Η Μαρία Σταυροπούλου, με τουλάχιστον 20ετή εμπειρία σε θέματα προσφύγων από τη θητεία της στην Υπατη Αρμοστία του ΟΗΕ, είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζει «από πρώτο χέρι» τις δυσκολίες και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. «Ηδη από τον Δεκέμβριο είχαμε προβλέψει την αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος. Ηταν όμως αδύνατον να προβλέψουμε τους σημερινούς αριθμούς. Ακόμη και οι Ευρωπαίοι το καταλαβαίνουν αυτό σήμερα. Πρόκειται για ανωτέρα βία» λέει η επικεφαλής της Υπηρεσίας Ασύλου. Και προσθέτει, χωρίς περιστροφές και χωρίς να θέλει να εξωραΐσει την πραγματικότητα: «Αυτή η μαζική μετακίνηση δεν θα σταματήσει σύντομα».
Στις αίθουσες και στα γραφεία της Υπηρεσίας Ασύλου η δουλειά είναι ασταμάτητη. Η καταγραφή και οι συνεντεύξεις ανθρώπων που έχουν καταθέσει αίτηση για άσυλο, αλλά και ο σχεδιασμός των επόμενων βημάτων είναι συνεχείς, καθώς ο χρόνος είναι πολύτιμος. Οι αιτήσεις πρέπει να έχουν κριθεί το αργότερο εντός τετραμήνου. Αν η απάντηση είναι αρνητική, οι αιτούντες μεταπίπτουν στην κατηγορία του παράνομου μετανάστη. Ειδάλλως, λαμβάνουν άδεια παραμονής και ταξιδιωτικά έγγραφα με τα οποία μπορούν να ταξιδεύσουν εντός ΕΕ για διάστημα ως και τρεις μήνες.
Η διαδικασία περιλαμβάνει δακτυλοσκόπηση σε δύο στάδια, ώστε να ενημερωθεί το σύστημα EURODAC και να εντοπιστεί αν οι αιτούντες έχουν υποβάλει στο παρελθόν ανάλογη αίτηση σε οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ. Ειδική κατηγορία αποτελούν οι Σύροι. Οι πρόσφυγες από την αραβική χώρα, που παραμένει βυθισμένη σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, περνούν από διαδικασία fast track. Εφόσον δεν υπάρξουν περιπλοκές, μπορεί να εκδοθεί απόφαση μέσα σε μία ημέρα. Εξαίρεση για την ταχεία έκδοση απόφασης μπορεί να υπάρξει εφόσον ο αιτών έχει υπηρετήσει στον συριακό στρατό μετά το 2011, διότι πρέπει να εξεταστεί αν έχει εμπλακεί σε εγκλήματα πολέμου.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γεωπολιτική κατάσταση ευθύνεται κατά κύριο λόγο για τη διόγκωση των μεταναστευτικών ρευμάτων τους τελευταίους μήνες» τονίζει η κυρία Σταυροπούλου. Από τις αρχές του έτους έχουν εισέλθει στην Ελλάδα περίπου 260.000 άνθρωποι. Το 80% πληροί τα κριτήρια του προσφυγικού προφίλ. Οι τρεις βασικές εθνικότητες είναι Σύροι, Ιρακινοί και Αφγανοί, ενώ οι βασικές χώρες στις οποίες θέλουν να καταλήξουν είναι η Γερμανία, η Σουηδία και, εσχάτως, η Αυστρία.
Οπως προσθέτει, το 50% των Σύρων έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους, αν και αυτοί που το τελευταίο διάστημα έρχονται στη χώρα μας δεν προέρχονται από τους προσφυγικούς καταυλισμούς της Τουρκίας, αλλά από τον Λίβανο και την ίδια τη Συρία. Είναι δε άνθρωποι υψηλότερου μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου. Ωστόσο, η κατάσταση επιδεινώνεται από την αύξηση των προσφύγων που προέρχονται από το Ιράκ και το Αφγανιστάν. «Ειδικά σε ό,τι αφορά το Αφγανιστάν», συμπληρώνει, «υπάρχει πισωγύρισμα. Και αυτό είναι εμφανές από το γεγονός ότι από τη χώρα φεύγουν οικογένειες και όχι απλώς άνδρες που έχουν οικονομικά κίνητρα».
