Σε σημείο καμπής βρίσκει ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας την κυβέρνηση και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που τη στηρίζει, επιστρέφοντας από τη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών. Το πολιτικό μείγμα που διαμορφώνεται από τις πιέσεις των δανειστών για μειώσεις συντάξεων, τις εξελίξεις στην προσφυγική κρίση, τις κοινωνικές αντιδράσεις και τις ενδοκυβερνητικές αρρυθμίες περιγράφεται από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ως «εκρηκτικό» και υπό αυτές τις συνθήκες όλοι αναμένουν κάποια πρωτοβουλία εκ μέρους του Μεγάρου Μαξίμου, μέσω της οποίας η κυβέρνηση θα επιδιώξει να εξασφαλίσει κάποιον χρόνο.
Η νευρικότητα στην Ηρώδου Αττικού εντείνεται και από τη δημοσκοπική τάση, που επιβεβαιώνει την κυβερνητική φθορά. Στην πρόσφατη έρευνα της MRB η ΝΔ προηγείται με διαφορά 3,7 μονάδων του ΣΥΡΙΖΑ (26,9% έναντι 23,2%), ενώ στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία για πρώτη φορά εν ενεργεία πρωθυπουργός υπολείπεται του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο κ. Τσίπρας επέστρεψε από τις Βρυξέλλες με δύο νέα στοιχεία να καθορίζουν το μέλλον της κυβέρνησης. Το πρώτο στοιχείο είναι πως ο έλληνας πρωθυπουργός έχει πλέον προσδεθεί στο άρμα της γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ, με το βλέμμα στραμμένο στις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και στην προσφυγική κρίση.
Στο συγκεκριμένο πεδίο, η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε αδιαμαρτύρητα την απόφαση που ελήφθη ερήμην της από τη Γερμανία και την Τουρκία για εμπλοκή του ΝΑΤΟ στη φύλαξη των συνόρων και τον έλεγχο των προσφυγικών ροών, με την ελπίδα ότι η στάση της αυτή θα εξασφαλίσει κάποια «εύνοια» του Βερολίνου στα ζητήματα της αξιολόγησης. Παράλληλα «ποντάρει» όσο και η κυρία Μέρκελ στην αποτελεσματικότητα της νατοϊκής επέμβασης, προκειμένου να υπάρξει κάποια ανάσχεση του προσφυγικού κύματος.
Παρά ταύτα, στο χρονικό βάθος αυτής της διαδικασίας εξακολουθεί να αιωρείται η απειλή των συνοριακών ελέγχων, καθώς η κατάσταση θα επανεξεταστεί σε λίγες εβδομάδες.
Θέλουν μείωση συντάξεων
Το δεύτερο στοιχείο με το οποίο βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος ο κ. Τσίπρας αφορά την αξιολόγηση και συνιστά μια απειλή με απρόβλεπτες πολιτικές συνέπειες: η μείωση των συντάξεων προκειμένου να «περάσει» από τους δανειστές η αλλαγή στο Ασφαλιστικό έχει τεθεί πλέον επισήμως ακόμη και από τον πρόεδρο του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ.
Υπό αυτή την έννοια και όσο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ επιμένει να διακηρύττει πως «η μείωση των κύριων συντάξεων είναι κόκκινη γραμμή», η επιστροφή των τεχνικών κλιμακίων στην Αθήνα και η απεμπλοκή της διαδικασίας δεν είναι ορατές.
Παρά ταύτα, κυβερνητικές πηγές εξακολουθούν να μεταδίδουν ότι στόχος του Μεγάρου Μαξίμου είναι να έχουν έλθει προς ψήφιση τις αμέσως επόμενες ημέρες τα νομοσχέδια για το Ασφαλιστικό και τη φορολόγηση των αγροτών, με στόχο να έχει σημειωθεί πρόοδος ως το Eurogroup της 7ης Μαρτίου.
Σε αυτό το θολό τοπίο, στις τάξεις των κυβερνητικών βουλευτών εντείνεται η ανησυχία, ειδικώς όσων βλέπουν τις αντιδράσεις των ψηφοφόρων τους να εκδηλώνονται εναντίον τους με τρόπους πρωτόγνωρους –για τα δεδομένα της Aριστεράς…
Γενική είναι η αίσθηση στην Kοινοβουλευτική Oμάδα του ΣΥΡΙΖΑ ότι η ηγεσία της κυβέρνησης έχει αυτή τη στιγμή εγκλωβιστεί και ότι απαιτείται ταχεία αντίδραση προκειμένου να εξασφαλιστεί ένα χρονικό και επικοινωνιακό περιθώριο.
Κατά την άποψη στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης είναι μια κίνηση επιβεβλημένη στην παρούσα συγκυρία, ενώ κάποιοι θεωρούν ότι μια τέτοια εξέλιξη είναι βέβαιη. Υπάρχουν όμως και άλλες εκτιμήσεις, σύμφωνα με τις οποίες η στάση και οι επιλογές της ηγεσίας της κυβέρνησης θα κριθούν από τις εξελίξεις στο Προσφυγικό και το αν στη χώρα θα διαμορφωθούν εκ νέου συνθήκες πολιτικής κρίσης ή θα επέλθει αποφόρτιση του κλίματος.
