Στα τέλη Ιανουαρίου οι οιωνοί φάνταζαν άριστοι στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Το 2017 είχε κλείσει μια χαρά, οι στόχοι είχαν επιτευχθεί, το πρωτογενές πλεόνασμα είχε ξεπεράσει κάθε προσδοκία και οι προετοιμασίες για τη δεύτερη έξοδο στις αγορές ήταν εντατικές, όπως και οι προοπτικές επιτυχίας έμοιαζαν εξαιρετικές.
Θετικά μηνύματα
Ειδικά η διαχείριση των δημοσίων οικονομικών δημιουργούσε την αίσθηση της απόλυτης επιτυχίας για τους υπευθύνους της οικονομικής πολιτικής. Οι κ.κ. Τσακαλώτος και Χουλιαράκης θα μπορούσαν πια να υποστηρίξουν ότι ισοσκέλισαν για δεύτερη χρονιά τον προϋπολογισμό, ότι απέδειξαν πως τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα δεν είναι απλώς επιτεύξιμα, αλλά και διατηρήσιμα στον χρόνο.
Και όντως είναι αληθές ότι η δημοσιονομική διαχείριση του 2017 απέδωσε πρωτογενές πλεόνασμα κοντά στα 9 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 4,8% του ΑΕΠ, για να πέσει στο 3,8% του ΑΕΠ μετά την αφαίρεση του κοινωνικού μερίσματος και των λοιπών παροχών ύψους περίπου 1,8 δισ. ευρώ που διανεμήθηκαν στις γιορτές των Χριστουγέννων.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι και κατά τον πρώτο μήνα του 2018 διατηρήθηκαν οι ίδιες τάσεις και το πρωτογενές πλεόνασμα υπερέβη κατά 1,1 δισ. ευρώ τον στόχο του τρέχοντος προϋπολογισμού, χωρίς μάλιστα να έχει υπολογιστεί το μέρισμα της Τράπεζας της Ελλάδος προς το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο ήταν υπερμέγεθες το 2017 και θα ξεπεράσει τα 900 εκατ. ευρώ. Οι οιωνοί λοιπόν ήταν όντως άριστοι για τη δεύτερη έξοδο στις αγορές. Στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους πίστευαν ότι υπό την επίδραση των ισχυρών πλεονασμάτων θα ακολουθούσαν οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας και όλα θα «έτρεχαν» σύμφωνα με το σχέδιο.
Ωστόσο στην περίπλοκη χώρα που ζούμε τίποτε δεν εξελίσσεται ευθύγραμμα. Παραμονές της έκδοσης των νέων επταετών ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου οι διεθνείς αγορές, με πρώτη την αμερικανική, κατέρρευσαν στην κυριολεξία.
Το θεώρημα του Ντόναλντ Τραμπ ότι οι μειωμένοι φόροι θα υπεραποδώσουν και σε συνδυασμό με την αύξηση των μισθών θα προκαλέσουν αναπτυξιακό μπουμ στην αμερικανική οικονομία δεν επιβεβαιώθηκε. Η ανάπτυξη στις ΗΠΑ απεδείχθη κατώτερη των προσδοκιών και αντιθέτως αναζωπυρώθηκαν οι πληθωριστικές πιέσεις και μαζί εκτινάχθηκαν οι κρατικές δαπάνες, πράγμα που βεβαίωσε ότι το αμερικανικό χρέος θα διευρυνθεί και θα απαιτήσει πρόσθετη χρηματοδότηση. Συνδυασμένα τα παραπάνω θα οδηγήσουν σε ταχύτερη και μεγαλύτερη του αναμενομένου αύξηση των επιτοκίων. Η προοπτική ακριβώς της ανόδου των επιτοκίων προκάλεσε τη βύθιση της Γουόλ Στριτ και κατ’ επέκταση το μίνι κραχ στις διεθνείς χρηματαγορές.
