Μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, επί επτά μήνες τα στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους παρακολουθούσαν τα ταμειακά διαθέσιμα και αναζητούσαν λύσεις για να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις και να μην κηρύξει η χώρα στάση πληρωμών. Την αγωνιώδη αυτή προσπάθεια, αποτέλεσμα της (μη) διαπραγμάτευσης και του ναυαγίου των συζητήσεων με τους εταίρους που οδήγησε στον εκτροχιασμό των δημοσίων οικονομικών περιγράφουν στο «Βήμα» η γενική διευθύντρια Δημοσιονομικής Πολιτικής και Προϋπολογισμού Σταυρούλα Μηλιάκου και ο διευθυντής Προϋπολογισμού Χρήστος Γιαννακόπουλος.
Οπως αποκαλύπτουν, την περίοδο της μεγάλης αγωνίας που ξεκίνησε τον περασμένο Φεβρουάριο και φαίνεται να τελειώνει με την υπογραφή της νέας συμφωνίας, αλλά και την απρόσμενη αύξηση των εσόδων τον Αύγουστο εν μέσω capital controls, «έφτασε ημέρα που το ταμείο του κράτους είχε μόνο 10 εκατομμύρια ευρώ, κι εμείς έπρεπε να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις».
Λένε τα πράγματα με το όνομά τους, είναι σκληροί στην κριτική τους για τους πολιτικούς και σημειώνουν:
«Κάποιοι υπουργοί δούλεψαν σκληρά και άφησαν πίσω τους «θετικό αποτύπωμα». Κάποιοι δεν κατάλαβαν ούτε τι κάνει το ΓΛΚ».
Οσο για το περιβόητο σχέδιο του Γιάνη Βαρουφάκη να εκδώσει IOUs ξεκαθαρίζουν ότι «οι υπηρεσίες του ΓΛΚ δεν γνώριζαν και επομένως δεν συμμετείχαν σε τέτοιο σχέδιο» και αφήνουν να εννοηθεί ότι επρόκειτο για προετοιμασία εθνικού νομίσματος.

