Με αφορμή τον εορτασμό της Ημέρας της Δημοκρατίας στο Αζερμπαϊτζάν, ο πρέσβης της χώρας στην Ελλάδα, κ. Rahman Mustafayev μιλάει στο vima.gr για την πρώτη Δημοκρατία στην Ανατολή.
– κύριε Πρέσβη, στις 28 Μαΐου το Αζερμπαϊτζάν γιορτάζει την εθνική εορτή, την Ημέρα της Δημοκρατίας. Πείτε μας λίγα λόγια για την ημερομηνία αυτή.
Η Ημέρα της Δημοκρατίας είναι η κύρια επίσημη αργία στη χώρα μας. Την ημέρα αυτή γιορτάζεται επισήμως η επέτειος της ανακήρυξης της Πρώτης Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν, την 28 Μαΐου 1918.
Η Δημοκρατία αυτή αποτέλεσε την πρώτη κοσμική δημοκρατική χώρα στη μουσουλμανική Ανατολή. Επιπλέον, ήταν η πρώτη Δημοκρατία στην Ανατολή με πολυκομματικό κοινοβούλιο, που είχε 10 παρατάξεις που αντιπροσώπευαν τα έξι κυριότερα πολιτικά κόμματα και όλες τις κυριότερες εθνικές μειονότητες της χώρας, δηλαδή τη Ρώσικη, τη Γερμανική, την Αρμενική, την Πολωνική, την Εβραϊκή και τη Γεωργιανή.
Με την ευκαιρία, ο νόμος για τις κοινοβουλευτικές εκλογές από τις 19 Νοεμβρίου 1918 έδωσε στις γυναίκες ίσα δικαιώματα ψήφου με τους άνδρες, για πρώτη φορά στον μουσουλμανικό κόσμο. Ακόμα και στην Ευρώπη εκείνη την εποχή υπήρχαν λίγες χώρες όπου η αρχή αυτή κατοχυρωνόταν από το δίκαιο.
– Πώς ήταν δυνατόν στο μουσουλμανικό Αζερμπαϊτζάν να εμφανίστηκε μια Δημοκρατία με πολυκομματικό κοινοβούλιο όπου οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα ψήφου;
Είναι μια ενδιαφέρουσα ερώτηση. Πράγματι, από την ένταξή του στη Ρωσική Αυτοκρατορία στις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι και το 1918 – δηλαδή για σχεδόν εκατό χρόνια – το Αζερμπαϊτζάν έχει κυρίως χρησιμοποιηθεί ως βάση που παρείχε πρώτες ύλες, όπως το πετρέλαιο, για την ανάπτυξη της ρωσικής οικονομίας.
Παρά το γεγονός ότι οι Αζέροι αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού της Ρωσικής Υπερκαυκασίας και τη βάση της οικονομίας της, η Καυκάσια διοίκηση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας περιόριζε την πρόσβαση των Αζέρων σε δημόσιες υπηρεσίες, στις οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες, στην εκπαίδευση, στη στρατιωτική θητεία, δίνοντας προτεραιότητα στους Αρμένιους και τους Γεωργιανούς.
Τα Αζερικά εδάφη του Νοτίου Καυκάσου κατοικήθηκαν στην πλειοψηφία τους από τους Αρμένιους μετανάστες που προήλθαν από την Οθωμανική και Περσική αυτοκρατορία. Σύμφωνα με την επίσημη ρωσική στατιστική αρχή, στις αρχές του 19ου αιώνα, στα προσαρτημένα από την Ρωσία εδάφη του Αζερμπαϊτζάν, ζούσαν λιγότεροι από 10 χιλιάδες Αρμένιοι, ενώ το 1846 υπήρχαν ήδη 200.000 και το 1897 υπήρχαν πάνω από 1,1 εκατομμύρια άτομα.
