Το 2001 χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για το πολιτικό σύστημα να πλήξει το πελατειακό κράτος. Κατά τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος προτάθηκε να θεσμοθετηθεί ενιαίος μισθός για το Δημόσιο με παράλληλη κατάργηση όλων των επιδομάτων. Το ΠαΣοΚ και η ΝΔ απέρριψαν την πρόταση που προήλθε από δικά τους στελέχη. Το ΠαΣοΚ ειδικά που ήταν κυβέρνηση εν όψει του έκτου συνεδρίου του κόμματος (Οκτώβριος 2001) υποσχέθηκε ότι θα εξομάλυνε τις μισθολογικές διαφορές υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Επρόκειται για το περίφημο επίδομα των 176 ευρώ, ένα από τα πολλά επιδόματα που άνοιξαν τις μαύρες τρύπες της χρεοκοπίας του κράτους και γέμισαν τα ταμεία των εργατολόγων. Η υπόθεση Κατρούγκαλου δεν είναι μοναδική. Είναι χαρακτηριστική του μεγάλου πάρτι που στήθηκε τη «χρυσή δεκαετία» 2000-2010 με τη βιομηχανία αγωγών κατά του κράτους. Μέσω δικαστικών αποφάσεων αυξάνονταν οι μισθοί και μονιμοποιούνταν οι υπάλληλοι στο Δημόσιο.
Η ιστορία του συγκεκριμένου επιδόματος είναι η ανατομία της σύγχρονης χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους. Η υπόσχεση του 2001 υλοποιήθηκε με περίπου 60 υπουργικές αποφάσεις, οι περισσότερες από τις οποίες εκδόθηκαν εντός του 2002 και επέκτειναν την παροχή σε διάφορες κατηγορίες και ειδικότητες υπαλλήλων διαφόρων υπουργείων, δήμων, ΝΠΔΔ, χωρίς να γίνεται διάκριση ως προς τη φύση, το είδος και τις συνθήκες εργασίας των υπαλλήλων.
Τα επιδόματα
Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι αρχικώς οι συνδικαλιστές ζήτησαν επίδομα 20.000 δρχ. αλλά η κυβέρνηση σε μια επίδειξη γαλαντομίας αποφάσισε να τους χορηγήσει επίδομα 60.000 δρχ. (ήτοι, 176 ευρώ). Την ίδια τακτική ακολουθούσε και η ΝΔ με τα επιδόματα και με τους συμβασιούχους, αλλά και η Αριστερά δεν παραπονέθηκε ποτέ.
Εκείνη την εποχή γιγαντώθηκε ο κύκλος εργασιών των δικηγορικών γραφείων που ασχολούνταν με εργατικές διαφορές. «Οποιος πήγαινε στα δικαστήρια τέτοιες υποθέσεις κέρδιζε» ομολογεί γνωστός εργατολόγος. Οι «τέτοιες υποθέσεις» ήταν ατομικές ή ομαδικές αγωγές δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι ζητούσαν να επεκταθεί και σε εκείνους το όποιο επίδομα ελάμβανε για τον οποιονδήποτε λόγο μια κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων. Στη συνέχεια τη σκυτάλη ελάμβαναν οι συνταξιούχοι που ζητούσαν αντίστοιχες προσαυξήσεις στις συντάξεις τους, οι εργαζόμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ακόμη και στις εταιρείες του Δημοσίου.
Σύντομα τα ελάχιστα γνωστά γραφεία έγιναν περίπου 50 και γύρω τους αναπτύχθηκαν πολλοί άλλοι, είτε ανεξάρτητοι είτε συνεργαζόμενοι κρυφά με τα μεγάλα ονόματα του χώρου. Οι επώνυμοι εργατολόγοι άρχισαν να εκπροσωπούν μεγάλες ομοσπονδίες και η άνθηση της ιδιωτικής τηλέορασης τους έδωσε το απαραίτητο βήμα για να διαφημίζονται και να αλιεύουν πελατεία.
Οι δικαστές, ο τρίτος πόλος του συστήματος, ακολουθούσαν στην πλειονότητά τους τη συλλογική πεποίθηση ότι όταν μπαίνεις στο Δημόσιο έτσι εξελίσσονται τα πράγματα. Αλλωστε οι δικηγόροι επέλεγαν με ποιες συνθέσεις θα δίκαζαν τις υποθέσεις τους κρίνοντας από το πόσο «φιλεργατικοί» ήταν οι δικαστές. Από το 2010 άλλαξε η στάση των δικαστηρίων και γίνονταν δεκτές οι αιτήσεις αναίρεσης του Δημοσίου, οπότε το κύμα των αγωγών κόπασε. Αυτό ως το 2012 που ο πέλεκυς των μνημονιακών περικοπών έπεσε και στο δικαστικό σώμα.
Με τον τρόπο αυτόν στήθηκε η μεγαλύτερη ρουσφετολογική μηχανή της Μεταπολίτευσης, το δομημένο και νομοθετημένο πελατειακό κράτος.
Τεράστια ποσά
Ο… κύκλος εργασιών είναι ιλιγγιώδης, μολονότι δεν έχει ποτέ μελετηθεί λεπτομερώς. Ως το 2012 είχαν κατατεθεί μόνο για το επίδομα των 176 ευρώ περί τις 28.888 ατομικές και 107.312 ομαδικές αγωγές.