Κυρία Μηλιάκου, υπηρετείτε πάνω από 30 χρόνια στο ΓΛΚ. Εχετε ζήσει μεγάλες αλλαγές στην οικονομία (υποτιμήσεις, μετάβαση στο ευρώ, ελλείμματα, μέτρα). Ποια ήταν η πιο ενδιαφέρουσα αλλά ποια η πιο δύσκολη περίοδος;
Σ.Μ.: «Ολο αυτό το διάστημα ζήσαμε έναν εφιάλτη. Τον δικό μας εφιάλτη. Πολύ πιο έντονο από όλους τους Ελληνες καθώς σηκώναμε το βάρος της λειτουργίας του κράτους με περιορισμένα χρήματα στα δημόσια ταμεία. Τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους για να υπάρχει ασφάλεια έπρεπε να είναι τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ (κάποτε είχαμε και 2 και 3 δισ. ευρώ) και υπήρξαν μέρες που ήταν λίγες δεκάδες εκατομμύρια, λιγότερα και από μια επιχείρηση.
Η πιο δύσκολη περίοδος όμως ήταν οι ημέρες μετά την επιβολή της τραπεζικής αργίας, η δημιουργία και η λειτουργία στο ΓΛΚ της Επιτροπής Εγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών. Χωρίς προηγούμενη εμπειρία στήσαμε μαζί με την Τράπεζα της Ελλάδος την επιτροπή αυτή σε 12 ώρες προκειμένου να μη στερηθεί η χώρα βασικά αγαθά. Αυτές οι πρώτες τρεις εβδομάδες (πλέον η Επιτροπή λειτουργεί υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Οικονομικής Πολιτικής) ήταν κόλαση. Το βάρος της ευθύνης ήταν τεράστιο. Ηξερες ότι οποιαδήποτε καθυστέρηση μπορεί να είχε απρόβλεπτες συνέπειες. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Λυγίσαμε όλοι μέσα στο γραφείο όταν πατέρας τηλεφώνησε για να ρωτήσει τις διαδικασίες επαναπατρισμού της σορού του παιδιού του. Ας το αφήσουμε. Η πιο ενδιαφέρουσα περίοδος ήταν όταν δουλέψαμε με μια ομάδα ανθρώπων στο ΓΛΚ για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή του προϋπολογισμού προγραμμάτων. Δηλαδή, όχι μόνο πόσο ξοδεύω, πληροφορία που αντλείται από τους κλασικούς προϋπολογισμούς κονδυλίων, αλλά γιατί το ξοδεύω και, το κυριότερο, τι αποτέλεσμα έχω. Με μια φράση, να αξιολογώ για να αποφασίζω ποιες δράσεις συνεχίζω να χρηματοδοτώ και ποιες όχι. Είναι ειρωνεία, δυστυχώς αυτό το έργο «πάγωσε» το 2010, δηλαδή την περίοδο που το είχαμε περισσότερο ανάγκη ώστε να γίνουν στοχευμένες και όχι οριζόντιες περικοπές δαπανών».
Κύριε Γιαννακόπουλε;
«Κάποτε θεωρούσα τις δυσκολίες στις αρχές της δεκαετίας του 1990 για τη χρηματοδότηση των δανειακών αναγκών του προϋπολογισμού και αργότερα για να πετύχουμε τα κριτήρια ένταξης στην ΟΝΕ και τη μετάβαση στο ευρώ μεγάλες. Ωστόσο, η περίοδος μετά το 2010, όταν η χώρα αποκλείστηκε από τις διεθνείς αγορές, ήταν η δυσκολότερη. Ξενυχτήσαμε για την προετοιμασία πριν από τις επισκέψεις των θεσμών, για την εξέταση των δημοσιονομικών μεγεθών. Αγωνιούσαμε για τον κίνδυνο επιβολής νέων μέτρων και πολλά άλλα. Αποκορύφωμα βέβαια ήταν τους τελευταίους μήνες που δεν είχαμε συμφωνία να μην μπορούμε να δανειστούμε και τα έσοδα να είναι περιορισμένα».
Εχετε βρεθεί σε χειρότερη περίοδο;
