Το νέο βιβλίο του κ. Στέφανου Τραχανά, πανεπιστημιακού δασκάλου στο Φυσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης, είναι μια εξαίρετη αλληγορία για την επιστήμη («To Φάντασμα της Οπερας», ΠΕΚ, 2014) εμπνευσμένη από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γκαστόν Λερού. Σε αυτό ο κεντρικός ήρωας, ένας ιδιοφυής συνθέτης με παραμορφωμένο πρόσωπο, «κατευθύνει» τα πάντα από το δαιδαλώδες υπόγειο της Οπερας του Παρισιού. Ολοι τον θαυμάζουν, ελάχιστοι όμως μπορούν να αντέξουν την όψη του προσώπου του. Ο κ. Τραχανάς, ιδρυτικό μέλος και επί σειρά ετών διευθυντής των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης –σήμερα είναι ο πρόεδρος της εκδοτικής επιτροπής τους –έγραψε ένα δοκίμιο διπλής κατεύθυνσης, για το φάντασμα, την επιστήμη δηλαδή, τόσο στη φύση όσο και τον πολιτισμό μας.
Η επιστήμη, λέει μιλώντας στο «Βήμα», «ως κινητήρια δύναμη της τεχνολογίας είναι αναμφίβολα πολύ ψηλά στις αξίες του πολιτισμού μας, στο ρετιρέ. Ομως το πνεύμα της επιστήμης, το πνεύμα της εύλογης και έλλογης αμφιβολίας και του υγιούς σκεπτικισμού είναι κλεισμένο στο «υπόγειο». Δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής ο θεμελιώδης αντιδογματισμός της επιστήμης, απολαμβάνουμε με άλλα λόγια τη «μουσική», πλην όμως δεν θέλουμε να βλέπουμε το πραγματικό πρόσωπο του συνθέτη» συμπλήρωσε. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου το φάντασμα είναι ένας θεμελιώδης φυσικός νόμος –η αρχή της απροσδιοριστίας –που «κυβερνά τον κόσμο από τα έγκατα της ύλης», το υπόγειο. Στο δεύτερο, το φάντασμα είναι πλέον η ίδια η επιστήμη «ως κοινωνικός θεσμός που διαμορφώνει τη φυσιογνωμία του πολιτισμού μας δρώντας επίσης από το υπόγειο, κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων».Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου έχει τη μορφή διαλόγου, είναι μια συνομιλία δασκάλου και μαθητή, «μια αρχετυπική σχέση αμοιβαίου σεβασμού προς την αναζήτηση της αλήθειας».
Στο βιβλίο σας ο δάσκαλος συζητεί επί μακρόν με τον μαθητή για την κληρονομιά που κατέλιπε ο αρχαίος ελληνικός κόσμος στην ανθρωπότητα. Ποια θα λέγατε ότι είναι η πολυτιμότερη διάστασή της;
«Δεν ισχυρίζομαι ότι γνωρίζω το σύνολο της ελληνικής κληρονομιάς. Αλλωστε δεν μου αρέσει καθόλου η τυφλή και εθνοκεντρική αρχαιομανία που εχθρεύεται την οικουμενικότητα. Είναι γεγονός ότι η «ατζέντα» της φυσικής επιστήμης είχε τεθεί από τους αρχαίους Ελληνες. Η ατομική υπόθεση και η ιδέα ενός νόμου που διέπει την κίνηση –ακόμη και αν αποδείχθηκε λάθος ο σχετικός νόμος του Αριστοτέλη –είναι στην πραγματικότητα τα δύο μοναδικά θέματα γύρω από τα οποία περιστρέφεται όλη η φυσική επιστήμη μέχρι σήμερα, και αυτά είναι ελληνικά ερωτήματα. Ευρύτερα η ιδέα της νομοκρατούμενης φύσης είναι κάτι το συγκλονιστικό. Για πρώτη φορά στην ιστορία του είδους μας, σε κείνη τη θαυμαστή χώρα, ο κάτοικος τούτου του ασήμαντου πλανήτη έστρεψε τα μάτια στον ουρανό και δεν είδε εκεί πάνω θεούς και δαίμονες (να κυβερνούν με τα καπρίτσια τους τον κόσμο), αλλά μια φύση που διέπεται από νόμους. Και μια νομοκρατούμενη φύση –μια φύση που διέπεται από πάγιους νόμους που κανείς δεν μπορεί να αλλάξει –είναι σίγουρα γνωρίσιμη. Αυτή είναι στην πραγματικότητα η μεγάλη κληρονομιά που άφησε στην ανθρωπότητα η ελληνική σκέψη: η πίστη στη βαθύτερη απλότητα και γνωρισιμότητα του κόσμου. Η ιδέα της νομοκρατούμενης φύσης ήταν, θεωρώ, και η απαρχή της νομοκρατούμενης κοινωνίας. Η επιστήμη πάντοτε κομίζει κάτι που έχει ευρύτερη σημασία για την κοινωνία και αυτό είναι καλό να το θυμόμαστε σήμερα που η επιστήμη, ως πνευματικό κίνημα, βρίσκεται σε υποχώρηση, σήμερα που ο σκοταδισμός είναι δίπλα μας, που ακούμε τρέλες, για αρχαίες πτητικές μηχανές και φοβερές ανακαλύψεις των αρχαίων Ελλήνων τις οποίες μας αποκρύπτει μια καλοστημένη παγκόσμια συνωμοσία…».
