Πόσοι γνωρίζουν ότι το εθνικό μας φαγητό δεν είναι ελληνικό αλλά… δανέζικο; Ο λόγος για το σουβλάκι, η πρώτη ύλη του οποίου, το χοιρινό κρέας, εισάγεται από τρεις μεγάλους παραγωγούς με έδρα τη Δανία, τη Γερμανία και την Ολλανδία. Από τις χώρες αυτές προέρχεται κατά κύριο λόγο το κρέας που τρώμε στα σουβλατζίδικα, καθώς οι μεγάλες ελληνικές εταιρείες που τροφοδοτούν τα καταστήματα με σουβλάκια και γύρο εισάγουν το χοιρινό από τις χώρες αυτές. Οσοι λοιπόν κουνούν το δάχτυλο στους εταίρους μας για τη στάση που κρατούν στο θέμα των διαπραγματεύσεων ή ο ένας στους τρεις Ελληνες που υποστηρίζει ότι προτιμά την επιστροφή στη δραχμή από το Μνημόνιο, καλό είναι να γνωρίζουν ότι αν φύγουμε από το ευρώ δεν θα έχουμε να φάμε ούτε σουβλάκι!
Αρνητικό ισοζύγιο


Και τούτο για τον πολύ απλό λόγο ότι κάθε χρόνο καταναλώνουμε περί τους 300.000 τόνους χοιρινό από τους οποίους τους 190.000 εισάγουμε. Με άλλα λόγια, ξοδεύουμε περί το μισό δισ. ευρώ για να εισάγουμε το κρέας από το οποίο γίνονται το σουβλάκι και ο γύρος!
Συνολικά, για εισαγωγές κρέατος δαπανούμε πάνω από 1 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το 2013 οι εισαγωγές κρέατος ανήλθαν σε 1,11 δισ. ευρώ και σε ανάλογα επίπεδα εκτιμάται ότι κινήθηκαν το 2014. Για να αντιληφθούμε σε τι αναλογούν τα παραπάνω νούμερα αρκεί μια σύγκριση με τις ελληνικές εξαγωγές. Το βασικό εξαγώγιμο προϊόν μας στα τρόφιμα είναι τα ψάρια. Ολη η βιομηχανία που έχει στηθεί γύρω από τις ιχθυοκαλλιέργειες κάνει κάθε χρόνο εξαγωγές αξίας περί τα 420 εκατ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές από το λάδι κυμαίνονται από 250 εκατ. ευρώ ως 400 εκατ. ευρώ, ανάλογα με τη χρονιά. Τα έσοδα από τα βασικά αυτά εξαγώγιμα προϊόντα μας δεν καλύπτουν τις ανάγκες για χοιρινό και μοσχαρίσιο κρέας.
Είναι λοιπόν προφανές ότι σε περίπτωση επιστροφής στη δραχμή «ούτε σουβλάκι δεν θα μπορούμε τα τρώμε» όπως αναφέρει ο Δηµήτρης Δαµιανίδης, διευθύνων σύµβουλος της εταιρείας Patafritas που διαθέτει αλυσίδα καταστημάτων στην Ελλάδα και παρουσία στο Λονδίνο όπου ταΐζει σουβλάκια τους Αγγλους.
Βασικοί προμηθευτές του χοιρινού που τρώμε στα σουβλατζίδικα όλης της χώρας είναι η δανέζικη Danish Crown, η οποία παράγει και εμπορεύεται χοιρινό και μοσχάρι σε όλο τον κόσμο με ετήσιο τζίρο που αγγίζει τα 8 δισ. ευρώ. Είναι η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή εταιρεία και η δεύτερη στον κόσμο στην παραγωγή χοιρινού. Επίσης συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μεγαλύτερους εξαγωγείς κρέατος παγκοσμίως και κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως στις εξαγωγές χοιρινού. Παράγει και διακινεί τα προϊόντα με το σήμα Tulip και βασικές αγορές της είναι η Βρετανία και η Ιαπωνία.
Η ολλανδική Vion, που είναι βασικός προμηθευτής της ολλανδικής και της γερμανικής αγοράς, όπου διαθέτει μονάδα παραγωγής. Εξάγει επίσης σε ευρωπαϊκές αγορές και παγκοσμίως και πραγματοποιεί ετήσιο τζίρο της τάξεως των 9,5 δισ. ευρώ.
Η γερμανική Τönnies, που είναι η μεγαλύτερη εταιρεία του κλάδου στη Γερμανία. Εχει διεθνή παρουσία και γραφεία σε 25 χώρες, ενώ διαθέτει μονάδα παραγωγής στη Δανία. Ο τζίρος της ανέρχεται σε 5,6 δισ. ευρώ ετησίως και το 50% προέρχεται από τις εξαγωγές της. Πρόκειται για οικογενειακή επιχείρηση που ελέγχει και την ποδοσφαιρική ομάδα Σάλκε, βασικός χορηγός της οποίας είναι η ρωσική εταιρεία Gazprom, καθώς ο πρόεδρος της Σάλκε Κλέμενς Τόνις διατηρεί στενές σχέσεις με τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν.
Από τις εταιρείες αυτές προμηθεύονται χοιρινό οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις που τροφοδοτούν με γύρο και σουβλάκια τα σουβλατζίδικα της χώρας. Οπως αναφέρει ο Νίκος Λούστας, διευθύνων σύμβουλος της «Μέγα Γύρος», μία από τις τρεις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου, η οποία προμηθεύει 1.000 σουβλατζίδικα σε όλη τη χώρα και έχει παρουσία στο εξωτερικό, «οι έλληνες παραγωγοί καλύπτουν περί το ένα τρίτο των αναγκών που έχουν τα σουβλατζίδικα». Εκτός από την αδυναμία των εγχώριων παραγωγών να καλύψουν τη ζήτηση, ο λόγος που κυριαρχούν οι ξένες εταιρείες είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, «οι σοβαρές υποδομές που διαθέτουν, οι οποίες εγγυώνται την ποιότητα του κρέατος, τη συνέπεια και την αξιοπιστία στη συνεργασία».
Τα αρνητικά της ΚΑΠ


