Επειτα από πέντε μήνες κακών και εντέλει ατελέσφορων διαπραγματεύσεων η χώρα εξήλθε, με ευθύνη της κυβέρνησης, του προγράμματος που την προστάτευε, τελεί πλέον σε καθεστώς οιονεί χρεοκοπίας και την Κυριακή οδεύει προς ένα διχαστικό δημοψήφισμα, με ξεπερασμένο εκ των συνθηκών ερώτημα, διακινδυνεύοντας στην κυριολεξία να συντριβεί οικονομικά, να χάσει τη θέση της στην Ευρώπη και να εκτεθεί έτσι σε μοναδικούς κινδύνους, ικανούς να υπονομεύσουν την εθνική ασφάλεια και την κοινωνική συνοχή.
Κοινή είναι η πεποίθηση ότι η κυβέρνηση Τσίπρα κατελήφθη από το σύνδρομο των μακροχρόνιων διαπραγματεύσεων του Κυπριακού, σύμφωνα με το οποίο κάθε επόμενη πρόταση ήταν χειρότερη από την προηγούμενη.
Από την εκλογή του και την ανάληψη της πρωθυπουργίας ο κ. Τσίπρας επέλεξε στρατηγική σκληρής πολιτικής διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και τους δανειστές, εκτιμώντας λανθασμένα ότι οι άλλοι θα υποχωρήσουν υπό την πίεση της ελληνικής απειλής για μη αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων.
Η μεγάλη πλάνη

Στηρίχθηκε ο κ. Τσίπρας στην πλάνη ότι οι αγορές θα τρομάξουν και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα κλονισθούν από την πυροδότηση μιας ενδεχόμενης νέας κρίσης χρέους. Και βεβαίως αγνόησε τις πολλές προειδοποιήσεις από πολιτικούς, τραπεζικούς και επιχειρηματικούς παράγοντες, οι οποίοι του επισήμαιναν ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εργάζονται βάσει απαραβίαστων αρχών και κανόνων, τους οποίους αν αγνοήσει θα κινδυνεύσει να αντιμετωπίσει σοβαρότατες οικονομικές συνέπειες.
Επίσης, ο Πρωθυπουργός δεν έλαβε υπόψη ότι η Ευρώπη, από την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης το 2009, είχε οχυρωθεί επαρκώς και διαμορφώσει ισχυρούς αμυντικούς μηχανισμούς, ικανούς να την προστατεύσουν από μια προαναγγελθείσα ελληνική παρεκτροπή, σαν αυτή που επιχείρησε και ο Γιώργος Παπανδρέου το 2011.
Στη βάση της πολιτικής αντιπαράθεσης ακόμη υποεκτίμησε το τεχνικό μέρος της διαπραγμάτευσης, δεν προετοιμάστηκε αναλόγως και βάδισε τον δρόμο μιας άγονης σύγκρουσης, χωρίς κατάλληλες επεξεργασίες και τη γνώση που απαιτούσε η διαχείριση του ελληνικού προβλήματος.
Τη στρατηγική της έντασης στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους υπηρέτησε σε υπερθετικό βαθμό ο επιλεγείς από τον Πρωθυπουργό για τη θέση του υπουργού Οικονομικών κ. Γιάνης Βαρουφάκης.
Από την αρχή ο νέος υπουργός Οικονομικών υπήρξε εριστικός με τους συναδέλφους του, συγκρούστηκε με τον Γερούν Ντάισελμπλουμ στην πρώτη επαφή που είχαν στην Αθήνα και διαμόρφωσε περιβάλλον γενικευμένης έντασης.
Γοητεύθηκε ακολούθως από το μεγάλο ενδιαφέρον που έδειξαν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης για τη σχεδόν εξωτική προσωπικότητά του, αλλά βαθμιαία έχασε τη λάμψη του, αυτοδιαψεύστηκε άπειρες φορές και τούτες τις μέρες κατέληξε αναξιόπιστος, ιδιαιτέρως μετά την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, τους οποίους διέψευδε κατηγορηματικά ως την τελευταία ώρα.
Οι κακές γλώσσες λένε ότι ο κ. Βαρουφάκης «κλώτσησε» ή καλύτερα υπονόμευσε συστηματικά άπειρες ευκαιρίες για συμφωνία. Ακόμη και όταν ετέθη εκτός της διαπραγμάτευσης συνέχισε να τορπιλίζει τις συνομιλίες και να υπονομεύει συστηματικά τον υφιστάμενό του Γ. Χουλιαράκη, που έπαιζε ρόλο ενδιαμέσου με τις ευρωπαϊκές Αρχές σε τεχνικό επίπεδο.
Χωρίς προετοιμασία