Τι πρέπει να γίνει
Μπορεί η Ελλάδα να διαχειριστεί τους μεγάλους αριθμούς μεταναστών που εισρέουν κάθε ημέρα; Η κυρία Σταυροπούλου δίνει έμφαση στον συντονισμό διαφορετικών κινήσεων. «Η ενίσχυση του προσωπικού της Αστυνομίας και του Λιμενικού με σκοπό την ταχύτερη καταγραφή και δακτυλοσκόπηση είναι απαραίτητη» σημειώνει. Κρίνει δε ως πολύ θετικό γεγονός ότι μέσω Frontex αλλά και κοινοτικών κονδυλίων οι ελληνικές Αρχές έχουν προμηθευτεί περισσότερους σαρωτές (scanners) δακτυλικών αποτυπωμάτων. Πρέπει όμως να δημιουργηθούν και εξοπλισμένα Κέντρα Πρώτης Υποδοχής στα βασικά νησιά στα οποία καταφθάνουν μετανάστες, όπως η Λέσβος, η Χίος, η Κως, η Σάμος, η Λέρος, ίσως δε μελλοντικά και η Κρήτη. Οι σωστές υγειονομικές συνθήκες και η διερμηνεία κρίνονται απαραίτητες. Η ύπαρξη διερμηνέων μπορεί να υποτιμάται, αλλά όπως λέει η κυρία Σταυροπούλου, μπορεί να αποτρέψει σοβαρές παρεξηγήσεις. Επιπλέον, η Υπηρεσία Ασύλου σχεδιάζει τη δημιουργία ενός νέου περιφερειακού γραφείου, στη Σάμο, που σε συνδυασμό με αυτά στη Λέσβο και στη Ρόδο θα επέτρεπε την εξέταση των αιτήσεων ασύλου υπό πιο ανθρώπινες συνθήκες.
Σε διαφορετική περίπτωση, οι εικόνες που βλέπουμε σήμερα στην πλατεία Βικτωρίας θα μείνουν ίδιες, ίσως και να χειροτερεύσουν. Για αυτό και είναι κρίσιμο να προχωρήσει η δημιουργία των 2.500 ανοιχτών θέσεων υποδοχής (τύπου Ελαιώνα) όπου οι μετανάστες μπορούν να μείνουν ώσπου να κριθεί η αίτησή τους. Η συγκεκριμένη δέσμευση έχει αναληφθεί από τη χώρα μας εδώ και 2,5 χρόνια, αλλά ακόμη δεν έχει υλοποιηθεί. Η πιθανή περαιτέρω αυστηροποίηση της πολιτικής της Ουγγαρίας θα μπορούσε, όπως εκτιμά η κυρία Σταυροπούλου, να αδρανοποιήσει τον άξονα που ξεκινά από την Ειδομένη και συνεχίζει μέσω Σκοπίων και Σερβίας στη Βουδαπέστη, υποχρεώνοντας την Ελλάδα να αλλάξει τον σημερινό προγραμματισμό για τις ανοιχτές θέσεις υποδοχής.
Ο Απρίλιος του 2016 είναι ορόσημο. Εφόσον οι μεταναστευτικές ροές μειωθούν τον χειμώνα έστω και λίγο, όπως συνήθως συμβαίνει, η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευθεί τον χρόνο για να εμφανιστεί προετοιμασμένη και οι απαραίτητες δομές να είναι έτοιμες.
Αποτυχία του Δουβλίνου
«Ηταν προδιαγεγραμμένο ότι θα φθάναμε στις προτάσεις Γιούνκερ. Το Σύστημα του Δουβλίνου άλλωστε ποτέ δεν λειτούργησε» επισημαίνει στο «Βήμα» η κυρία Σταυροπούλου, όταν της ζητούμε να σχολιάσει όσα παρουσίασε ο πρόεδρος της Επιτροπής την περασμένη Τετάρτη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. «Ηταν πολύ ακριβό και πολύ γραφειοκρατικό, ακόμη και τιμωρητικό. Οταν η ελληνική Προεδρία του Συμβουλίου, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2014, είχε αναδείξει τα προβλήματα, ουδείς από τους εταίρους ήθελε να ακούσει. Τότε, για πρώτη φορά, η Ελλάδα έθεσε το ζήτημα της μετεγκατάστασης προσφύγων, αλλά εις ώτα μη ακουόντων. Πλέον η Ελλάδα έχει μπροστά της ένα στοίχημα: να κάνει όλα όσα χρειάζονται προκειμένου οι προτάσεις Γιούνκερ να πετύχουν» προσθέτει.
Κατά την άποψή της, χωρίς ένα ενιαίο σύστημα ασύλου σε όλα τα κράτη-μέλη, με αμοιβαία αναγνώριση των αιτήσεων ασύλου σε όλη την ΕΕ, λύση δεν θα υπάρξει. Μέχρι να γίνει αυτό, το Δουβλίνο πρέπει να αναθεωρηθεί με βάση το μοντέλο της μετεγκατάστασης, όπως προτείνεται από την Κομισιόν. Για την Ελλάδα έχει σημασία να αποδείξει ότι δεν είναι ξέφραγο αμπέλι και για αυτόν τον λόγο πρέπει να λειτουργήσει συντονισμένα στο θέμα των αποτελεσματικών επιστροφών που περιλαμβάνεται στις προτάσεις Γιούνκερ.
Ωστόσο, τονίζει η κυρία Σταυροπούλου, η διάκριση μεταξύ προσφύγων και οικονομικών μεταναστών (που πρέπει και να επιστρέφονται στις χώρες προέλευσης) αφορά περισσότερο την Ιταλία. Εκεί, η αναλογία προσφύγων – οικονομικών μεταναστών είναι 40% – 60%.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