Ταυτόχρονα, η ένταξη στη Ρωσική Αυτοκρατορία – σε μία από τις κορυφαίες ευρωπαϊκές δυνάμεις – επέτρεψε στους Αζέρους να χρησιμοποιούν τα επιτεύγματα της ρωσικής επιστήμης και του πολιτισμού, όσο και τις ευρωπαϊκές αξίες, την εμπειρία και τη γνώση. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, χάρη στις προσπάθειες των ντόπιων διανοουμένων, αναπτυσσόταν ενεργά ο Αζερικός πολιτισμός και η τέχνη, η γλώσσα και η λογοτεχνία, η δημοσιογραφία. Το 1847 στο Μπακού άνοιξε το πρώτο στην Ανατολή εκπαιδευτικό ίδρυμα για γυναίκες, το 1873 ιδρύθηκε το Εθνικό Θέατρο, το 1875 κυκλοφόρησε η εθνική εφημερίδα. Το 1908 δημιουργήθηκε από τον Αζέρο συνθέτη, Uzeyir Hajibeyli, η όπερα «Λεϊλί και Μετζνούν», με την οποία ξεκίνησε η ιστορία της όπερας σε όλη την μουσουλμανική Ανατολή.
Ως αποτέλεσμα, στα τέλη του 19ου αιώνα, το Μπακού έγινε όχι μόνο το μεγαλύτερο πετρελαϊκό και βιομηχανικό κέντρο, αλλά και το πολιτιστικό κέντρο της Ρωσίας .
Οι ηγέτες της Πρώτης Δημοκρατίας, ανάμεσα τους ο επικεφαλής του Κοινοβουλίου Topchibashev, ο πρώτος πρωθυπουργός Khan-Khoyski, ο επικεφαλής του ηγετικού κόμματος «Musavat» Rasulzade και οι άλλοι εκπρόσωποι της, σπούδασαν στα κορυφαία Ρωσικά και Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και απέκτησαν πολιτική εμπειρία στο Κοινοβούλιο και τα πολιτικά κόμματα της Ρωσίας. Παρεμπιπτόντως, οι Αζέροι πολιτικοί και βουλευτές διαδραμάτισαν ηγετικό ρόλο στο Ρωσικό μουσουλμανικό κίνημα. Για παράδειγμα, ο Γάλλος ιστορικός Vincent Fournier έγραψε στο βιβλίο του, που δημοσιεύθηκε στο Παρίσι το 1992, ότι ο Topchibashev «έθεσε τα θεμέλια για μια ριζική αναδιάρθρωση της εθνικής συνείδησης των Ρώσων μουσουλμάνων«.
Στις αρχές του 20ου αιώνα στην κοινωνία του Αζερμπαϊτζάν εμφανίστηκαν τα ιδεολογικά κινήματα του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού που μαζί με τον εθνικισμό και τον Ισλαμισμό αποτέλεσαν τη βάση της κοσμικής ιδεολογίας της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν.
Έτσι, οι Αζέροι ήταν προετοιμασμένοι στην προκήρυξη της ανεξαρτησίας τόσο οικονομικά και πολιτικά όσο και πολιτισμικά και πνευματικά.
– Ποια ήταν η τύχη της Πρώτης Δημοκρατίας ;
Δυστυχώς, η Πρώτη Δημοκρατία είχε μια σύντομη ζωή – μόλις 23 μήνες. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κατάφερε να κάνει πολλά. Στις 7 Δεκεμβρίου ξεκίνησε να λειτουργεί το Κοινοβούλιο, το οποίο μέσα σε 17 μήνες ενέκρινε 230 νόμους. Δημιουργήθηκε ο εθνικός κρατικός μηχανισμός και ο στρατός ενώ το 1919 άνοιξε η Φιλαρμονική και το Κρατικό Πανεπιστήμιο του Μπακού. Το Αζερμπαϊτζάν απέκτησε την κυριαρχία επί του πετρελαίου του, τα έσοδα του οποίου χρησιμοποιήθηκαν προς το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, της επιστήμης και της εκπαίδευσης. Μεταξύ των άλλων, οι Αζέροι φοιτητές απέκτησαν τη δυνατότητα να σπουδάσουν σε έγκριτα πανεπιστήμια της Ευρώπης.
Στο εξωτερικό άνοιξαν οι Πρεσβείες του Αζερμπαϊτζάν, ενώ στο Μπακού λειτουργούσαν διπλωματικές και προξενικές αρχές των κορυφαίων χωρών του κόσμου, ανάμεσα τους και η Ελλάδα. Ο στόχος της εξωτερικής πολιτικής της νεαρής Δημοκρατίας ήταν να εξασφαλιστεί η αναγνώριση της στη Συνδιάσκεψη ειρήνης των Παρισίων (1919-1920), η ανάπτυξη των σχέσεων με τις γειτονικές χώρες και με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Στις αρχές του 1920 ξεκίνησαν εμπορικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία, την Ιταλία, το Ιράν και άλλες χώρες.