Το βέβαιο είναι ότι ο κ. Βαρουφάκης ούτε μια στιγμή δεν προσήλθε συστηματικά προετοιμασμένος στις διαπραγματεύσεις. Πάντα πήγαινε με ελάχιστα χαρτιά, με αόριστα κείμενα και χωρίς αξιόπιστα και επεξεργασμένα νούμερα.
Το ίδιο και ο Πρωθυπουργός. Ως χαρακτηριστική περιγράφεται κάποια κρίσιμη συνάντηση με την καγκελάριο της Γερμανίας. Ο κ. Τσίπρας προσήλθε σε αυτήν με δυο-τρεις σελίδες αραιογραμμένες και η κυρία Μέρκελ με πλήρες σχέδιο 100 σελίδων. Κάπου εκεί εκρίθησαν τόσο η αξιοπιστία όσο και η διάθεση της ελληνικής πλευράς για οργανωμένες και ουσιαστικές διαπραγματεύσεις.
Εκτοτε τα πράγματα πήραν τη γνωστή αδιέξοδη τροπή. Υπερτίμησαν οι κυβερνώντες κάθε φορά τη δυνατότητα πίεσης προς την Ευρώπη και έτσι εξάντλησαν τον χρόνο. Και αυτή την πρόταση ύστατης ευκαιρίας που προσέφερε ο Γιούνκερ την απέρριψαν και προτίμησαν τη σύγκρουση.
Κακά τα ψέματα, η στρατηγική που επέλεξε ο κ. Τσίπρας και υπηρέτησε με ιδιότυπο τρόπο ο κ. Βαρουφάκης, κατέρρευσε στην κυριολεξία με τη διακοπή των διαπραγματεύσεων και την επιλογή του δημοψηφίσματος.
Αλλά και πάλι εξαιτίας της έλλειψης προετοιμασίας θεώρησαν ότι θα έχουν την άνεση της χρηματοδοτικής βοήθειας για την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος. Εκτίμησαν λάθος τις προθέσεις του Μάριο Ντράγκι, υποτίμησαν για ακόμη μια φορά τους περιορισμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και αγνόησαν τις συνέπειες του καθεστώτος χρεοκοπίας που αυτόματα θα επέφεραν η μη πληρωμή των δόσεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και η εκπνοή της παράτασης του ευρωπαϊκού προγράμματος.
Αιφνιδιάστηκαν οι κ.κ. Τσίπρας και Βαρουφάκης με το κλείσιμο των τραπεζών και την επιβολή των capital controls, δεν τους πέρασε ούτε μια στιγμή από το μυαλό ότι θα πάνε στο δημοψήφισμα με ουρές συνταξιούχων έξω από τα τραπεζικά υποκαταστήματα και τον κόσμο να αγωνιά πραγματικά πια για τους μισθούς, τις συντάξεις και τις καταθέσεις.
Τα σενάρια

Το αδιέξοδο του κ. Τσίπρα είναι μοναδικό αυτή τη στιγμή. Εγκλωβίστηκε σε ένα δημοψήφισμα-παρωδία που έχει ξεπεραστεί από τα γεγονότα. Η συμφωνία που καλείται να κρίνει ο ελληνικός λαός δεν υφίσταται και ο ίδιος γνωρίζει ότι σε κάθε περίπτωση η χώρα θα βγει πληγωμένη.
Στην περίπτωση του «Οχι» οι εταίροι θα κρίνουν ότι ο ελληνικός λαός δεν θέλει να συνεχίσει στη ζώνη του ευρώ και ο «αναξιόπιστος» για τους Ευρωπαίους κ. Τσίπρας θα πρέπει να αποδεχθεί απείρως χειρότερη συμφωνία από αυτή που έθεσε στην κρίση του ελληνικού λαού για να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη τους.
Για να μην πούμε ότι με τη στάση του θα ενισχύσει τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που θεωρεί ότι η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα ενισχύσει παρά θα βλάψει το ευρώ και μαζί θα ευνοήσει τις διαδικασίες εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Κατά μία εκδοχή, τυχόν επικράτηση του «Οχι» θα οδηγήσει, με συνοπτικές διαδικασίες, σε σύνοδο κορυφής, η οποία θα συζητήσει την αποκοπή της Ελλάδας από την ευρωζώνη.
Εν τω μεταξύ εδώ θα έχει επέλθει το χάος. Θα έχουν ενεργοποιηθεί οι ρήτρες χρεοκοπίας, τα δανεικά του προγράμματος θα γίνουν απαιτητά, οι τράπεζες θα κλείσουν οριστικά, οι καταθέσεις θα χαθούν, η οικονομία θα σβήσει, ο κόσμος θα ξεσηκωθεί και είναι αμφίβολο αν τα ελικόπτερα θα έχουν καύσιμα να παραλάβουν και να σώσουν την ηγεσία της κυβέρνησης από το εξαγριωμένο πλήθος.
Στην περίπτωση του «Ναι» η αναβίωση των διαπραγματεύσεων πάλι δεν θα είναι απλή, καθώς οι τελευταίες εξελίξεις έχουν διαμορφώσει νέα απροσδιόριστη για την ώρα βάση. Αυτή πρέπει να διακριβωθεί, να μετρηθούν οι νέες ανάγκες και να κατασκευασθεί ένα νέο πρόγραμμα ικανό να καλύψει τα διευρυμένα δημοσιονομικά και χρηματοδοτικά κενά. Και σίγουρα θα χρειασθεί μια νέα κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας ικανή να οργανώσει και να φέρει εις πέρας τις δύσκολες διαπραγματεύσεις.
Ολα ανοιχτά

Χωρίς αμφιβολία το «Οχι» θα οδηγήσει σε περιπέτειες ανείπωτες, η χώρα θα κινδυνεύσει να περιπέσει σε συνθήκες βορειοαφρικανικής χώρας, για να καταλήξει στο τέλος, κάτω από άγνωστες πολιτικές συνθήκες, απομονωμένη και περίκλειστη, με μια ευτελισμένη δραχμή. Στην περίπτωση του «Ναι» τα μέτρα είναι επίσης βέβαια, αλλά τουλάχιστον θα υπάρχει η ελπίδα επανόδου στην κανονικότητα και διατήρησης της θέσης της στην Ευρώπη και στον σύγχρονο κόσμο.
Ολα λοιπόν θα κριθούν την Κυριακή, σε μια διχαστική εκλογική μάχη που παραμένει ανοιχτή και απολύτως κρίσιμη για το μέλλον της χώρας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