Ο αριθμός των υπαλλήλων που το διεκδίκησαν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί καθώς είναι αδιευκρίνιστο πόσοι σωρεύονταν σε κάθε ομαδική αγωγή ούτε μπορεί να καθοριστεί το ακριβές ύψος των διεκδικούμενων ποσών επειδή τα αιτήματα κατετίθεντο σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και οι δίκες διαρκούσαν από δύο ως πέντε χρόνια.
Σε αδρές γραμμές, αν προσθέσει κανένας τις μεγάλες κατηγορίες υπαλλήλων της κεντρικής διοίκησης που διεκδίκησαν το επίδομα (εκπαιδευτικούς, εργαζομένους ΟΤΑ, νοσηλευτικό προσωπικό, υπαλλήλους υπουργείων) αθροίζονται 400.000 εργαζόμενοι. Και αν κάνει και τον πολαλλαπλασιασμό επί 12 μήνες, το ποσό φθάνει τα 500 εκατ. ευρώ ετησίως και είναι μόνο ένα τμήμα και όχι η συνολική επιβάρυνση του προϋπολογισμού. Ανάλογα ίσχυσαν και για τα υπόλοιπα επιδόματα που υπήρχαν στο Δημόσιο.
Αν δίπλα σε αυτόν τον τεράστιο αριθμό των αγωγών υπολογιστεί η αμοιβή που χρέωναν τα δικηγορικά γραφεία που αναλάμβαναν τις υποθέσεις αυτές, η οποία είναι κοινό μυστικό ότι τις καλές εποχές ήταν περί τα 500 ευρώ το άτομο αλλά στα χρόνια της κρίσης έχει πέσει ανάλογα με το υπόδικο αντικείμενο από 300 ως 100 ευρώ, ο λογαριασμός φουσκώνει με πολλά εκατομμύρια. Εχει ευφυώς λεχθεί ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που οι εργατολόγοι είναι πιο πλούσιοι από τους ποινικολόγους. Στις ομαδικές διεκδικήσεις των συνδικάτων η ταρίφα ήταν 1.500 ευρώ επειδή αυξάνονταν οι ομάδες πίεσης με τη συμμετοχή του συνδικαλιστικού φορέα, του εργατικού κέντρου, της ομοσπονδίας.
Οι φίρμες
Την τελευταία πενταετία η κρίση μπορεί να έριξε τις τιμές, όμως οι περικοπές εισοδημάτων και οι απολύσεις που έφερε το Μνημόνιο δημιούργησαν νέο λαμπρό πεδίο δράσης: δημοτικοί αστυνομικοί, σχολικοί φύλακες, υπάλληλοι υπουργείων ΑΕΙ και ΤΕΙ που τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, όλοι έλαβαν προσφορές από όλα τα γραφεία. Η αντιμνημονιακή ρητορική μετατράπηκε από ορισμένους σε πολιτικό μέσο προς άγραν πελατείας. Επιπλέον χρησιμοποιήθηκαν δορυφορικά, δήθεν ανεξάρτητα, μικρότερα γραφεία ώστε να μη μένει κανένας παραπονεμένος. Οσοι άντεχαν οικονομικά επέλεγαν τις φίρμες, οι υπόλοιποι βολεύονταν με φθηνότερη δικηγορική εκπροσώπηση. Από πολλές πλευρές και πολλές φορές έχουν διατυπωθεί ερωτήματα αν όλος αυτός ο πλούτος που συγκεντρώθηκε στα γνωστά δικηγορικά γραφεία έχει δηλωθεί στην Εφορία. Η απάντηση είναι εξίσου δαιδαλώδης όσο και οι υποθέσεις που χειρίστηκαν, τα συμφωνητικά με τα εργολαβικά έπρεπε να κατατεθούν στον Δικηγορικό Σύλλογο και στη συνέχεια στην Εφορία. Πόσα εργολαβικά κατατέθηκαν στην Εφορία τα προηγούμενα χρόνια και τι ποσά αφορούσαν μόνο μια επιφορτισμένη Αρχή μπορεί να τα ερευνήσει και να βρει απαντήσεις.
Ο διορισμός
Ολη αυτή η δραστηριότητα είναι νόμιμη και πολυδιαφημισμένη. Ενδεχομένως γι’ αυτό ο Γιώργος Κατρούγκαλος εμφανίζεται να μην αντιλαμβάνεται την ηθική διάσταση της προσωπικής του περιπέτειας, ότι δηλαδή δεν μπορεί ως υπουργός Εσωτερικών να αποφασίζει για υποθέσεις πρώην πελατών του, ούτε το πλήγμα που έχει επιφέρει στον σκληρό πυρήνα της νεοεκλεγμένης κυβέρνησης, στην προβαλλόμενη ηθική υπεροχή της. Αλλά και η κυβέρνηση δεν φαίνεται διατεθειμένη να υπερασπιστεί το πλεονέκτημά της: από 1ης Απριλίου αναλαμβάνει πρόεδρος του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ) ο εργατολόγος Τάσος Πετρόπουλος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