Σ.Μ.: «Νομίζω πως όχι, αν και συνήθως η μνήμη εστιάζει στα τελευταία γεγονότα. Σε αυτή την περίοδο όλοι μας βρισκόμαστε σε θέση μάχης με πλήθος ανοιχτών μετώπων: ταμειακός προγραμματισμός, σενάρια για Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, σχεδιασμός για μισθολόγιο και συνταξιοδοτικό του Δημοσίου, κατεπείγοντα νομοσχέδια για τη Βουλή, οι διαπραγματεύσεις με εταίρους σε Βρυξέλλες και Αθήνα. Τα καταφέραμε όμως…».
Είναι αλήθεια ότι τον Φεβρουάριο, παραμονή της καταβολής της μισθοδοσίας, έλειπαν 400 εκατ. ευρώ από το ταμείο;
Χ.Γ.: «Οι εκτιμήσεις μας έδειχναν ότι θα υπήρχε μεγάλο ταμειακό άνοιγμα ήδη από τον Φεβρουάριο αν το κράτος πραγματοποιούσε τις προγραμματισμένες πληρωμές του. Δυνατότητα περαιτέρω δανεισμού δεν υπήρχε.
Ο προγραμματισμός των εσόδων του προϋπολογισμού είχε ήδη ανατραπεί. Επομένως ήταν αναγκαίο να επαναπροσδιορισθούν οι πληρωμές. Και αυτό αποφασίστηκε».
Ο επόμενος μήνας ήταν πιο βαρύς. Ελειπαν 4 δισ. ευρώ.
Χ.Γ.: «Ολοι οι μήνες ήταν δύσκολοι. Υπήρχε διαρκώς η αγωνία να γίνουν οι αναγκαίες πληρωμές ώστε να λειτουργεί στοιχειωδώς το κράτος αλλά και να είμαστε συνεπείς στην εξόφληση των δανειακών μας υποχρεώσεων».
Σ.Μ.: «Κοιτάξτε, δεν θέλουμε να έχουμε λεφτά στο ταμείο που δεν χρειαζόμαστε και προέρχονται από δανεισμό αλλά υπάρχει ένα όριο ασφαλείας που είχε ήδη καταρρεύσει.Τον Φεβρουάριο το «Spiegel» που μας επισκέφθηκε έγραφε για τους «φύλακες του 1 δισ. ευρώ», όμως αυτό εξανεμίστηκε…
Βέβαια οι χειρότεροι μήνες ήταν ο Ιούνιος και ο Ιούλιος, όταν πλέον έκλεισαν οι τράπεζες και είχαμε τα capital controls».
Πώς αποφύγαμε τη στάση πληρωμών;
Σ.Μ.: «Με επίπονη δουλειά σε συντονισμό με τον ΟΔΔΗΧ και την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προσπάθεια ήταν αγωνιώδης να συγκεντρωθούν τα έσοδα του Δημοσίου αλλά και τα ταμειακά διαθέσιμα φορέων της γενικής κυβέρνησης προκειμένου το κράτος να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Μέσω αυτής της διαδικασίας κατέστη εφικτό να πληρωθούν οι υποχρεώσεις.
Στη διέξοδο φτάσαμε μέσω των repos από τα διαθέσιμα των φορέων της γενικής κυβέρνησης που ήταν μεγάλα, περί τα 12 δισ. ευρώ.Αυτό έπρεπε να είχε γίνει από παλιά. Εχουμε 1.600 φορείς της γενικής κυβέρνησης. Οταν χρειάζεσαι χρήματα, πρώτα εξαντλείς τις δυνατότητες εσωτερικού δανεισμού και μετά αναζητείς άλλες λύσεις».
Στην απόφαση αυτή υπήρξαν μεγάλες αντιδράσεις.
Σ.Μ.: «Ολοι πρέπει να γνωρίζουν ότι τα ποσά που έχουν κατατεθεί από τους φορείς στην ΤτΕ είναι διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή. Τώρα πια με τα capital controls μπορούν να τα πάρουν και πιο γρήγορα από αυτούς που τα κράτησαν στις τράπεζες».
Οσοι παρακολούθησαν τις εξελίξεις εκτιμούν ότι αποτρέψατε τον κίνδυνο της στάσης πληρωμών, αν όχι από τον Μάρτιο, τον Ιούνιο, όταν αποφασίστηκε το δημοψήφισμα.
Σ.Μ.: «Οι ημέρες στο τέλος Ιουνίου με την απόφαση για το δημοψήφισμα ήταν ακόμη πιο δύσκολες. Τα φώτα του ΓΛΚ ήταν αναμμένα ως αργά το βράδυ. Αγωνιούσαμε… Κάποια ημέρα ένας συνάδελφος διαμαρτυρόταν γιατί δεν καταβάλαμε τις υπερωρίες. Δεν σκέφθηκε ότι την παραμονή της μισθοδοσίας δεν είχαμε ούτε τα λεφτά για τον μισθό».


