Με όλες τις στρατηγικές επιλογές της να οδηγούνται σε αδιέξοδο, η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου διαμορφώνει με ταχείς ρυθμούς ένα νέο περιβάλλον αβεβαιότητας. Σε αυτό κυριαρχεί η αποκλειστική προσπάθειά της για εσωτερική διαχείριση, αλλά και η ανάδειξη παραμέτρων που μπορεί να καταστήσουν ένα «ατύχημα» καταλύτη για απρόβλεπτες εξελίξεις. Τα πεδία στα οποία οι εκκρεμότητες και οι αμφιλεγόμενες μεθοδεύσεις προσλαμβάνουν πλέον διαβρωτικό χαρακτήρα είναι πολλά.
Το μέτωπο δανειστών και… Σόιμπλε
Κατ’ αρχάς, η αξιολόγηση. Ολες οι κρίσιμες ημερομηνίες έχουν παρέλθει, αρχής γενομένης της 5ης Δεκεμβρίου, όπου ο Αλ. Τσίπρας είχε δεσμευθεί ότι θα κλείσει η αξιολόγηση. Κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται να συμβαίνει ούτε στις 26 Ιανουαρίου, ενώ ήδη ακόμη και κυβερνητικές πηγές μιλούν για τον Φεβρουάριο ή και τον Μάρτιο. Αλλοι «βλέπουν» την παράταση να κρατά ως το καλοκαίρι.
Την ίδια στιγμή, έπειτα και από το νέο μήνυμα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε («χωρίς το ΔΝΤ, θα πρέπει να συμφωνηθεί νέο πρόγραμμα», σ.σ.: μνημόνιο), η κυβέρνηση εκδηλώνει τις πραγματικές προθέσεις της για πρώτη φορά, διά της μεθόδου του επίσημου… non paper. Σε αυτό, που διακινήθηκε την Παρασκευή, αναφερόταν: «Η άποψη ότι η Ευρώπη έχει θεσμικό πλαίσιο υποστήριξης από μόνη της, δεν είναι καινούργια. Κερδίζει διαρκώς έδαφος σε ευρωπαϊκούς θεσμούς και από την ελληνική πλευρά είναι εν τέλει καλοδεχούμενη, αρκεί οι πρωτοβουλίες και οι αποφάσεις να παρθούν γρήγορα».
Οπως γίνεται σαφές, στο Μέγαρο Μαξίμου εξακολουθούν να θεωρούν ότι μπορούν να επιβάλουν τη δική τους ατζέντα στη συζήτηση που διεξάγεται στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και στις Βρυξέλλες. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και αν εν τέλει ανοίξει μια νέα σελίδα στην ιστορία των μνημονίων με την αποχώρηση του ΔΝΤ, η χώρα θα απειληθεί από διάφορα προαναγγελθέντα ατυχήματα. Για παράδειγμα, την αδυναμία έγκαιρης ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Κάτι τέτοιο θα ματαιώσει και τις ελάχιστες ελπίδες για κάποια πρόσβαση του τραπεζικού συστήματος σε φθηνό χρήμα με όποιες ευεργετικές συνέπειες θα μπορούσε αυτό να έχει στην οικονομία. Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση πολύ σύντομα θα κληθεί να θέσει ένα τέλος στις εκκρεμότητες και είτε να υποχωρήσει για μία ακόμη φορά στις απαιτήσεις των δανειστών προκειμένου να προχωρήσει επωμιζόμενη επιπλέον κόστος (πραγματικό και πολιτικό) είτε να κάνει το επόμενο βήμα μέσω των εκλογών.
Ασφάλεια, Προσφυγικό και Εξάρχεια
Ενα δεύτερο πεδίο στο οποίο φαίνεται πως η κυβέρνηση είναι έρμαιο των διαθέσεων κάποιων άλλων αφορά την ασφάλεια. Η απόπειρα δολοφονίας του αστυνομικού έξω από τα γραφεία του ΠαΣοΚ την προηγούμενη Τρίτη ανέδειξε ανεπάρκειες, είτε επιχειρησιακές είτε πολιτικές. Μια τέτοια τρομοκρατική επίθεση είχε θεωρηθεί πιθανή έπειτα από τη σύλληψη της Πόλας Ρούπα και, σύμφωνα με όσα ανέφεραν αστυνομικές πηγές, την ανέμεναν. Παρά ταύτα, ο δράστης χτύπησε και διέφυγε ανενόχλητος.
Το περιστατικό αποκάλυψε για μία ακόμη φορά την αδυναμία ή απροθυμία της κυβέρνησης να παρέμβει στο «άβατο των Εξαρχείων», το οποίο εξελίσσεται σε φαινόμενο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ, ή τουλάχιστον τμήματά του, είχε στο παρελθόν προνομιακές σχέσεις με το γκέτο. Παράλληλα όμως φανέρωσε και το ενδεχόμενο μιας ασύμμετρης απειλής για την εύθραυστη σταθερότητα στη χώρα, καθώς, σύμφωνα με τις επισημάνσεις κάποιων πολιτικών παραγόντων, «κανείς δεν ξέρει τι κατάσταση θα επικρατούσε σήμερα αν η επίθεση της προηγούμενης Τρίτης είχε νεκρό».
