Εκείνο το γιορταστικό Σαββατόβραδο της 6ης Δεκεμβρίου – του Αγίου Νικολάου – τίποτε δεν προμήνυε την καταιγίδα που θα ακολουθούσε.
Ο καιρός ήταν καλός, η γιορτή μεγάλη, οι εορτάζοντες πολλοί και η Αθήνα, ως συνήθως, μποτιλιαρισμένη, με τον κόσμο στους δρόμους για τα θέατρα, τους κινηματογράφους, τα κλαμπ, τα μπαρ ή τα καφέ.
Μέχρι που, λίγο πριν τις εννέα το βράδυ, συνέβη το απρόσμενο και συνάμα μοιραίο. Ήρκεσαν μερικά σκληρά λόγια μεταξύ νεαρών και αστυνομικών στην οδό Μεσολογγίου, στην εύφλεκτη και «ελεύθερη» από χρόνια περιοχή των Εξαρχείων, για να ανάψουν τα αίματα και ένας νταής αστυνομικός να σηκώσει το όπλο και να πυροβολήσει, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί, ο πρώτος νεαρός που βρέθηκε στην πορεία της σφαίρας. Εξοστρακισμένης ή μη, δεν έχει καμία σημασία.
Μεταξύ εννέα και δέκα το βράδυ, μόλις άρχισε να γίνεται γνωστός ο θάνατος, από αστυνομικά πυρά, του έφηβου Αλέξη Γρηγορόπουλου η ατμόσφαιρα ηλεκτρίσθηκε.
Το κακό νέο κυκλοφόρησε ταχύτατα στα στέκια των νέων, στο κέντρο της Αθήνας και στα προάστια, μέσω κυρίως των κινητών τηλεφώνων και του Ιντερνέτ. Σε ελάχιστο χρόνο άρχισαν να συγκεντρώνονται φοιτητές και μαθητές, στον τόπο του φονικού και στην πλατεία Εξαρχείων.
Σχεδόν ταυτόχρονα, στα πανεπιστημιακά κτίρια του αθηναικού κέντρου, στη Νομική σχολή, στο Πολυτεχνείο, στο Πάντειο και στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών Επιστημών, οργισμένες αριστερίστικες, αντιεξουσιαστικές και αναρχικές ομάδες δημιούργησαν εύφλεκτο περιβάλλον.
Η οργή κατά των αστυνομικών ξεχείλιζε και τα επεισόδια ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως στη ζώνη των Εξαρχείων, για να μεταδοθούν γρήγορα.
Από τα μεσάνυχτα, τα επεισόδια βίας και οι συγκρούσεις με την Αστυνομία είχαν πολλαπλασιασθεί, οι εμπρησμοί και οι καταστροφές καταστημάτων είχαν γενικευθεί σε ολόκληρη την περιοχή του κέντρου της Αθήνας.
Πολλοί νέοι με μεγάλη ευκολία, ωσάν να ήταν έτοιμοι από καιρό, ξεπέρασαν εκείνη τη νύχτα τις όποιες αναστολές, έβριζαν, πετούσαν πέτρες στους αστυνομικούς και οι πιο επιθετικοί δεν δίσταζαν να σπάσουν ή ακόμη και να κάψουν μαγαζιά και αυτοκίνητα.
Όσοι βρέθηκαν στο κέντρο της Αθήνας ένοιωσαν την ένταση και το περιβάλλον ασυγκράτητης νεανικής βίας, που προκάλεσε το μοιραίο γεγονός. Αποτυπωνόταν στα βλέμματα, φαινόταν από τις ανεξέλεγκτες, εκτός ορίων, πράξεις.
Χαρακτηριστικό του μεγάλου θυμού και της ξεχειλίζουσας οργής, ήταν το γεγονός ότι οι μεγαλύτερες καταστροφές σημειώθηκαν στην περιοχή του ιστορικού εμπορικού κέντρου των Αθηνών, μεταξύ πλατείας Συντάγματος και πλατείας Μοναστηρακίου, από νεαρούς, κατά την έξοδό τους, από κέντρα διασκέδασης και μπαρ της περιοχής του Ψυρή.
Την Κυριακή το πρωί η Αθήνα έμοιαζε βομβαρδισμένη. Τα βίαια γεγονότα όμως συνεχίσθηκαν επί μέρες, επεκτάθηκαν σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας,.από την Κρήτη και την Πελοπόνησο, ως τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία.
Συνοδεύθηκαν μάλιστα από τις επιθέσεις μαθητών κατά αστυνομικών τμημάτων. Την Τρίτη, 9 Δεκεμβρίου, οι καταστροφές ήταν ακόμη μεγαλύτερες και συνοδεύθηκαν από πλιάτσικο καταστημάτων, στο οποίο συμμετείχαν και ομάδες μεταναστών που κατοικούν στην ευρύτερη ζώνη του κέντρου της Αθήνας.