Οι διαθέσεις του Μεγάρου Μαξίμου ως προς αυτό παραμένουν άγνωστες –τουλάχιστον ως προς τον χρόνο στον οποίο θα μπορούσε να ανασχηματιστεί η κυβέρνηση και να υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα.
Τα περιστατικά της προηγούμενης εβδομάδας κατά κάποιους ενδέχεται να επισπεύσουν τις διαδικασίες, καθώς ήδη ο υφυπουργός Υποδομών Π. Σγουρίδης αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του, ενώ ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη Ν. Τόσκας εισέπραξε την αποδοκιμασία του Μεγάρου Μαξίμου όταν υπό την πίεση αντιδράσεων αναγκάστηκε να τροποποιήσει την απόφασή του για «παροπλισμό» του επικεφαλής της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Μαν. Σφακιανάκη.
Αταίριαστοι συνέταιροι
Τα δύο αυτά κρούσματα επανέφεραν στις παρασκηνιακές συζητήσεις το θέμα της σχέσης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ και ειδικότερα Αλ. Τσίπρα και Π. Καμμένου. Παρά τις διαβεβαιώσεις, κάποιες πηγές επιμένουν ότι ο μεν Πρωθυπουργός εξακολουθεί να αναζητεί ευκαιρία και τρόπο να αποδεσμευθεί από τους ΑΝΕΛ, ο δε υπουργός Αμυνας να μην επωμιστεί πολιτικά καταστροφικές αποφάσεις, όπως η επικείμενη μείωση των συντάξεων.
Η ρευστότητα στο πολιτικό πεδίο είναι κατά τις εκτιμήσεις κάποιων κοινοβουλευτικών ο λόγος για τον οποίο ο κ. Τσίπρας καθυστερεί και την ψήφιση των νομοσχεδίων που θα κρίνουν την πορεία της αξιολόγησης. Μπορεί ο Μάρτιος να περιγράφεται από την κυβέρνηση και τους δανειστές ως μήνας καθοριστικής σημασίας, όμως στο εσωτερικό της χώρας καλά πληροφορημένες πηγές επιμένουν: το Μέγαρο Μαξίμου δεν πρόκειται να προχωρήσει σε πολιτικά «επιβλαβείς» ενέργειες και αποφάσεις αν δεν έχει εξασφαλίσει την παραμονή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, με συνέπεια ο φόβος μιας νέας καθυστέρησης στην αξιολόγηση και μιας νέας περιόδου αβεβαιότητας να παραμένει υπαρκτός.
Υπό τον φόβο πολιτικής διαπόμπευσης
Η «διαπλοκή» ως φόβητρο για υποψήφιους… αντάρτες
Τις δυσκολίες σε Ελλάδα και εξωτερικό που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση επιχειρεί να «καλύψει» με τον πόλεμο που έχει αποφασίσει να κηρύξει κατά των «συστημικών ΜΜΕ», αλλά και συγκεκριμένων προσώπων, τα οποία περιγράφονται ως φορείς «διαπλοκής».
Η πρωτοβουλία να ανοίξει τώρα ένα τέτοιο θέμα και μέτωπο αντιμετωπίζεται ακόμη και από κυβερνητικούς βουλευτές ως μέσο άσκησης πολιτικής πίεσης προς τις ΚΟ της πλειοψηφίας, εν όψει των δύσκολων ψηφοφοριών στη Βουλή. Κατά τα όσα συζητούνται στους διαδρόμους της Βουλής και στα δημοσιογραφικά γραφεία, με τον «αγώνα» της κατά των ΜΜΕ η κυβέρνηση σκοπίμως και σχεδιασμένα διαμορφώνει το περιβάλλον μέσα από το οποίο θα επιχειρήσει να αντιπαρέλθει τις δυσμενείς επιπτώσεις της μνημονιακής πολιτικής της.
Μερίδα βουλευτών της συμπολίτευσης και μεγαλύτερες ομάδες στελεχών της αντιπολίτευσης θεωρούν βέβαιη την εκ μέρους της κυβέρνησης καταγγελία και πολιτική διαπόμπευση όποιου βουλευτή θα «τολμούσε» να καταψηφίσει κάποιο νομοσχέδιο ή να ασκήσει κριτική.
Η κατηγορία με την οποία θα ερχόταν αντιμέτωπος όποιος βουλευτής τολμούσε να διαφοροποιηθεί ή να αποστασιοποιηθεί, χωρίς να παραδώσει τη βουλευτική του έδρα στο κόμμα, είναι «συνεργός της διαπλοκής» ισχυρίζονται πρόσωπα ακόμη και από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Εν όψει αυτών και καθώς οι εξελίξεις στο πεδίο των ΜΜΕ, όπου η κυβέρνηση ανέλαβε προσφάτως τις γνωστές πρωτοβουλίες, είναι μετέωρες, το Μέγαρο Μαξίμου και κορυφαίοι υπουργοί, σχεδόν σε καθημερινή βάση, συνεχίζουν να εξαπολύουν επιθέσεις και να εκτοξεύουν απειλές κατά δημοσιογράφων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