Η αγωνία ήταν κυρίως αν θα καταβληθούν ή όχι μισθοί και συντάξεις;
Σ.Μ.: «Και όχι μόνο. Επρεπε –στοιχειωδώς τουλάχιστον –να λειτουργήσει το νοσοκομείο, το σχολείο. Να μην καταρρεύσει η οικονομία. Ομως ας μην ξεχνάμε ότι οι μισθοί του Δημοσίου και οι συντάξεις αποτελούν σημαντική δημόσια δαπάνη που τροφοδοτεί την οικονομία.Ας μην ξεχνάμε ότι σε αυτή την περίοδο της κρίσης και της ανεργίας η σύνταξη του παππού σε πολλές περιπτώσεις συντηρεί οικογένειες».

Χ.Γ.: «Πράγματι και η αγωνία και το άγχος ήταν μεγάλα. Παρακολουθούσαμε τις εισπράξεις των εσόδων και τις τοποθετήσεις των διαθεσίμων στην Τράπεζα της Ελλάδος, όχι στο τέλος της ημέρας, όπως το προηγούμενο διάστημα, αλλά αρκετές φορές μέσα στην ημέρα. Είχαμε καθημερινές συναντήσεις με στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος και του ΟΔΔΗΧ για τον ταμειακό προγραμματισμό.
Φανταστείτε τι θα γινόταν αν καθυστερούσαμε έστω και μία ημέρα την πληρωμή. Θα ήθελα να επισημάνω τη συνεργασία που είχαμε την περίοδο αυτή με συναδέλφους των γενικών διευθύνσεων οικονομικών υπηρεσιών των υπουργείων. Αλλά θα ήθελα να εκφράσω και τον προβληματισμό μου για τη συμπεριφορά λίγων ευτυχώς φορέων της γενικής κυβέρνησης που αρνήθηκαν πεισματικά να μεταφέρουν τα διαθέσιμά τους από τις εμπορικές τράπεζες στην Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι ανάγκες του κράτους, παρά το γεγονός ότι οι αποδόσεις ήταν σημαντικά υψηλότερες».
Πόσα χρήματα αναλογούν στη μισθοδοσία;
Χ.Γ.: «Σήμερα, μετά τις περικοπές, μισθοί και συντάξεις, καθώς και επιχορηγήσεις για ταμεία, ξεπερνούν το 70% των δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού. Το 2015 το σύνολο των πρωτογενών δαπανών θα διαμορφωθεί σε 43,5 δισ. ευρώ. Από αυτά τα 18,8 δισ. ευρώ ή 43% αφορούν πληρωμή αποδοχών και συντάξεων που καταβάλλονται από το κράτος, εκ των οποίων οι συντάξεις ανέρχονται σε 6,3 δισ. ευρώ ή 15%. Επιπλέον 11,6 δισ. ευρώ αφορούν μεταβιβάσεις του κράτους προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης για την πληρωμή συντάξεων. Επομένως, το σύνολο των απολύτως ανελαστικών αυτών δαπανών θα ανέλθει σε 30,4 δισ. ευρώ».


Η αγορά βέβαια έχει υποφέρει με τον ετεροχρονισμό των πληρωμών. Προμηθευτές του Δημοσίου διαμαρτύρονται, πολλά προγράμματα του ΕΣΠΑ καθυστερούν.
Χ.Γ.: «Πράγματι έχει προκύψει σοβαρό πρόβλημα. Η ταμειακή στενότητα του κράτους τους τελευταίους μήνες έχει προκαλέσει σοβαρά προβλήματα. Ηδη ένα σημαντικό ποσό από την πρώτη δόση της νέας δανειακής σύμβασης, περίπου 900 εκατ. ευρώ, θα χρησιμοποιηθεί για να πληρωθούν άμεσα προμηθευτές του κράτους και προγράμματα ΕΣΠΑ».
Πώς πιστεύετε ότι θα κλείσει ο προϋπολογισμός εφέτος;
Χ.Γ.: «Ο στόχος, σύμφωνα με το πρόγραμμα που συμφωνήθηκε, είναι να έχουμε πρωτογενές έλλειμμα 0,25% του ΑΕΠ. Τους επόμενους μήνες περιμένουμε μεγάλο μέρος των εισπράξεων εσόδων από τον φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων και από τον ΕΝΦΙΑ αλλά και αυξημένα έσοδα από ΦΠΑ λόγω του τουρισμού. Επομένως η περίοδος αυτή είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Αν δεν έχουμε εκπλήξεις, ενδέχεται το αποτέλεσμα να είναι καλύτερο από τον στόχο».