Ήταν ένα κράτος που αναζητούσε την ειρήνη και την πρόοδο και ως εκ τούτου τιμόταν ιδιαίτερα από ευρωπαίους εκπροσώπους. Για παράδειγμα, ο διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ στο Μπακού, Βρετανός στρατηγός Thomson, το Νοέμβριο του 1918, στο τηλεγράφημά του στο Λονδίνο σημείωσε ότι ο επικεφαλής της κυβέρνησης, Khan Khoyski, είναι «ένας ευφυής άνθρωπος, δικηγόρος, που δημιούργησε με δεξιοτεχνία την ιδανική δομή του κράτους, την καλύτερη από όλες που γνωρίζουμε στον Καύκασο«. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1919 ο Βρετανός στρατιωτικός δημοσιογράφος Scotland Liddell, απεσταλμένος στο Μπακού, έγραψε σε άρθρο του ότι «το κράτος του Αζερμπαϊτζάν αποτελεί σήμερα ένα παράδειγμα για όλους τους άλλους λαούς της Υπερκαυκασίας«. Ο Oliver Wardrop, Ύπατος Αρμοστής της Βρετανίας στον Καύκασο, ανέφερε στο Λονδίνο στις 2 Οκτωβρίου του 1919 για τους υπουργούς της κυβέρνησης του Αζερμπαϊτζάν: «Τα πάνε καλά με τη δουλειά τους. Όπως όλοι οι αξιοπρεπείς άνθρωποι, θέλουν να πάρουν τη θέση τους σε ένα καινούργιο κόσμο που χτίζεται«.
Την ίδια στιγμή, όσον αφορά την Αρμενία, παρά τα συναισθήματα της χριστιανικής αλληλεγγύης με αυτήν και την ισχυρή αρμενική προπαγάνδα στην Ευρώπη, η στάση της Βρετανίας απέναντι της ήταν αρνητική. Απαντώντας στην έκκληση των αρμένιων ηγετών να στηρίξουν τη δημιουργία της «Μεγάλης Αρμενίας» από «τη Μεσόγειο μέχρι την Κασπία Θάλασσα,» ο επικεφαλής της βρετανικής διπλωματίας, Λόρδος George Curzon, δήλωσε τον Ιούνιο του 1920 τα εξής: «Περιμένουμε από σας τη συγκεκριμένη εποικοδομητική διοικητική δουλειά στο εσωτερικό της χώρας και όχι σκέτη εξωτερική πολιτική που βασίζεται αποκλειστικά στην προπαγάνδα και τη ζητιανιά«.
4. Ποιοι ήταν οι λόγοι της πτώσης της Δημοκρατίας;
Δυστυχώς, η Ανεξαρτησία δε σώθηκε – στις 28 Απριλίου 1920 το έδαφος του Αζερμπαϊτζάν καταλήφθηκε από τον 11ο Κόκκινο Στρατό της Σοβιετικής Ρωσίας των Μπολσεβίκων. Πως φτάσαμε όμως σε αυτό το σημείο;
Πρώτα απ ‘όλα, κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου 1918 – 1920, το Αζερμπαϊτζάν βρισκόταν στη μέση της σφοδρής διαμάχης ανάμεσα στη Σοβιετική Ρωσία και τις χώρες της Αντάντ για το πετρέλαιο του Μπακού και την επιρροή στον Καύκασο. Η διαμάχη αυτή, που είχε και διπλωματικό και στρατιωτικό χαρακτήρα, έκανε πιο αδύναμη τη νεαρή Δημοκρατία.
Επιπλέον, από τα μέσα του 1918, η Αρμενία διεξήγε συνεχώς επιθέσεις στις παραμεθόριες περιοχές του Αζερμπαϊτζάν, με σκοπό να του αποσπάσει το Ναχιτσεβάν, το Καραμπάχ και το Ζανγκεζούρ, των οποίων η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Αζέροι.
Και είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι στο Μπακού οι ντόπιοι κομμουνιστές ανέπτυσσαν την πολύ ενεργή ανατρεπτική δραστηριότητα με την υποστήριξη της μπολσεβίκικης κυβέρνησης της Μόσχας καθώς και των Αρμενικών εθνικιστικών οργανώσεων. Ο διοικητής των βρετανικών στρατευμάτων στα Βαλκάνια, στρατηγός Milne, σημείωσε σχετικά με το θέμα αυτό: «Ιδιαίτερα δυσάρεστη κατάσταση δημιουργούν οι Αρμένιοι του Μπακού… στηρίζουν τις διεκδικήσεις της Ρωσίας εις βάρος του Αζερμπαϊτζάν. Ο μοναδικός τους σκοπός είναι να βλάψουν τους Αζέρους, χέρι-χέρι με το Ρωσικό Εθνικό Συμβούλιο«.
