Απεγνωσμένη προσπάθεια αλλαγής της πολιτικής ατζέντας καταβάλλει πλέον η κυβέρνηση, προαναγγέλλοντας ταυτόχρονα αλλαγή του εκλογικού νόμου, συνταγματική αναθεώρηση αλλά και ενδεχόμενα δημοψηφίσματα για τα δύο αυτά ζητήματα.
Η τελευταία πρωτοβουλία της κυβέρνησης, όπως εκφράστηκε από την κυβερνητική εκπρόσωπο Ολγα Γεροβασίλη το μεσημέρι της Τρίτης, ήταν ενδεικτική της προσπάθειας του Μεγάρου Μαξίμου να στραφεί στα θεσμικά ζητήματα και να εμφανίσει ένα μεταρρυθμιστικό προφίλ –χωρίς να ξεχνά όμως τις αγαπημένες της πρακτικές και την «καλλιέργεια ατμόσφαιρας».
Οι ακριβείς και ουσιαστικές της προθέσεις δεν είναι αυτή την στιγμή γνωστές, καθώς ούτε το περιεχόμενο της πρότασής της για τον εκλογικό νόμο έχει δημοσιοποιήσει, ούτε τις αλλαγές που θα επιθυμούσε ή θα επιδίωκε στο Σύνταγμα.
Σύμφωνα όμως με τις πρώτες εκτιμήσεις πολιτικών προσώπων από ολόκληρο το φάσμα των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων, ο τρόπος με τον οποίο άνοιξε το ζήτημα φανερώνει ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη για μία ακόμη φορά να ακολουθήσει μία παρελκυστική τακτική, αξιώνοντας συναίνεση των υπολοίπων για σχέδια αμφιβόλου περιεχομένου και να εκβιάσει με «προσφυγή στον λαό».
Όπως άλλωστε επισήμαναν αμέσως επιστήμονες συνταγματολόγοι και πολιτικά πρόσωπα, η ανακίνηση του δημοψηφίσματος για τον εκλογικό νόμο ή την συνταγματική αναθεώρηση αντίκειται επί της ουσίας στο ισχύον Σύνταγμα και τις αυστηρά προβλεπόμενες διαδικασίες αναθεώρησής του.
Χαρακτηριστικά ήταν τα όσα επισήμανε ο Ευ. Βενιζέλος σε σχόλιό του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο οποίος μίλησε για απόπειρα κατάλυσης του Συντάγματος και έθεσε ζήτημα δημοκρατικής λειτουργίας.
Όπως σημείωσε ο κ. Βενιζέλος: «το Σύνταγμα έχει αυξημένη νομική ισχύ έναντι του κοινού νόμου και εγγυάται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τους δημοκρατικούς θεσμούς επειδή είναι αυστηρό, δηλαδή αναθεωρείται μόνο μέσα στα ουσιαστικά και διαδικαστικά όρια που θέτει το ίδιο στο άρθρο 110.
Η διαδικασία του άρθρου 110 είναι αποκλειστική και οι εγγυήσεις που τη διέπουν αφορούν την ανάγκη να συγκεντρωθεί αυξημένη πλειοψηφία, να επιληφθούν δυο Βουλές και να τηρηθούν οι προθεσμίες ώριμου χρόνου που επιβάλλεται να υπάρχουν μεταξύ δυο αναθεωρήσεων.
Το εκλογικό σώμα μετέχει στην αναθεωρητική διαδικασία μέσω των βουλευτικών εκλογών που παρεμβάλλονται.
Το δημοψήφισμα δεν συνιστά παράλληλη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Το Σύνταγμα προβλέπει δυο συγκεκριμένους τύπους δημοψηφίσματος στους οποίους δεν περιλαμβάνεται το συνταγματικό δημοψήφισμα.
Η δημοψηφισματική προσφυγή στο λαό δεν υποκαθιστά τις αυξημένες πλειοψηφίες, δηλαδή τις ρήτρες συνταγματικής συναίνεσης που λειτουργούν μεταπλειοψηφικά.
Η διαβούλευση με την κοινωνία και τα κόμματα δεν υποκαθιστά το ρόλο της αναθεωρητικής Βουλής που επεξεργάζεται και συντελεί την αναθεώρηση με αυξημένη πλειοψηφία έχοντας προς τούτο ρητή εντολή από το εκλογικό σώμα.
Στην ελληνική συνταγματική ιστορία συνταγματικές αλλαγές με «διαβούλευση» και «δημοψήφισμα» επιχείρησε μόνο η δικτατορία το 1968 και το 1973.
Οι διαδικαστικές εγγυήσεις του άρθρου 110 μπορούν να μεταβληθούν ως προς τα μη ουσιώδη σημεία τους μόνο μέσα από την πλήρη και πιστή εφαρμογή της διαδικασίας αναθεώρησης που το ίδιο το άρθρο 110 προβλέπει. Όχι με τεχνάσματα.
Τα παιχνίδια με τους θεσμούς όταν αγγίζουν τον ίδιο τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος αποκτούν διαστάσεις δημοκρατικής πρόκλησης. Οι παραβιάσεις του Συντάγματος οδηγούν «ανεπαισθήτως», όπως θα έλεγε ο Ποιητής, στην κατάλυση του Συντάγματος.
Το πρόβλημα με την παρούσα κυβέρνηση είναι η ανατριχιαστικά καθεστωτική λογική της.
Υπάρχει πρόβλημα δημοκρατίας στον τόπο μας και νομίζουν ότι επειδή θέτουν το σενάριο της κατάλυσης του Συντάγματος «χαλαρά» και σε συνδυασμό με αόριστες υποσχέσεις περί εκλογικού συστήματος, το σενάριο αυτό θα ενταχθεί στη δημόσια συζήτηση σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ε, όχι !».