Οι υπουργοί, τα μνημόνια, ο Βαρουφάκης και τα IOUs

Πώς μπορεί να ξεφύγει η χώρα από τα μνημόνια;

Σ.Μ.: «Η λύση είναι η σταθερότητα και ένα σχέδιο ανάπτυξης με κοινά αποδεκτούς άξονες και στόχους (συμπεριλαμβανομένων και των δημοσιονομικών) από τα πολιτικά κόμματα και τους κοινωνικούς εταίρους που θα δίνει έμφαση στις επενδυτικές δράσεις. Χρειαζόμαστε ένα κεντρικό σχέδιο, ανεξάρτητο από τον πολιτικό κύκλο και τις όποιες πολιτικές εξελίξεις. Στρατηγικό, επιχειρησιακό σχέδιο τετραετίας για κάθε υπουργείο. Σοβαρή και συνεχής παρακολούθηση των φορέων που εποπτεύει και επιχορηγεί και το κυριότερο σταθεροποίηση του φορολογικού συστήματος (με προγραμματισμό τετραετίας όποιων αλλαγών απαιτούνται) και ισχυρή βούληση για πάταξη φοροδιαφυγής. Πρέπει να αποφασίσουμε σοβαρά ότι οι ομάδες προνομίων δεν μπορούν να συνεχίζουν να παίζουν τον ρόλο των «τζιτζικιών» σε βάρος των γνωστών «μυρμηγκιών». Πρέπει να αποφασίσουμε ότι το επίπεδο της ζωής μας σε εθνικό επίπεδο θα πρέπει να είναι ανάλογο της παραγωγικότητάς μας».
Χ.Γ.: «Με άλλα λόγια, απαιτείται να κατατεθεί οδικός χάρτης εξόδου από την κρίση και εθνικό σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης. Θεωρώ όμως ότι θα πρέπει να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές και να συνεχισθεί η δημοσιονομική πειθαρχία έτσι ώστε η χώρα να μπορέσει να σταθεί στις δικές της δυνάμεις και να επιστρέψει σε σύντομο χρονικό διάστημα στις διεθνείς αγορές».

Πώς πιστεύετε ότι πρέπει να είναι η δημόσια διοίκηση στο μέλλον;
Σ.Μ.: «Απαιτείται συνέχεια της δημόσιας διοίκησης χωρίς παρεμβάσεις του πολιτικού συστήματος. Οταν υλοποιηθεί αυτή η μεταρρύθμιση, η αποτελεσματικότητα του κράτους θα βελτιωθεί ραγδαία. Ο δημόσιος υπάλληλος οφείλει να κάνει σωστά τη δουλειά του, σύμφωνα με τους νόμους. Πρέπει να έχει εδραιωμένη πεποίθηση ότι θα αξιολογηθεί η δουλειά του και όχι τα πολιτικά του πιστεύω. Οι ομάδες των δημοσίων υπαλλήλων που τη μια περίοδο ήταν «παράγοντες» και την άλλη «διωχθέντες» δεν μπορούν να δώσουν προστιθέμενη αξία στη σημερινή και στη μελλοντική δημόσια διοίκηση».
O πρώην υπουργός Οικονομικών Βαρουφάκης ομολόγησε ότι είχε συγκροτήσει επιτροπή ειδικών για να εκδώσει IOUs. Το Γενικό Λογιστήριο γνώριζε ή είχε συμμετοχή σε αυτό το σχέδιο, το επονομαζόμενο Plan B;
Σ.Μ.: «Οι υπηρεσίες του ΓΛΚ δεν γνώριζαν και επομένως δεν συμμετείχαν σε τέτοιο σχέδιο. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί σε όλους όσοι δεν το αντιλαμβάνονται ότι η αλλαγή νομίσματος απαιτεί (σ.σ.: εκτός από τους νόμους) προσαρμογή διαδικασιών, πληροφορικών συστημάτων και πολλά άλλα. Ας θυμηθούν ότι για τη μετάβαση από τη δραχμή στο ευρώ απαιτήθηκε διετής προετοιμασία».
Εχετε συνεργαστεί με πολλούς υπουργούς, αναπληρωτές, υφυπουργούς. Ποια είναι η εμπειρία σας;
Σ.Μ.: «Ναι, με πολλούς. Κάποιοι δούλεψαν σκληρά και άφησαν πίσω τους «θετικό αποτύπωμα». Κάποιοι δεν κατάλαβαν ούτε τι κάνει το ΓΛΚ».