Έλαβε έτσι η νεανική έκρηξη, μαζική και πανελλαδική διάσταση. Εξελισσόμενο το φαινόμενο έδωσε στη συνέχεια την ευκαιρία στις πιο ακραίες ομάδες να αναγεννηθούν και να βρουν πολλούς πρόθυμους για πιο οργανωμένες πράξεις βίας και τρομοκρατίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι μετά τις συγκρούσεις του Δεκέμβρη τα διάδοχα τρομοκρατικά σχήματα της 17 Νοέμβρη, του ΕΛΑ και άλλων ομάδων, ανασυγκροτήθηκαν και γεννήθηκαν νέα,ικανά να πραγματοποιούν συχνά – πυκνά συντονισμένες τρομοκρατικές επιθέσεις κατά πολλών στόχων. Έκτοτε πραγματοποιούνται, με διάφορες αφορμές, επιδρομές κατά στόχων, με έντονο συμβολισμό, στο κέντρο της Αθήνας και μαζικές νυχτερινές εμπρηστικές επιθέσεις εναντίον Τραπεζών,κρατικών οργανισμών και πολιτικών γραφείων.
Όλα αυτά επέτρεψαν σε πολλούς να μιλούν για κοινωνικό φαινόμενο και τους ξένους, κυρίως τους ευρωπαίους, να το συνδέουν με την διεθνή οικονομική κρίση και να το αντιμετωπίζουν ως πρόδρομο φαινόμενο μιας επαπειλούμενης κοινωνικής έκρηξης, ικανής να μεταδοθεί και να απειλήσει συνολικά τη Γηραιά Ήπειρο.
Η εξήγηση των γεγονότων πάντως δεν είναι απλή, ούτε ο θάνατος του νεαρού Γρηγορόπουλου αρκεί να εξηγήσει τη διάρκεια των ταραχών και την ένταση της αμφισβήτησης. Όσοι παρακολουθούν από κοντά τα ελληνικά πολιτικά πράγματα και τις συντελούμενες διεργασίες στους κύκλους της νεολαίας, γνωρίζουν ότι υπάρχει ιστορικό υπόστρωμα, αλλά και σημαντική προπαρασκευή στην παρούσα περίοδο.
Η Ελλάδα έχει παραδόσεις τέτοιων συγκρούσεων. Το 1965, πριν τη χούντα των συνταγματαρχών, είχαν καταγραφεί αντίστοιχα γεγονότα. Τότε, εν μέσω παλατιανών ραδιουργιών και έντονης παρέμβασης παρακρατικών μηχανισμών, ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα της ελληνικής νεολαίας,αποστασιοποιημένα από τη δράση της επίσημης Αριστεράς, με αναφορές στον Τσε και στη κουβανική επανάσταση, έδρασαν στα «Ιουλιανά», στην εποχή της λεγόμενης «Αποστασίας», κατά αντίστοιχο τρόπο. «Κουκουλουφόροι» χτυπούσαν και τότε στο κέντρο της Αθήνας, συγκρούονταν με την Αστυνομία, έσπαζαν βιτρίνες και πετούσαν πέτρες, προερχόμενες από τις ξηλωμένες πλάκες των πεζοδρομίων.
Σε εκείνη, την πρώιμη ακόμη φάση για την εκδήλωση μετέπειτα του αιματηρού ευρωπαϊκού αντάρτικου πόλεων, στην Αθήνα υπήρχαν σχετικές διεργασίες. Καστρικοί και Γκεβαριστές σχεδίαζαν τη συγκρότηση ένοπλων ομάδων στην Αθήνα, στη βάση αντιμετώπισης του αστυνομικού κράτους και των πολιτικών διώξεων. Οι πρώιμες αυτές διεργασίες διεκόπησαν απότομα με την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος τον Απρίλιο του 1967, για να επαναληφθούν κοντά στο 1970 και να αποτελέσουν τη βάση συγκρότησης ακροαριστερών αντιστασιακών οργανώσεων κατά της χούντας. Από τμήματα εκείνων των αντιδικτατορικών ομάδων προέκυψαν στη μεταπολίτευση, μετά το 1974, οι οργανώσεις επαναστικής βίας του ΕΛΑ και της 17 Νοέμβρη.
Έκτοτε πάντα δρούσαν σκληροί ακροαριστεροί και αριστερίστικοι πυρήνες στα πανεπιστήμια και ευρύτερα στους κύκλους της νεολαίας. Σποραδικά αποκτούσαν δυνατότητα παρέμβασης και άλλοτε περιθωροποιούνταν, αφήνοντας όμως πάντα σπέρματα αμφισβήτησης του συστήματος.