Αλλά ο κύριος λόγος της πτώσης της Πρώτης Δημοκρατίας ήταν ότι την ανεξαρτησία της δεν μπορούσε να δεχθεί η Σοβιετική Ρωσία. Μόλις μια εβδομάδα μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας, ο ηγέτης της Σοβιετικής Ρωσίας, ο Λένιν, έγραψε στους συναδέλφους του στο Μπακού την ακόλουθη επιστολή: “… να προετοιμαστείτε πλήρως να κάψετε εντελώς το Μπακού«. Δηλαδή ήταν έτοιμος να καταστρέψει την πόλη και τους κατοίκους της, ώστε το πετρέλαιο του Μπακού να μην πάει στην ανεξάρτητη κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν. Σε απάντηση σε αυτή την τρομερή έκκληση, στις 23 Ιουνίου του 1918, ο ηγέτης των κομμουνιστών του Μπακού, Αρμένιος στην καταγωγή, Stepan Shaumyan, έγραψε: “Αν δεν καταφέρουμε να κρατήσουμε το Μπακού, θα ακολουθήσουμε τη συνταγή σας«. Ενώ ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Chicherin, το Ιούνιο 1918, στο τηλεγράφημα του προς τον Πρέσβη του στο Βερολίνο, Joffe, έγραψε ότι «απορρίπτουμε αυτές τις γελοίες Δημοκρατίες «.
Οι μπολσεβίκοι έβλεπαν το πετρέλαιο του Μπακού ως τη βάση της ρωσικής οικονομίας, ειδικότερα μετά τη σημαντική αποδυνάμωση της Σοβιετικής Ρωσίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Αλλά υπήρχαν και οι άλλοι λόγοι: ο έλεγχος του Μπακού και του Αζερμπαϊτζάν εξασφάλιζε τον έλεγχο επί του Καυκάσου, της Κασπίας Θάλασσας, παρείχε την πρόσβαση στην Τουρκία και το Ιράν καθώς και στην Κεντρική Ασία. Έτσι, η γεωπολιτική σημασία του Αζερμπαϊτζάν ήταν τεράστια.
– Και ποια ήταν η θέση των Μεγάλων Δυνάμεων;
Κατά την περίοδο από το 1918 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας των 1920 η θέση των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων – των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας – όσον αφορά την ανεξαρτησία του Αζερμπαϊτζάν αλλάζει ανάλογα με τη στάση τους απέναντι στη Σοβιετική Ρωσία.
Κατά το πρώτο στάδιο – από τα τέλη του 1917 έως τον Νοέμβριο του 1919 – οι χώρες της Αντάντ υπολόγιζαν ότι το κομμουνιστικό καθεστώς στη Ρωσία θα πέσει. Για το λόγο αυτό, στήριζαν στρατιωτικά και πολιτικά την αντιπολίτευση στη Ρωσία, δηλαδή τη Λευκή Φρουρά, ενώ ο διαχωρισμός των άλλων Δημοκρατιών από τη Ρωσία δεν ήταν ανάμεσα στους στόχους τους.
Στα τέλη του 1919 – αρχές του 1920, όταν στη Σοβιετική Ρωσία η αντιπολίτευση υπέστη τη στρατιωτική ήττα και το κομμουνιστικό καθεστώς της Ρωσίας απείλησε τις θέσεις του Λονδίνου και του Παρισιού στη Μέση Ανατολή, η διάθεση των συμμάχων άλλαξε. Η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία αποφάσισαν να στηρίξουν de facto την ανεξαρτησία του Αζερμπαϊτζάν και της Γεωργίας – και το έκαναν στις 11 Ιανουαρίου 1920 κατά τη Συνδιάσκεψη ειρήνης των Παρισίων (η Ιαπωνία προσχώρησε στην εν λόγω απόφαση στις 7 Φεβρουαρίου).
Αλλά από την άνοιξη του 1920 έγινε φανερό ότι οι χώρες αυτές δεν είχαν τη δυνατότητα να στηρίζουν την ανεξαρτησία του Αζερμπαϊτζάν μπροστά στο φάσμα της στρατιωτικής απειλής της Σοβιετικής Ρωσίας.