Το έλλειμμα αυτάρκειας που παρατηρείται σε χοιρινό αλλά και στο μοσχαρίσιο κρέας, όπου εισάγουμε περί τους 140.000 τόνους μοσχαρίσιο κρέας κάθε χρόνο αξίας 400 εκατ. ευρώ, είναι αποτέλεσμα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Στον εσωτερικό καταμερισμό της παραγωγής της πάλαι ποτέ ΕΟΚ, οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά ανέλαβαν την παραγωγή κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων, τομέα στον οποίο διέθεταν συγκριτικό πλεονέκτημα και παράδοση και οι χώρες του Νότου στην παραγωγή ελαιολάδου, φρούτων και λαχανικών.
Συγκεκριμένα, το 1980, προτού μπούμε στην τότε ΕΟΚ, η αυτάρκεια της Ελλάδας σε χοιρινό είχε φθάσει στο 85% και σε μοσχαρίσιο κρέας στο 66%, ενώ σήμερα είναι 63% και 13% αντιστοίχως. Βεβαίως, τότε η κατά κεφαλήν κατανάλωση ήταν πολύ μικρότερη από τη σημερινή, σχεδόν η μισή. Σήμερα η Ελλάδα είναι η έβδομη χώρα στον κόσμο με τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν κατανάλωση κόκκινου κρέατος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Αντώνη Καφάτου κάθε Ελληνας καταναλώνει περίπου 100 κιλά κατά μέσο όρο κόκκινο κρέας κάθε χρόνο, τη στιγμή που οι Αμερικανοί, οι οποίοι θεωρούνται παραδοσιακά κρεατοφάγοι, καταναλώνουν 88 κιλά. Πριν από 60 χρόνια, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία η κατά κεφαλήν κατανάλωση κρέατος στην Κρήτη ήταν μόλις 13 κιλά τον χρόνο!


Η κυριαρχία του Βορρά
Η επιτυχία της Δανίας

Οι κοινοτικές επιδοτήσεις για την αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής παραγωγής έπιασαν τόπο στη Δανία, μια χώρα με μέγεθος ανάλογο με της Ελλάδας. Αντίθετα στη χώρα μας κατασπαταλήθηκαν, χωρίς κεντρικό σχεδιασμό και στόχο. Ετσι σήμερα δανέζικες εταιρείες κυριαρχούν πανευρωπαϊκά όχι μόνο στον τομέα του κρέατος αλλά και στα γαλακτοκομικά όπου κατέχουν ηγετική θέση στο βούτυρο (Lurpak) αλλά και στα τυριά, με απομιμήσεις φημισμένων τυριών, όπως ροκφόρ, μοτσαρέλα ή φέτα, τα οποία πωλούν σε πολύ φθηνότερες τιμές.
Μάλιστα, στον χώρο του τουρισμού στην Ελλάδα, πολλοί ξενοδόχοι και εστιάτορες σερβίρουν δανέζικο τυρί τύπου φέτα στους τουρίστες. Δηλαδή ο τουρίστας έρχεται στην Ελλάδα και απολαμβάνει δανέζικο βούτυρο στο πρωινό, δανέζικο τυρί στη μεσημεριανή του σαλάτα και δανέζικο κρέας στον γύρο του το βράδυ!
Βεβαίως, η ευρωπαϊκή πολιτική δεν εμποδίζει στο να ανοίξει κανείς χοιροτροφική μονάδα στην Ελλάδα. Εμπόδιο δεν είναι το θέμα του κόστους, καθώς, όπως αναφέρει ο κ. Λούστας, «οι τιμές των ελλήνων παραγωγών είναι ανταγωνιστικές με αυτές των μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών». Η δυσκολία στην επένδυση, όπως εξηγεί, έγκειται στο γεγονός ότι μια χοιροτροφική μονάδα είναι ρυπογόνος και η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού σημαίνει πως οποιοσδήποτε μπορεί να σταματήσει την επένδυση ή τη λειτουργία της μονάδας προσφεύγοντας στα δικαστήρια!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