Με τα επιτελεία τους;
Σ.Μ.: «Συνήθως βρίσκουμε τις αναγκαίες ισορροπίες. Υπάρχουν δύο κατηγορίες συμβούλων υπουργών. Η μία αφορά ανθρώπους που έχουν διάθεση ουσιαστικής συνεργασίας και που πραγματικά φέρνουν φρέσκες ιδέες. Η δεύτερη αποτελείται από αλαζόνες που μεθούν από τη γειτνίαση με την εξουσία και παρεμβαίνουν απρόσκλητα στο έργο της διοίκησης, δημιουργούν προβλήματα και στο τέλος εξαφανίζονται διότι βεβαίως εκ του ρόλου τους δεν φέρουν καμία ευθύνη».
Αν υπήρχε μόνιμος υπουργός Προϋπολογισμού, η διαχείριση των δημοσίων οικονομικών θα είχε απεμπλακεί από τον πολιτικό κύκλο;
Σ.Μ.: «Και στο παρελθόν έχει ξαναγίνει αυτή η συζήτηση. Ομως η δημοσιονομική πολιτική μιας κυβέρνησης αποτελεί τη βάση για όλες τις πολιτικές που θα αναπτύξει στη θητεία της. Αρα η λύση του προβλήματος είναι η συναίνεση στους βασικούς δημοσιονομικούς μεσοπρόθεσμους στόχους, στο φορολογικό πλαίσιο και στις οροφές δαπανών των υπουργείων και όχι απαραίτητα ο μόνιμος υπουργός Προϋπολογισμού».

Στις Βρυξέλλες λένε ότι η Ελλάδα διαθέτει το πιο σύγχρονο σύστημα παρακολούθησης του προϋπολογισμού.
Χ.Γ.: «Η χώρα έχει εφαρμόσει ένα από τα πιο σύγχρονα συστήματα παρακολούθησης της υλοποίησης του προϋπολογισμού, καθώς και της δημοσιοποίησης των δημοσιονομικών στοιχείων. Ολα τα στοιχεία δημοσιεύονται σε μηνιαία βάση και παρακολουθούμε κάθε τρίμηνο ακόμη και τα νομικά πρόσωπα με προϋπολογισμό άνω των 10 εκατ. ευρώ».

Τι άλλαξε;
Οι πιο μεγάλες αλλαγές είναι το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, δηλαδή ο τετραετής δημοσιονομικός προγραμματισμός. Εμφαση δίνεται πλέον και στον προϋπολογισμό της γενικής κυβέρνησης που περιλαμβάνει 1.600 φορείς (κράτος, ΟΤΑ, ασφαλιστικά ταμεία, νοσοκομεία, νομικά πρόσωπα, ΔΕΚΟ). Παρακολουθούμε, δηλαδή, και εκείνους τους φορείς που στο παρελθόν παρουσίαζαν μυστηριώδεις «άσπρες» και «μαύρες» τρύπες. Μεγάλη σημασία έχει ο θεσμός προϊσταμένων οικονομικών υπηρεσιών. Πλέον ένα πρόσωπο, μία υπηρεσία έχει την ευθύνη των οικονομικών του φορέα. Κανείς δεν μπορεί να αναλάβει υποχρεώσεις αν δεν έχει εξασφαλίσει τους σχετικούς πόρους».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