Το ρίσκο των αγορών
Το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών, υπό το βάρος αυτών των εξελίξεων, μέτρησε αρχικώς τον κίνδυνο και ανέβαλε για λίγες ημέρες την έκδοση των επταετών ομολόγων. Τόλμησε όμως λίγες ημέρες αργότερα, όταν υποχώρησε κάπως η πίεση στις διεθνείς αγορές.
Η ευαίσθητη και ασθενής ακόμη στη συνείδηση των αγορών ελληνική οικονομία πήρε μεν τα 3 δισ. ευρώ που ζητούσε, αλλά πλήρωσε ακριβότερα για αυτά. Και αμέσως μετά, όταν οι νέοι τίτλοι εκτέθηκαν στην ελεύθερη αγορά, υπέστησαν νέα φθορά. Τα επιτόκια ανυψώθηκαν κοντά στις 50-60 μονάδες βάσης, σημαντικά πάνω από το 4%, και οι επενδυτές αντί να κερδίσουν κατέγραψαν απώλειες.
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χουλιαράκης πιστεύει ότι η κατάσταση θα εξομαλυνθεί προσεχώς, υπό την επίδραση θετικότερων στοιχείων και καλών νέων για την ελληνική οικονομία που θα δουν το φως της δημοσιότητας το αμέσως προσεχές διάστημα.
Ωστόσο το σήμα είναι σαφές και συγκεκριμένο. Η ελληνική οικονομία, παρά την πρόοδο της δημοσιονομικής διαχείρισης και την ισοσκέλιση των προϋπολογισμών της, παραμένει ακόμη ασθενής και κυρίως ευάλωτη, θύμα της διατηρούμενης αβεβαιότητας και καχυποψίας που επικρατεί διεθνώς για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα.
Ηταν και τα γεγονότα που ανεδείχθησαν τις τελευταίες εβδομάδες, τα συλλαλητήρια για το «Μακεδονικό», η προβληματική δικαστική διαχείριση του σκανδάλου της Novartis, που μετέφερε τόσο σήματα γενικευμένης σήψης όσο και επικράτηση καθεστωτικών πρακτικών στον κόσμο, οι οποίες κλόνισαν την όποια εμπιστοσύνη είχε ανακτηθεί μέσω της νοικοκυρεμένης δημοσιονομικής διαχείρισης. Ηλθε στη συνέχεια η δεύτερη, έπειτα από 22 χρόνια, κρίση των Ιμίων, να προσθέσει αμφιβολίες.
Ανοιχτά μέτωπα
Αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση Τσίπρα, και κατ’ επέκταση η Ελλάδα, είναι αντιμέτωπη με πέντε μεγάλα θέματα και αντίστοιχες προκλήσεις. Εκκρεμεί η διαχείριση των σχέσεων και του ονόματος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, που όπως φάνηκε από τα δυναμικά και πολυπληθή συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης και των Αθηνών εξοργίζει και διεγείρει την κοινή γνώμη. Ταυτόχρονα εξελίσσονται διαπραγματεύσεις για την επίλυση των διαφορών με την Αλβανία, κυρίως για τον προσδιορισμό των θαλάσσιων ζωνών βορείως του Ιονίου Πελάγους, και εσχάτως ανεδείχθη με ένταση η σοβούσα εδώ και χρόνια κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που απορρέει κατά βάση από τις τουρκικές διεκδικήσεις για συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου και λοιπών υδρογονανθράκων στην Κύπρο και στο Αιγαίο.
Την ίδια στιγμή και ενόσω θα εξελίσσονται τα παραπάνω θέματα η Ελλάδα θα πρέπει να βρει το κουράγιο και τις δυνάμεις να ολοκληρώσει την εξυγίανση της οικονομίας, να τελειώσει με το πρόγραμμα εξωτερικής βοήθειας και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να σταθεί μόνη, χωρίς βοήθειες, στα πόδια της. Και επιπλέον σε αυτές τις συνθήκες να ξεπεράσει τις ωδίνες του σκανδάλου της Novartis, η ένταση του οποίου κλονίζει την εσωτερική συνοχή και κατακερματίζει την εθνική ενότητα που η περιπλοκή των εθνικών θεμάτων επιβάλλει.
