Το βαρύ κλίμα και το «τείχος» με το οποίο βρέθηκε αντιμέτωπος ο Πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας κατά τη διάρκεια των πολύωρων και εν πολλοίς άκαρπων συναντήσεων των Βρυξέλλων την Τετάρτη και έως τα ξημερώματα της Πέμπτης καταδεικνύουν ότι τα περιθώρια του συμβιβασμού μεταξύ Αθήνας και δανειστών έχουν πλέον περιοριοστεί σε δραματικό βαθμό.

Οι συζητήσεις θα συνεχιστούν από τις 6 το πρωί τοπική ώρα, με μία νέα συνάντηση των τεχνικών κλιμακίων και ο κ. Τσίπρας έχει ένα νέο ραντεβού με τους επικεφαλής των θεσμών στις 9, σε μία τελική ίσως απόπειρα εξεύρεσης διεξόδου και υπό την πίεση ενός τελεσιγράφου που επιδόθηκε από το βράδυ της Τετάρτης. Εν όψει αυτών των συναντήσεων οι συνεργάτες του Πρωθυπουργού μετέδιδαν πάντως τα ξημερώματα της Πέμπτης ότι η κυβέρνηση παραμένει αμετακίνητη στις θέσεις της…

Σύμφωνα με ενδείξεις και πληροφορίες, πέραν του γεγονότος ότι οι ελληνικές προτάσεις συνάντησαν αντιδράσεις επί της ουσίας, αυτό που φάνηκε ήταν η κατάρρευση της εντύπωσης περί του διχασμού στους κύκλους των πιστωτών.
Η απόπειρα αξιοποίησης ενός φημολογούμενου ρήγματος στις γραμμές των πιστωτών και ειδικώς μεταξύ Επιτροπής και ΔΝΤ έπεσε στο κενό.

Αποτέλεσμα ήταν να προβάλλονται σθεναρές αντιδράσεις στην απόπειρα της κυβέρνησης να θέσει ζήτημα αναδιάρθρωσης του χρέους μέσω της επιδιωκώμενης ανάληψης μέρους του από τον EFSF και να μην γίνεται καν δεκτή μία εκ των προτέρων διατύπωση περί ελάφρυνσης, στο κείμενο της υπό συζήτηση συμφωνίας.

Το βασικό ζήτημα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος ο κ. Τσίπρας στον κύκλο αυτό των δραματικών συζητήσεων, οι οποίες έπειτα και από το πέρας της χθεσινοβραδινής νέας συνάντησής του με τους επικεφαλής των θεσμών θα συνεχιστούν από το πρωί της Πέμπτης και πιθανώς σε μία νέα έκτακτη σύνοδο της ευρωζώνης την Παρασκευή, ήταν το θέμα της αξιοπιστίας και της ικανότητας της κυβέρνησης να υλοποιήσει μία ενδεχόμενη συμφωνία.

Εξ ου και από το σύνολο των θεσμών επιδείχθηκε επιμονή στο θέμα των προαπαιτούμενων και της εφαρμογής μέτρων άμεσης αποτελεσματικότητας.

Υπό αυτές τις συνθήκες και ενώ στις Βρυξέλλες βρισκόταν το σύνολο της ηγεσίας της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου του Π. Καμμένου, αυτό που με βεβαιότητα διαφαίνεται ως έκβαση του συνεχιζόμενου θρίλερ των Βρυξελλών είναι μία αλυσίδα εξελίξεων στο πολιτικό σκηνικό στην Αθήνα.

Αυτές θα προσδιοριστούν κατ’ αρχάς από το αν θα υπάρξει τελικώς μία συμφωνία ή όχι. Στην περίπτωση της αρνητικής έκβασης, οι εξελίξεις θα είναι κατακλυσμιαίες καθώς η κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με την πτώχευση, ένα εξαντλημένο τραπεζικό σύστημα και ανυπολόγιστες περαιτέρω συνέπειες.

Σε περίπτωση ενός συμβιβασμού, ο οποίος υπό τις παρούσες συνθήκες ακόμη και αν επιχειρηθεί να παρουσιαστεί ως έντιμος, θα είναι από επώδυνος έως αιματηρός, θα φέρει κατά πάσα πιθανότητα την κυβέρνηση αντιμέτωπη με μία πλήρη κατάρρευση των γραμμών της και σε απεγνωσμένη αναζήτηση των τρόπων πολιτικής διαχείρισης.

Εφόσον το σενάριο αυτό επιβεβαιωθεί, θα πρέπει να αναμένονται έντονες και ταχείες διεργασίες εντός των αμέσως προσεχών ημερών, από τις οποίες θα φανεί κατά πόσον η κυβερνητική συνοχή και η συνοχή του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να διατηρηθούν υπό το βάρος μίας συμφωνίας, ή αν θα δρομολογηθούν εξελίξεις που θα σημάνουν απώλεια της πλειοψηφίας στη Βουλή και προκήρυξη εκλογών ή ακόμη και προσφυγής στις κάλπες λόγω οριστικής απομάκρυνσης του Αλ. Τσίπρα από τις προεκλογικές του εξαγγελίες.

Υστατη και -δεδομένων των συνθηκών – κεντρική επιδίωξη του κ. Τσίπρα φάνηκε πως ήταν τα ξημερώματα της Πέμπτης μία δέσμευση των δανειστών για αναχρηματοδότηση των ελληνικών δανείων και ειδικώς των ομολόγων που κατέχουν οι ευρωπαϊκές κέντρικές τράπεζες μέσω του EFSF, σε συνδυασμό με κάποια συγκεκριμένα μέσα χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας.

Ετσι ερμηνεύθηκε η παρουσία του επικεφαλής του EFSF Κλάους Ρέγκλινγκ στις συζητήσεις, χωρίς όμως να επιβεβαιώνεται από πουθενά ότι υπήρξε κάτι συγκεκριμένο προς αυτή την κατεύθυνση.

Δεδομένης της δυσμενούς θέσης στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική κυβέρνηση και της οριακής πίεσης που ασκείται πλέον στο τραπεζικό σύστημα, μία αναγκαστική συμφωνία δεν μπορεί ακόμη να αποκλειστεί αν και κατά ευρωπαϊκές πηγές θα πρόκειται για έκπληξη.

Τα αποτελέσματά της όμως εκτιμάται ότι θα είναι δυσβάστακτα στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο στην Ελλάδα.