Είμαστε η χώρα, υπενθυμίζετε, με το μεγαλύτερο ποσοστό αρνητών της εξελικτικής καταγωγής μας μετά τις ΗΠΑ. Είμαστε η χώρα, θα προσέθετα, με τα μεγαλύτερα ίσως ποσοστά χλευασμού προς τις ΗΠΑ…
«Και το χειρότερο είναι ότι προσποιούμαστε τους προοδευτικούς, καμωνόμαστε ότι είμαστε ανοιχτόμυαλοι. Στην πραγματικότητα είμαστε μια πολύ συντηρητική κοινωνία. Η κυριαρχία του ανορθολογισμού και της παραεπιστήμης είναι ένας παράλληλος σκοτεινός κόσμος που πνίγει τον δημόσιο χώρο. Σε μια εποχή υποτιθέμενου θριάμβου της επιστήμης –ή μήπως μόνο της τεχνολογίας; –ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός πολιτών βγαίνουν από το εκπαιδευτικό μας σύστημα έτοιμοι να παραδοθούν χωρίς αντίσταση στις πιο ακραίες μορφές ανορθολογικής σκέψης. Επρεπε, ας πούμε, να κινητοποιηθεί πριν από λίγα χρόνια η Πανελλήνια Ενωση Βιοεπιστημόνων –στήριξα κι εγώ μαζί με πολλούς άλλους τη σχετική πρωτοβουλία –για να διδαχθεί επιτέλους η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου στο ελληνικό λύκειο! Δυστυχώς η επιστημονική εκπαίδευση που προσφέρουμε στους πολίτες φαίνεται ότι δεν επιτυγχάνει ούτε καν τον ελάχιστο στόχο που οραματίστηκε ο Ρήγας Φεραίος όταν έγραφε το «Φυσικής απάνθισμα». Δυστυχώς δεν τους προσφέρει ούτε καν εκείνη τη στοιχειώδη επιστημονική εγγραμματοσύνη που θα τους επιτρέψει να λειτουργήσουν ως κύτταρα μιας ευφυούς δημοκρατικής κοινωνίας, η οποία θα είναι σε θέση να παίρνει ορθολογικές αποφάσεις πάνω σε ζητήματα με ολοένα και ισχυρότερη την επιστημονική συνιστώσα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια μαζική υποχώρηση της επιστήμης και της επιστημονικής νοοτροπίας ως βασικού στοιχείου της γενικής παιδείας των πολιτών, άρα και της ποιότητας της δημοκρατίας μας. Η επιστημονική νοοτροπία είναι που δίνει το προβάδισμα στα γεγονότα έναντι των γνωμών και των πεποιθήσεών μας (θρησκευτικών, ιδεολογικών ή άλλων) και αυτή θα έπρεπε να είναι οργανικό μέρος της γενικής μας κουλτούρας».
Υποστηρίζετε ότι αν κάποτε γραφόταν ένα βιβλίο με θέμα την ανθρώπινη κακοδαιμονία, τότε η καταλυτικής σημασίας έννοια σε αυτό θα ήταν ο φανατισμός. Ο φανατισμός περίσσεψε και στα χρόνια της κρίσης…
«Η ηθική αξία της επιστήμης έγκειται περισσότερο στην ίδια τη μέθοδό της, στον βαθύτατα αντιδογματικό της χαρακτήρα. Εχετε δίκιο, τα τελευταία χρόνια δεν περίσσεψε μόνο ο φανατισμός αλλά και το υποχρεωτικό συμπαρακολούθημά του: η μισαλλοδοξία. Αν στην ίδια την επιστήμη –την κατ’ εξοχήν πηγή σχετικά έγκυρης γνώσης –δεν χωράνε ακλόνητες βεβαιότητες και απόλυτες αλήθειες, πώς είναι δυνατόν να κραδαίνει κανείς τέτοιες βεβαιότητες στα κοινωνικά και ανθρώπινα ζητήματα; Η κλειστή σκέψη φέρνει τον αποκλεισμό του άλλου και αυτό με τη σειρά του τη νομιμοποίηση στην άσκηση της βίας. Και τα ελληνικά πανεπιστήμια φέρουν μεγάλη ευθύνη για το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα, τις τελευταίες δεκαετίες ήταν ο χώρος στον οποίο καλλιεργήθηκε συστηματικά ο δογματισμός και όχι (όπως θα έπρεπε) η αντισυμβατική σκέψη. Φθάσαμε στο σημείο να βλέπουμε περισσότερη έμμεση ή άμεση βία εκεί μέσα από ό,τι στην υπόλοιπη κοινωνία. Και τυρβάζοντας περί πολλά ξεχάσαμε τα αυτονόητα. Μεταξύ άλλων, την αξία της ευσυνείδητης και παραγωγικής εργασίας. Οτι αυτή είναι που παράγει τον πλούτο των εθνών και την ευημερία των πολιτών. Και κάτι ακόμα περισσότερο. Παράγει αξιοπρέπεια και νόημα ζωής».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