Οι «πολεμικές ιαχές» από επίσημα κυβερνητικά χείλη στις δύο πλευρές του Αιγαίου έχουν προκαλέσει ανησυχία σε μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης. Το ρητορικό πινγκ πονγκ περί του 1821 και του 1922, η διαμάχη περί του Διεθνούς Δικαίου και της ισχύος, η αστάθεια στον γεωπολιτικό περίγυρο της Ελλάδος και η «νέα εθνικιστική αυτοπεποίθηση» που συνεχώς επιδιώκει να ενσταλάξει στην τουρκική κοινωνία ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχουν διαμορφώσει ένα μείγμα που ουδείς μπορεί με ασφάλεια να προβλέψει πού θα οδηγήσει τις δύο χώρες. Ο προβληματισμός σε υψηλόβαθμα υπηρεσιακά κλιμάκια του υπουργείου Εθνικής Αμυνας αλλά και του υπουργείου Εξωτερικών θα πρέπει να θεωρείται δεδομένος, ενώ το Μέγαρο Μαξίμου παρακολουθεί πολύ στενά τις εξελίξεις.
Αστόχαστες δηλώσεις
Η ελληνική πλευρά εμφανίζεται να επιδιώκει να… υπερκεράσει τις «κορόνες» του προέδρου της Τουρκίας, αλλά και εκείνες του πρωθυπουργού Μπιναλί Γιλντιρίμ περί ελληνικού «βιλαετιού», με αστόχαστες δηλώσεις του Πάνου Καμμένου ο οποίος, αναζητώντας απεγνωσμένα τη διεύρυνση του πολιτικού ακροατηρίου, καταφεύγει σε μια πρωτόγονη εθνικιστική ρητορεία. «Οι Ελληνες ενωμένοι θα τους τσακίσουμε. Στέλνουμε ένα μήνυμα αποτροπής, ένα μήνυμα αποφασιστικότητας και ένα μήνυμα ότι αν τολμήσουν να αμφισβητήσουν έστω και ένα χιλιοστό ελληνικής γης, θάλασσας ή αέρα θα αντιμετωπιστούν όπως τους αντιμετωπίσαμε στους παγκόσμιους πολέμους, όπως το 1821 και όποτε ο Ελληνισμός εκλήθη να αμυνθεί» είπε από την Ικαρία ο υπουργός Εθνικής Αμυνας όπου είχε μεταβεί με τον αρχηγό ΓΕΣ, αντιστράτηγο Αλκιβιάδη Στεφανή, για να παρακολουθήσει άσκηση του Στρατού Ξηράς και Τάγματος Εθνοφυλακής.
Κορυφαίοι επιτελείς του Πενταγώνου συστήνουν ψυχραιμία στις ιδιωτικές συνομιλίες τους. Χωρίς να μειώνουν ή να υποβαθμίζουν την τουρκική απειλή, επιμένουν ότι η χώρα πρέπει να προετοιμάζεται χωρίς τυμπανοκρουσίες για όλα τα ενδεχόμενα. Τους τελευταίους μήνες, ειδική επιτροπή έχει καταρτίσει σχέδιο για την αναδιοργάνωση της Δομής Δυνάμεων με έμφαση κυρίως στα νησιά και στον Εβρο. Το μείζον ζήτημα είναι η διασφάλιση της ικανότητας ταχείας μεταφοράς δυνάμεων στο αεροναυτικό θέατρο του Αιγαίου και σε αυτό το πλαίσιο οι ασκήσεις και οι προσομοιώσεις είναι συνεχείς. «Οι σοβαρές ασκήσεις δεν ανακοινώνονται στις εφημερίδες» σχολιάζει υψηλόβαθμη στρατιωτική πηγή. «Η σωστή δουλειά γίνεται στη σκιά» προσθέτει. Από την άποψη αυτή, δεν είναι σωστό, υπογραμμίζουν, να ανακοινώνονται εκ των προτέρων οι μεταφορές προσωπικού, όπως π.χ. αυτές που δημοσιοποίησε ο κ. Καμμένος για 3.500 άνδρες στη δύναμη της ΑΣΔΕΝ ή για 3.500 άνδρες στον Εβρο.