Επιπλέον, για κάθε μία από τις χώρες αυτές η ανάπτυξη των εμπορικών και πολιτικών σχέσεων με τη Μόσχα είχε υψηλότερη προτεραιότητα από το να στηρίζουν την ανεξαρτησία του Μπακού. Ένα ενδιαφέρον γεγονός: στις 28 Μαΐου 1920, δηλαδή ακριβώς ένα μήνα μετά την κατάληψη του Αζερμπαϊτζάν από το στρατό της Σοβιετικής Ρωσίας, η βρετανική κυβέρνηση ξεκίνησε στο Λονδίνο τις εμπορικές διαπραγματεύσεις με τη ρωσική αντιπροσωπεία. Η Αγγλία, που υπήρξε κορυφαίος ευρωπαίος παίκτης στην Υπερκαυκασία σε όλη την περίοδο της ανεξαρτησίας του Αζερμπαϊτζάν, δεν αντιτιθόταν στην κατοχή του Αζερμπαϊτζάν. Αλλά ως αντάλλαγμα απαίτησε από τη Ρωσία να μη διεκδικεί τις χώρες της παραδοσιακής βρετανικής σφαίρας επιρροής – την Τουρκία, το Ιράν, το Αφγανιστάν και την Ινδία.
– Πώς συμπεριφέρθηκε η Τουρκία, η οποία υπήρξε σύμμαχος του Αζερμπαϊτζάν;
Ο ρόλος του τουρκικού παράγοντα ήταν διφορούμενος. Κατά το πρώτο στάδιο, από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβριο του 1918, ο στρατός και οι ηγέτες της Τουρκίας έπαιξαν τεράστιο ρόλο στη σωτηρία των Αζέρων από την φυσική εξόντωση από τις ένοπλες δυνάμεις των Μπολσεβίκων και των Αρμενίων καθώς και στην απελευθέρωση, το Σεπτέμβριο του 1918, του Μπακού, που κατέστη η πρωτεύουσα της ανεξάρτητης Δημοκρατίας. Μην ξεχνάτε ότι οι Αζέροι το εν λόγω χρονικό διάστημα δεν είχαν δικό τους στρατό, ενώ οι Αρμένιοι και οι Ρώσοι μπολσεβίκοι είχαν καλά εξοπλισμένες ομάδες, συνολικού ύψους μέχρι 18.000 άτομα, με εμπειρία διεξαγωγής πολεμικών επιχειρήσεων που απέκτησαν κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στα μέτωπα της Μικράς Ασίας.
Την ίδια στιγμή οι Τούρκοι κομμουνιστές, που βρισκόταν στο Μπακού, συνεργάστηκαν στενά με τους ντόπιους και ρώσους κομμουνιστές και διεξήγαγαν προπαγάνδα κατά της ανεξαρτησίας της Πρώτης Δημοκρατίας. Τον Μάρτιο του 1920, το τουρκικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο λειτούργησε στο Μπακού, εξέδωσε ένα Ψήφισμα που ζητούσε «την κατάληψη του Μπακού από το Κόκκινο Στρατό«.
Με την ανάδειξη του Μουσταφά Κεμάλ και της κυβέρνησής του στο πολιτικό προσκήνιο της Τουρκίας, η στάση της χώρας σχετικά με την ανεξαρτησία του Αζερμπαϊτζάν άρχισε να αλλάζει. Για τους κεμαλιστές, η Σοβιετική Ρωσία ήταν η μόνη πηγή της στρατιωτικής και οικονομικής στήριξης. Ως εκ τούτου, το ανεξάρτητο Αζερμπαϊτζάν αποτελούσε πρόβλημα για αυτούς, ένα εμπόδιο – μιλώντας κυριολεκτικά και μεταφορικά – για την προσέγγιση και τη συνεργασία με τη Μόσχα. Στις 23 Απριλίου 1920 ο Μουσταφά Κεμάλ απαίτησε από την κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν «να αφήσει το Σοβιετικό στρατό να περάσει στα σύνορα της Τουρκίας για την υπεράσπιση από τις βρετανικές επιθέσεις«. Και στις 26 Απριλίου, στην πρώτη του επίσημη επιστολή προς την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ρωσίας, δεσμεύτηκε ακόμα και «να κάνει τη Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν να εισέλθει στον κύκλο των σοβιετικών κρατών«, ζητώντας ως αντάλλαγμα «πέντε εκατομμύρια τουρκικές λίρες σε χρυσό«, όπλα, πυρομαχικά, στρατιωτικό εξοπλισμό και υγειονομικό υλικό για τη «συνέχιση της κοινή μας πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό».