Τα τελευταία 5 – 6 έξη χρόνια αυτό το προϋπάρχον αριστερίστικο και αντισυστημικό κύμα αναγεννήθηκε. Βρήκε διεθνή έκφραση στο κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης, εκμεταλλεύθηκε την ιδεολογικοπολιτική υποχώρηση και την οργανωτική καθίζηση των επίσημων κομματικών σχηματισμών, στηρίχθηκε στα αδιέξοδα της παιδείας, στην διεύρυνση των ανισοτήτων και στις περιορισμένες ευκαιρίες απασχόλησης των νέων και ανέπτυξε ιδιαίτερα δυναμική παρουσία στα πανεπιστήμια.
Στις περισσότερες πανεπιστημιακές σχολές της Ελλάδας συγκροτήθηκαν αντικαπιταλιστικά και αντιηγετικά σχήματα, στη βάση των ιδεών και των αντιλήψεων της αυτονομίας, καταφέρνοντας να διαμορφώσουν ένα ισχυρό μηχανισμό αμφισβήτησης, πέρα από τη ζώνη και έξω από τον έλεγχο της επίσημης Αριστεράς.
Σ’ αυτά τα σχήματα αποδίδονται οι καταλήψεις των τελευταίων ετών στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και οι πολλές δυναμικές κινητοποιήσεις στους δρόμους της Αθήνας κατά της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αντλούσαν και αντλούν τα παραπάνω σχήματα ενέργεια από το μύθο του Μάη του 1968 και θέλουν να διατηρούν ιστορική επαφή με το αντίστοιχο κίνημα αμφισβήτησης που αναπτύχθηκε το 1979, όταν η τότε συντηρητική κυβέρνηση Ράλλη επιχείρησε να επιβάλλει αλλαγές στα πανεπιστήμια.
Στο πλάι αυτών των ιδιότυπων, αυτόνομων και εξωκοινοβουλευτικών δυνάμεων βρέθηκαν ακμάζουσες τα τελευταία χρόνια ομάδες αναρχικών και αντιεξουσιαστών με παρουσία στις γειτονιές της Αθήνας και επιρροές σε περιθωριοποιημένα και λουμπενοποιημένα τμήματα της νεολαίας.
Τον περασμένο Δεκέμβρη οι αντισυστημικές δυνάμεις συναντήθηκαν και συγκρότησαν ένα δυναμικό μέτωπο αμφισβήτησης, τόσο κατά της Αστυνομίας και της κυβέρνησης, όσο και εναντίον των θεωρούμενων συστημικών δυνάμεων και ιδιαιτέρως των μέσων ενημέρωσης. Η συγκυρία της κρίσης ενίσχυσε τη δράση τους και κατέστησε το αντιστυστημικό και ανττικαπιταλιστικό μήνυμά τους ευκρινέστερο και μεταδόσιμο σε ευρύτερους κύκλους της νεολαίας. Με άλλα λόγια ο φόνος του Αλέξη Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια, λειτούργησε ως αναμένο φυτίλι σε εύφλεκτο υπόστρωμα.
Τέσσερις μήνες μετά από εκείνα τα φοβερά γεγονότα πολλά έχουν αλλάξει. Η οικονομική κρίση βαθαίνει, πλήττει ολοένα και περισσότερους, το κράτος υποχωρεί, το σύστημα αμφισβητείται, η αξιοπιστία της πολιτικής φθίνει, η νεολαία βράζει, η εγκληματικότητα αυξάνεται, τα κρούσματα πολιτικής βίας έχουν πολλαπλασιασθεί, οι τρομοκρατιικές πράξεις επίσης, ο φόβος και η ανασφάλεια έχουν φωλιάσει για τα καλά στο μυαλό και στην ψυχή των πολλών ανθρώπων, η Αστυνομία γίνεται ολοένα και επιθετικότερη, τα ΜΜΕ επίσης και κανείς πια δεν ξέρει τι θα φέρει ένα επόμενο, απρόσμενο και τυχαίο γεγονός σαν εκείνο του περασμένου Δεκέμβρη στα Εξάρχεια.


* Το κείμενο αυτό γράφτηκε την άνοιξη του 2009 στον απόηχο των σκληρών γεγονότων του Δεκέμβρη της προηγούμενης χρονιάς και δημοσιεύτηκε σε ειδική έκδοση του LSE. Έκτοτε ακολούθησαν καταιγιστικά γεγονότα,η κρίση θρυμμάτισε την ελληνική οικονομία και κοινωνία και διέλυσε το πολιτικό σύστημα. Χωρίς αμφιβολία πια εκείνα τα γεγονότα του Δεκέμβρη αποτέλεσαν το προοίμιο της μεγάλης κρίσης που βυθίζει την Ελλάδα εδώ και οχτώ χρόνια και απεδείχθησαν προάγγελος της μεγάλης περιπέτειας την οποία βιώνει πλέον όλος ο κόσμος.