Η τακτική έκδοσης NAVTEX
Το τελευταίο διάστημα και παρά τα όσα γράφονται περί έξαρσης της παραβατικής συμπεριφοράς της Τουρκίας στο Αιγαίο, η γενικότερη αίσθηση είναι ότι μετά το τελευταίο επεισόδιο στην περιοχή των Ιμίων επικρατεί ηρεμία. Η Αγκυρα συνεχίζει φυσικά την τακτική της έκδοσης πολλών NAVTEX με τις οποίες δεσμεύει μεγάλες περιοχές για ασκήσεις (συνήθως με πυρά), αλλά οι περισσότερες εξ αυτών δεν πραγματοποιούνται. Οι περιοχές που δεσμεύονται δεν προκαλούν έκπληξη διότι είναι επαναλαμβανόμενες και ο σκοπός είναι να εμπεδωθεί η αμφισβήτηση μιας περιοχής διά της επαναλήψεως. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες οι Τούρκοι κινούνται έξυπνα. Δεσμεύουν π.χ. μία περιοχή, αλλά αυτή εξαιρεί τα ελληνικά χωρικά ύδατα και αφορά μόνο τα διεθνή ύδατα. Με τον τρόπο αυτόν, η τουρκική πλευρά μπορεί να αποκρούει διεθνείς αντιδράσεις.
Στο εσωτερικό των επιτελείων έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για το τι μέλλει γενέσθαι από εδώ και στο εξής στην αμυντική στρατηγική της χώρας. Η συζήτηση αυτή δεν έχει θεσμικό χαρακτήρα και βρίσκεται σε εμβρυϊκό στάδιο, αλλά η κεντρική ιδέα της είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σχεδόν μόνη της σε μια «θάλασσα αστάθειας» που επιβάλλει, πέραν της αναζήτησης συμμαχιών, την υιοθέτηση πτυχών του ισραηλινού μοντέλου. Σε ορισμένους αυτό ακούγεται ως μιλιταριστικό, αλλά όσοι το συζητούν δεν έχουν αυτή τη διάθεση. Εκείνο που επισημαίνουν είναι ότι η Ελλάδα πρέπει να στηριχθεί και στις δικές της δυνάμεις για την αποτροπή της απειλής εξ Ανατολών. Αλλωστε, η απλή συμπαράταξη με συμμάχους δεν διασφαλίζει την απόκρουση μιας απειλής.
Η υπόθεση των εξοπλισμών πυροδοτεί πάθη τόσο από τους υποστηρικτές όσο και από τους αντιπάλους της. Κυρίως λόγω της καχυποψίας που επικρατεί για τον ρόλο του υπουργού Αμυνας. Η «σκληρή πραγματικότητα» είναι ότι οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις χρειάζονται αναβάθμιση παλαιότερων συστημάτων όσο και σχεδιασμό για την απόκτηση νέων, παρά το γεγονός ότι δαπανάται ετησίως το 2,5% του ΑΕΠ σε εξοπλισμούς. Η αναγκαιότητα εστιάζεται ιδιαίτερα στην Πολεμική Αεροπορία και στο Πολεμικό Ναυτικό διότι στον Στρατό Ξηράς υπάρχει πληθώρα οπλικών συστημάτων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα άρματα μάχης. Αν και ουδείς θα πρέπει να σκέφτεται τις τεράστιες αμυντικές δαπάνες στις οποίες προχωρεί η Τουρκία, διότι κινδυνεύει να εισέλθει σε κούρσα εξοπλισμών, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι πολύ πρόσφατα, στις 29 Μαρτίου, η Εκτελεστική Επιτροπή Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκίας υπό την προεδρία του κ. Ερντογάν προχώρησε στην αξιολόγηση εξοπλιστικών προγραμμάτων αξίας περίπου 5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Τα δύο μείζονα θέματα
Στην παρούσα φάση, δύο είναι τα μείζονα θέματα στο μέτωπο των εξοπλισμών που ζητούν άμεσες απαντήσεις. Το πρώτο είναι η αναβάθμιση βασικού μέρους του στόλου της Πολεμικής Αεροπορίας και το δεύτερο η αναβάθμιση των κυρίων μονάδων επιφανείας του Πολεμικού Ναυτικού.