– Αναφέρατε τη σύγκρουση με την Αρμενία. Γιατί ήρθαν έτσι οι σχέσεις με τη χώρα αυτή;
Το θέμα είναι ότι η Αρμενία ανακηρύχθηκε ως κράτος το Μάιο του 1918 στο έδαφος της επαρχίας του Εριβάν, όπου διέμεναν πολλοί Αζέροι. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή της Ρωσίας από το 1917, εκεί ζούσανε 667.000 Αρμένιοι και 365.000 Αζέροι. Την ίδια στιγμή, στην πρωτεύουσα της Αρμενίας, στην πόλη Εριβάν και στα περίχωρά της οι Αρμένιοι ήταν ακόμα λιγότεροι από τους Αζέρους (69 χιλ. έναντι 73 χιλ.).
Για το λόγο αυτό, οι ηγέτες της Δημοκρατίας της Αρμενίας είχαν βάλει αμέσως ως στόχο να αλλάξουν τη δημογραφική ισορροπία υπέρ τους, τη δημιουργία μιας εθνικά καθαρής χώρα μέσω της απέλασης και τρομοκράτησης των Αζέρων, οι οποίοι σε πολλές περιοχές της Αρμενίας αποτελούσαν την πλειοψηφία. Αυτό διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι η Αρμενία είχε στρατό αφού στα τέλη του Δεκεμβρίου του 1917, αποφασίστηκε να δημιουργηθεί το αρμενικό στρατιωτικό σώμα που αριθμούσε τα 17.000 άτομα.
Αυτή η επιθετικότητα των αρμενικών αρχών κατά των Αζέρων είχε τόσο προφανή φύση ώστε ακόμη και ο Αρμένιος Κομμουνιστής, Ανναστάς Μικοϊάν, αναγκάστηκε να παραδεχτεί το 1919 ότι «ως αποτέλεσμα της πολιτικής αντίδρασης και της σοβινιστικής πολιτικής της αρμενικής κυβέρνησης, οι μουσουλμάνοι, που αποτελούσαν τα 2/5 του συνολικού πληθυσμού, όχι μόνο αποκλείστηκαν από κάθε είδους συμμετοχή στην κυβέρνηση και τη διοίκηση της χώρας, αλλά μαζί με τους ξένους στερήθηκαν τα δικαιώματά τους«.
Αλλά ο κύριος λόγος της σύγκρουσης με την Αρμενία, η οποία από τις αρχές του 1918 έως τα μέσα του 1920 είχε χαρακτήρα πολέμου, ήταν οι εδαφικές διεκδικήσεις των ηγετών της σχετικά με τα Αζερικά εδάφη του Αζερμπαϊτζάν – της Ναχιτσεβάν, του Ζανγκεζούρ και του Καραμπάχ, η πλειοψηφία των κατοίκων των οποίων ήταν οι Αζέροι. Φυσικά, αυτός ο πόλεμος και η επιθετικότητα από την πλευρά της Αρμενίας κατά τους πρώτους κιόλας μήνες της ανεξαρτησίας καθιστούσε αδύναμη τη νεαρή Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν.
– Πως έληξε η σύγκρουση αυτή;
Η σύγκρουση έληξε όταν στις 15 Αυγούστου του 1919 η Συνεδρίαση των Αρμενίων του Καραμπάχ συμφώνησε με τη διοικητική και πολιτιστική αυτονομία εντός του Αζερμπαϊτζάν. Και τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας για τους Αρμένιους του Ναγκόρνο Καραμπάχ δημιουργήθηκε μια Αυτόνομη Περιφέρεια στη σύνθεση του Αζερμπαϊτζάν.
Με την ευκαιρία, πολύ συχνά οι Αρμένιοι ιστορικοί και πολιτικοί ισχυρίζονται ότι δήθεν η σοβιετική ηγεσία, υπό την ηγεσία του Στάλιν, «πήρε» το Καραμπάχ από την Αρμενία και το «πρόσθεσε» στη σύνθεση του Σοβιετικού Αζερμπαϊτζάν. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται συχνά από την αρμενική προπαγάνδα για να δείξει ότι πριν γίνει Σοβιετικός ο Νότιος Καύκασος, το Καραμπάχ δήθεν αποτελούσε μέρος της Αρμενίας.