Στο οικονομικό επιτελείο ανησυχούν σφόδρα για το ενδεχόμενο ανατροπών εξαιτίας άλλων γεγονότων και εξελίξεων που δεν συνδέονται ευθέως με τις οικονομικές. Θέλουν να πιστεύουν ότι θα ελεγχθούν οι κίνδυνοι που πηγάζουν από την τουρκική επιθετικότητα και ακόμη ότι άλλες εθνικές υποθέσεις θα διευθετηθούν χωρίς μεγάλες εντάσεις. Ακόμη δείχνουν να μη συμμερίζονται τη σπουδή με την οποία αποδίδονται κατηγορίες για διαφθορά σε πολιτικούς αντιπάλους, αντιθέτως υπερασπίζονται την ανάγκη διατήρησης συνθηκών ηρεμίας στη χώρα, τη μόνη που μπορεί να εγγυηθεί την ολοκλήρωση του προγράμματος και την ομαλή απελευθέρωση της οικονομίας από τη μακρά κρίση και τα ατιμωτικά καθεστώτα επιτροπείας.
Ωστόσο, επειδή υπάρχει υψηλός βαθμός απροσδιοριστίας, φέρνουν πιο κοντά τις εκλογές. Μπορεί μέχρι πρότινος οι περισσότεροι των υπουργών να συντονίζονταν με την ιδέα της διπλής κάλπης, εθνικής και ευρωπαϊκής, τον Μάιο του 2019, αλλά τώρα, υπό το βάρος των προαναφερθέντων κινδύνων, κάνουν δεύτερες σκέψεις και θεωρούν επιβεβλημένη την επίσπευση των εθνικών εκλογών. Η ιδέα είναι να διασφαλισθεί πάση θυσία στο επόμενο διάστημα ομαλότητα στην οικονομία, να οργανωθεί όπως πρέπει η δημιουργία του ταμειακού αποθέματος ύψους 17-18 δισ. ευρώ, το οποίο θα επιτρέψει στη χώρα να ζήσει χωρίς βοήθειες μέχρι τα τέλη του 2019, να εξασφαλιστεί επίσης η απρόσκοπτη, χωρίς ανακεφαλαιοποιήσεις λειτουργία των τραπεζών και να ασφαλισθεί η έξοδος από τα μνημόνια. Εν τω μεταξύ να έχει καταρτισθεί αξιόπιστο πρόγραμμα για τη μεταμνημονιακή εποχή, το οποίο να παρουσιαστεί μαζί με τα «επιτεύγματα» της τριετίας στις αρχές του φθινοπώρου και έτσι να στηθούν εθνικές κάλπες, ώστε οι πολίτες να επιλέξουν ευθέως με ποιον θα πάνε στη μεταμνημονιακή εποχή.
Τα σενάρια εκλογών
Οι υποστηρικτές του σεναρίου των εκλογών του φθινοπώρου σημειώνουν ότι η κυβέρνηση δεν έχει τίποτε να κερδίσει περιμένοντας μέχρι την άνοιξη του 2019. Από τα εγκαίνια της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης η χώρα θα εισέλθει σε μακρά προεκλογική περίοδο γεμάτη απαιτήσεις και διεκδικήσεις, ικανές να κλονίσουν τα όποια επιτεύγματα της οικονομίας. Κατά τους υπερμάχους του σεναρίου αυτού μια καθαρή εξήγηση με τους πολίτες στις αρχές του προσεχούς φθινοπώρου συνιστά την καλύτερη λύση για την οικονομία και τη χώρα.
Οπως και να έχει, η κατάσταση στη χώρα τείνει να περιπλακεί επικίνδυνα. Ισως οι οργανωμένες κάλπες το προσεχές φθινόπωρο να προσφέρουν μια κάποια λύση, που θα ‘λεγε και ο Αλεξανδρινός…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