Αναφορικά με το πρώτο, στο τραπέζι βρίσκεται η αναβάθμιση 85 αεροσκαφών F-16. Η υπόθεση έχει εξελιχθεί σε σαπουνόπερα, κυρίως λόγω των χειρισμών του Πάνου Καμμένου. Στο Πεντάγωνο δεν λείπουν και οι φωνές που μιλούν για το σενάριο να προχωρήσει η Ελλάδα απευθείας σε αγορά νέων αεροσκαφών, αλλά το κόστος για κάτι τέτοιο είναι δυσθεώρητο. Ο υπουργός Εθνικής Αμυνας, που ζούσε με τις «φαντασιώσεις» ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα χρηματοδοτούσε ίσως και ολόκληρο το πρόγραμμα, επιδιώκει σύμφωνα με πληροφορίες να μεταφέρει το πολιτικό κόστος της απόφασης στον Αλέξη Τσίπρα. Το ΓΕΕΘΑ προσπάθησε μέσα από εξαντλητικές διαπραγματεύσεις να μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο την τιμή της αναβάθμισης και φαίνεται ότι η πρόταση που βρίσκεται στο τραπέζι έχει μια οροφή πληρωμών 1,1 δισ. ευρώ. Ωστόσο, αν μέχρι τις 30 Απριλίου η Αθήνα δεν αποφασίσει, τότε η σημερινή προσφορά θα αποσυρθεί (παρά τις φιλοδοξίες του κ. Καμμένου για νέα παράταση) και όλα θα πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή.
Στο Πολεμικό Ναυτικό ο βασικός στόχος είναι να ξεκινήσει μέσα στους επόμενους μήνες η αναβάθμιση των φρεγατών τύπου ΜΕΚΟ. Ο ελληνικός Στόλος διαθέτει τέσσερα τέτοια πλοία («Υδρα», «Σπέτσαι», «Ψαρά», «Σαλαμίς»). Και αυτό το πρόγραμμα έχει δραματικά καθυστερήσει λόγω των οικονομικών δυσχερειών της χώρας, αλλά πλέον δεν υπάρχει άλλος χρόνος για καθυστέρηση. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, οι επιτελείς του Πενταγώνου έχουν καταλήξει σε μια επιλογή που θα βασιστεί στην τεχνογνωσία που απέκτησε το Πολεμικό Ναυτικό από την υπόθεση των υποβρυχίων. Το Ναυτικό θα αναλάβει την αναβάθμιση συγκεκριμένων συστημάτων των πλοίων και θα έλθει σε συνεννόηση με τις εταιρείες που θα προμηθεύσουν τα ανταλλακτικά ώστε να διαμορφωθούν οι τελικές τιμές.
Νέες μονάδες
Η ολοκλήρωση αυτού του προγράμματος, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση της παραλαβής των πυραυλακάτων, εκτιμάται ότι θα προσφέρει στο Πολεμικό Ναυτικό τον χρόνο που απαιτείται για να αποφασίσει την προσθήκη νέων κύριων μονάδων. Σε αυτή την πτυχή υπάρχει και πολιτική παράμετρος που ακούει στο όνομα «Γαλλία». Στο πλαίσιο των συνομιλιών του Αλέξη Τσίπρα με τον Εμανουέλ Μακρόν, υπήρξε μια κατ’ αρχήν συμφωνία και έχουν ξεκινήσει συζητήσεις για την πιθανή προμήθεια φρεγατών Belh@rra (η συγκεκριμένη γραφή έχει επιλεγεί για να υποδηλώσει την ψηφιακή υποδομή των σκαφών αυτών).
Οι Belh@rra αποτελούν ουσιαστικά τις διαδόχους των φρεγατών FREMM, επί των οποίων φαίνεται ότι υπήρξε μια αρχική συμφωνία να τις προμηθευτεί η Ελλάδα επί πρωθυπουργίας
Κώστα Καραμανλή. Είχε μάλιστα ακουστεί ότι αυτό ήταν το… αντάλλαγμα που είχε ζητήσει ο τότε πρόεδρος
Νικολά Σαρκοζί για τη στήριξη που είχε παράσχει στην Ελλάδα στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, το 2008, στο ζήτημα της πΓΔΜ. Το νέο σκάφος δεν είναι ούτε τόσο μεγάλο όσο οι FREMM, ούτε τόσο μικρό όσο οι κορβέτες Gowind και, σύμφωνα με τις πληροφορίες, καλύπτει τις ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού. Σημειώνεται ότι τώρα κατασκευάζεται η πρώτη Belh@rra. Το ερώτημα και σε αυτή την περίπτωση είναι πώς θα καλυφθεί το κόστος. Από αυτό θα καθοριστεί και ο αριθμός των πλοίων που θα μπορούσε να προμηθευτεί η Ελλάδα. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, στο τραπέζι έχει πέσει και η ιδέα να χρηματοδοτηθεί μέρος του προγράμματος από τις επιστροφές των κερδών των ελληνικών ομολόγων που είχε αγοράσει η γαλλική Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο των προγραμμάτων SMPs και κυρίως ANFAs της ΕΚΤ. Ωστόσο, δεν είναι σαφές πόσο εύκολα θα μπορούσε να υλοποιηθεί η ιδέα αυτή.