Η ιστορική αλήθεια είναι ότι το Καραμπάχ δεν μπορούσε να «προστεθεί» στη σύνθεση του Αζερμπαϊτζάν για έναν απλό λόγο – ήταν ήδη στη σύνθεσή του. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στις 5 Ιουλίου 1921, σε μια συνεδρίαση του Προεδρείου του Καυκάσου του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ήταν η υπέρτατη αρχή στον Καυκάσο), αποφασίστηκε να «παραμείνει» το Καραμπάχ στη σύνθεση του Αζερμπαϊτζάν. Παρακάτω παρουσιάζω το απόσπασμα από το εν λόγω έγγραφο, το οποίο βρίσκεται στο Ρωσικό Κρατικό Αρχείο Κοινωνικό-Πολιτικής Ιστορίας (φάκελος 64-2, υπόθεση 1, φύλλα 121-122): «Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη για την ειρήνη μεταξύ των μουσουλμάνων και των αρμενίων, τους οικονομικούς δεσμούς μεταξύ του Άνω και του Κάτω Καραμπάχ και τους μόνιμους δεσμούς του με το Αζερμπαϊτζάν, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ του Αζερμπαϊτζάν να παραμείνει εντός των ορίων του Αζερμπαϊτζάν και να του δοθεί μια ευρεία περιφερειακή αυτονομία«.
Μετά την απόδοση της αυτονομίας σε περίπου 100 χιλιάδες Αρμενίους στην περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ του Αζερμπαϊτζάν, οι σοβιετικές αρχές δεν έκαναν το ίδιο για τους περισσότερους από 350 χιλιάδες Αζέρους στην Αρμενία, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, βρισκόταν σε μια απολύτως απροστάτευτη θέση. Και οι δύο αποφάσεις αυτές έχουν οδηγήσει σε τραγικές συνέπειες για το λαό του Αζερμπαϊτζάν. Από τη μία πλευρά, η δημιουργία της αρμενικής αυτονομίας στο Ναγκόρνο Καραμπάχ οδήγησε στην ανάπτυξη των αυτονομιστικών συναισθημάτων μέσα στους κόλπους των Αρμενίων της περιοχής, που τελικά οδήγησε στον πόλεμο και τις εδαφικές διεκδικήσεις κατά του Αζερμπαϊτζάν.
Από την άλλη, η έλλειψη νομικής προστασίας των Αζέρων στην ίδια την Αρμενία οδήγησε στην μαζική απέλαση τους. Αρκεί να δει κανείς τη δυναμική της μείωσης του αριθμού των Αζέρων στην Αρμενία σύμφωνα με τα στοιχεία των δύο επίσημων εγγράφων – την τελευταία απογραφή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας του 1917 και την πρώτη απογραφή της ΕΣΣΔ του 1926. Η πρώτη εμφανίζει 365.000 Αζέρους, και η δεύτερη μόνο 77.000. Δηλαδή πάνω από 200 χιλιάδες άνθρωποι (λαμβάνοντας υπόψη την φυσική αύξηση του Αζερικού πληθυσμού για την εν λόγω περίοδο) έχουν πέσει θύματα της τρομοκρατίας και της απέλασης.
– Πόσο σημαντική είναι η εμπειρία της Πρώτης Δημοκρατίας για το σύγχρονο Αζερμπαϊτζάν;
Τόσο οι επιτυχίες, όσο και τα λάθη της Πρώτης Δημοκρατίας είναι ζωτικής σημασίας για την εσωτερική και την εξωτερική πολιτική του σύγχρονου Αζερμπαϊτζάν. Είμαστε στο επίκεντρο μιας γεωπολιτικά πολύ περίπλοκης περιοχής, που βρίσκεται στη διασταύρωση των ανταγωνιστικών συμφερόντων των παγκόσμιων και περιφερειακών δυνάμεων. Για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας και για την επιτυχή ανάπτυξη απαιτείται κοινωνική σταθερότητα, ισχυρή και διαφοροποιημένη οικονομία και ισορροπημένη εξωτερική πολιτική πολλαπλών κατευθύνσεων. Οι προτεραιότητες αυτές βρίσκονται και σήμερα στο επίκεντρο της στρατηγικής του Προέδρου του Αζερμπαϊτζάν.