Την ίδια στιγμή η αδράνεια στα νησιά του Αιγαίου και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων στους καταυλισμούς αποτελούν άλλο ένα σκοτεινό σημείο. Οι διεθνείς προειδοποιήσεις πυκνώνουν και το «ατύχημα» σε κάποια από τις «εγκαταστάσεις» θα μπορούσε να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις.
Η απόφαση για τους «8»
Ενα άλλο μέτωπο από το οποίο θα μπορούσαν να προκύψουν κλυδωνισμοί και αναταράξεις είναι οι συζητήσεις για το Κυπριακό. Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται ούτως ή άλλως να παρακολουθεί τις εξελίξεις και πολύ λίγο να μπορεί να τις επηρεάσει. Ωστόσο το μεγάλο ζήτημα που ανακύπτει σχετίζεται με την παράλληλη διαδικασία στην οποία ο ίδιος ο κ. Τσίπρας έχει εμπλακεί με δηλώσεις του, ως μη όφειλε: την εκδίκαση των αιτημάτων ασύλου των οκτώ τούρκων αξιωματικών που κατέφυγαν στην Ελλάδα αμέσως μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Η διαδικασία, σε τρεις διαδοχικές συνεδριάσεις, ολοκληρώθηκε την Παρασκευή και απομένει πλέον η έκδοση της απόφασης από τον Αρειο Πάγο. Ωστόσο για μία ακόμα φορά οι χρονικές συμπτώσεις προξενούν προβληματισμό.
Η απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου θα εκδοθεί στις 23 Ιανουαρίου, ημερομηνία που συμπίπτει με το επόμενο στάδιο της διαπραγμάτευσης για το Κυπριακό. Για τις 18 του μηνός έχει οριστεί η επόμενη συνάντηση των εμπειρογνωμόνων και αν σε αυτήν υπάρξει κάποια πρόοδος θα ακολουθήσει η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών.
Η διασύνδεση του Κυπριακού με την υπόθεση των «8» δεν είναι φανερή ούτε ομολογημένη. Ωστόσο αυτό που έχει προξενήσει εντύπωση σε κάποιους από τους συνομιλητές του κ. Τσίπρα είναι το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός σε πολύ πρόσφατες συζητήσεις του δεν έδειξε να αγωνιά για το ενδεχόμενο έκδοσής τους και τις αντιδράσεις που κάτι τέτοιο θα πυροδοτούσε εσωτερικά και διεθνώς, ούτε για το τι θα μπορούσαν αυτές να σημάνουν για τη δημοκρατία στη χώρα.
Παρακολουθούν τις εξελίξεις στη Δημοκρατική ΣυμπαράταξηΜε τις συνθήκες αβεβαιότητας και ρευστότητας να παγιώνονται, στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν αρχίσει να παρακολουθούν και τις εξελίξεις στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Η σύμπραξη της Φώφης Γεννηματά με τον Γ. Παπανδρέου και η κοινοβουλευτική ενίσχυση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, η οποία με την επιστροφή του Λεωνίδα Γρηγοράκου και την προσχώρηση του Αχμέτ Ιλχάν από το Ποτάμι είναι πλέον τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη με 18 βουλευτές (όσους και η Χρυσή Αυγή), δημιουργούν νέες συνθήκες σε πολλά επίπεδα. Σύμφωνα με πληροφορίες ο Αλ. Τσίπρας αναμένεται να απευθυνθεί στο προσεχές διάστημα στη Δημοκρατική Συμπαράταξη, με κάποιον τρόπο και για πολλούς λόγους, κυρίως τακτικής. Κατ’ αρχάς, επειδή φοβάται ότι μία συσπείρωση γύρω από τον χώρο του ΠαΣοΚ θα μπορούσε να προσελκύσει και κάποιους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικώς όσο συνεχίζεται η σύμπλευση και η ταύτιση με τον Π. Καμμένο.
Υπάρχει και το σενάριο σύμφωνα με το οποίο αν ο κ. Τσίπρας αισθανθεί πιεζόμενος από ένα ενδεχόμενο νέο μνημονιακό πακέτο μέτρων, θα θελήσει σε πρώτη φάση να παίξει το χαρτί της αυξημένης πλειοψηφίας στη Βουλή. Αν δεν ανταποκριθεί η Συμπαράταξη, θα επιχειρήσει εν όψει εκλογών να τη βάλει στο ίδιο κάδρο με τη ΝΔ και… τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