Η «σύμπραξη» Ερντογάν – Πούτιν και η ελληνοαμερικανική συνεργασία
Στην Αθήνα παρακολουθούν με πολύ μεγάλη προσοχή την ολοένα και στενότερη συνεργασία Αγκυρας και Μόσχας. Η πρόσφατη επίσκεψη του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Τουρκία, όπου με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έθεσαν τον θεμέλιο λίθο για την κατασκευή του πυρηνικού σταθμού στο Ακουγιού δεν πέρασε απαρατήρητη. Η πρώτη μονάδα του σταθμού αναμένεται να είναι επιχειρησιακά έτοιμη το 2023, έτος που συμπίπτει με τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Η άμεση ανησυχία της ελληνικής πλευράς δεν είναι τόσο το Ακουγιού (αν και δεν λείπουν ορισμένοι που κοιτώντας στο μέλλον βλέπουν το ενδεχόμενο απόκτησης πυρηνικών όπλων από την Τουρκία) όσο ο συνδυασμός της παράλληλης προμήθειας του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 και των αμερικανικών πολεμικών αεροσκαφών 5ης γενιάς F-35. Ο «φάκελος S-400» έχει προκαλέσει έντονη ενόχληση και προβληματισμό στην Ουάσιγκτον αλλά και στο ΝΑΤΟ. Αν η Αγκυρα αποκτήσει και τα δύο συστήματα, τότε η ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο θα αλλάξει δομικά και σε βάθος. Η Αθήνα έχει επισημάνει σε διάφορα επίπεδα προς την Ουάσιγκτον ότι δεν μπορεί να κάνει τα στραβά μάτια στο ρωσοτουρκικό «φλερτ» και την ίδια στιγμή να επιτρέπει την προμήθεια των F-35 ή έστω να μη δείχνει με ακόμη εναργέστερο τρόπο την υποστήριξη που θα έπρεπε στην Ελλάδα.
Η υπόθεση των S-400 και η δήλωση του κ. Πούτιν ότι θα επισπευσθεί η παράδοσή τους προκάλεσε και την αντίδραση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Η συμφωνία για τη χρηματοδότηση της αγοράς του συστήματος, που εκτιμάται ότι θα κοστίσει περίπου 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια, ανακοινώθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο. Μάλιστα, σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, το 55% του κόστους θα χρηματοδοτηθεί με ρωσικό δάνειο. Τα ερωτηματικά είναι πολλά και δεν είναι σαφές πόσο η Αθήνα επιδιώκει να τα προωθήσει εντός του ΝΑΤΟ αναζητώντας στήριξη. Μάλιστα, ο επικεφαλής της Στρατιωτικής Επιτροπής της Συμμαχίας, ο τσέχος στρατηγός Πετρ Πάβελ, εξέφρασε πρόσφατα ζωηρότατες ανησυχίες από το ενδεχόμενο να διαρρεύσουν στη ρωσική πλευρά κρίσιμες πληροφορίες για νατοϊκές υποδομές στην Τουρκία, από τη στιγμή μάλιστα που ρώσοι τεχνικοί σύμβουλοι θα βρεθούν εκεί για τη λειτουργία των S-400. Ανάλογο προβληματισμό έχουν εκφράσει αμερικανοί στρατιωτικοί επιτελείς.
Οι σχέσεις Ουάσιγκτον – Αγκυρας, όπως πολλάκις έχει περιγραφεί, διάγουν δύσκολες ημέρες. Η πραγματικότητα είναι ότι στο Κογκρέσο έχει φουντώσει η συζήτηση για το αν πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο να επιβληθούν ακόμη και κυρώσεις στην Τουρκία, από τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει συγκεκριμένη αμερικανική νομοθεσία για χώρες που προχωρούν στην προμήθεια ρωσικών οπλικών συστημάτων. Την ίδια στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναβαθμίζουν τη στρατιωτική παρουσία τους στην Ελλάδα, με τελευταία μείζονα κίνηση τη στάθμευση Μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών (UAVs) στη Λάρισα, ενώ και οι εργασίες στην αεροναυτική βάση της Σούδας είναι συνεχείς από αμερικανικής πλευράς. Πρόσφατα δε το ελληνικό υποβρύχιο «Παπανικολής» συμμετείχε στη συνοδεία του αμερικανικού πλοίου αμφίβιων επιχειρήσεων «USS IWO JIMA», στο πλαίσιο συνεργασίας του Πολεμικού Ναυτικού με τον 6ο Στόλο των Ηνωμένων Πολιτειών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