδινε μεγαλύτερα περιθώρια.
Ο βαθύτερος κυβερνητικός κυνισμός
Η κυβέρνηση Τσίπρα εξαρχής είχε θέσει ως πολιτικό στόχο να εξασφαλίσει το συμβολισμό ότι «έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια». Μικρή σημασία είχε ως προς αυτό το σχεδιασμό ότι στη διαδρομή όχι μόνο θα θέσπιζε και θα εφάρμοζε μέτρα εξίσου κοινωνικά ανάλγητα με αυτά των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων αλλά και θα δέσμευσε ουσιαστικά για δεκαετίες τη χώρα σε έναν ιδιότυπο νεοφιλελεύθερο «αυτόματο πιλότο» και σε μια διαρκή «μνημονιακή κανονικότητα». Το μόνο που μετρούσε ήταν να μπορεί στις 21 Αυγούστου του 2018 ο Αλέξης Τσίπρας να διακηρύξει το «τέλος των μνημονίων».
Για να το πετύχει αυτό ο Αλέξης Τσίπρας δεν επένδυσε ούτε στην αλλαγή πολιτικής, ούτε στην ανάπτυξη, ούτε καν σε μια προσπάθεια για πιο «φιλολαϊκή» πολιτική. Επένδυσε στην ήττα και την αποκαρδίωση των λαϊκών τάξεων από την παρατεταμένη λιτότητα, στην αξιοποίηση, με περισσό κυνισμό, του δόγματος «δεν υπάρχει εναλλακτική», στην επίγνωση ότι τα κοινωνικά κινήματα μετά την διάψευση του 2015 ήταν σε βαθιά κρίση και άρα αυτός δεν θα αντιμετώπιζε τα κύματα δυσαρέσκειας που έριξαν από την εξουσία τους προκατόχους του.
Με αυτό τον τρόπο δεν θα μείνει μόνο στην ιστορία ως ο πρωθυπουργός «που έβγαλε τη χώρα από τη μνημόνια» αλλά και ως ο πρωθυπουργός που δέσμευσε τη χώρα, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο και σε μεγαλύτερο χρονικό βάθος, σε μια πολιτική εναντίον της οποίας κάποτε υποτίθεται ότι εξεγειρόταν.