Η Ελλάδα δεν βρίσκεται ελέω Θεού στην ευρωζώνη. Γι’ αυτό αποφασίζουν και τα άλλα κράτη-μέλη του ευρωκλάμπ. Η παραμονή της χώρας στο κοινό νόμισμα κρεμόταν από μια λεπτή κλωστή. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ακόνιζε ήδη το ψαλίδι για να την κόψει. Λίγο ακόμα και οι Ελληνες θα ξαναγύριζαν στη δραχμή.
Το ότι αυτό άλλαξε ξαφνικά τον Οκτώβριο του 2012 οφείλεται σε λόγους τους οποίους περιγράφουν με συναρπαστικό τρόπο στο βιβλίο τους «Αυτοί που κινούν τα νήματα στην Ευρώπη» δύο από τους καλύτερους ξένους ανταποκριτές στις Βρυξέλλες: η Κέρστιν Γκάμελιν της «Süddeutsche Zeitung» και ο Ράιμουντ Λεβ της δημόσιας αυστριακής τηλεόρασης ORF.
Οι δύο κυριότεροι από αυτούς τους λόγους: το ενδεχόμενο της διάλυσης συνολικά της ευρωζώνης στην περίπτωση της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, και δεύτερον, η απειλή των κινέζων ηγετών, ότι αν οι Βρυξέλλες δεν βάλουν τάξη στα του οίκου τους κρατώντας την Ελλάδα στην ευρωζώνη, θα γυρίσουν κι αυτοί την πλάτη τους στην Ευρώπη και θα μετατρέψουν τα τρισεκατομμύρια ευρώ που κρατούσαν στα θησαυροφυλάκιά τους σε δολάρια. Είχε προηγηθεί ένα πολύμηνο θρίλερ, που παιζόταν σε όλο τον κόσμο, αλλά κυρίως στο Βερολίνο με αντίδικους τον γερμανό υπουργό Οικονομικών και την Ανγκελα Μέρκελ. Ο πρώτος, ως νομικός, ήθελε καθαρούς κανόνες στην ευρωζώνη. «Οποιος τους τηρεί μένει, όποιος τους παραβιάζει βγαίνει» έλεγε υπονοώντας την Ελλάδα. Η δεύτερη, λιγότερο δογματική, συνυπολόγιζε και τις πιθανές αρνητικές συνέπειες της έξωσης. Σε κάθε περίπτωση δεν ήταν πεπεισμένη ούτε από το διαβόητο «πλάνο Β’» (για τις συνέπειες της εξόδου), που είχε ήδη επεξεργαστεί μια ντουζίνα ειδικών στο Βερολίνο, τη Φρανκφούρτη, τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον, ούτε και από τις ασαφείς εξηγήσεις που της έδιναν προφορικά οι σύμβουλοί της.
Οι δυο συγγραφείς παραθέτουν έναν αυθεντικό διάλογο, που ήταν χαρακτηριστικός για εκείνη την εποχή:
«Μέρκελ: Τι θα συμβεί, αν η Ελλάδα φύγει από το ευρώ;

Σύμβουλος
: 24 ώρες αργότερα θα έχει φύγει και η Κύπρος.

Μέρκελ
: Και μετά;

Σύμβουλος
: Δεν το ξέρουμε με βεβαιότητα.

Μέρκελ
: Και η Πορτογαλία;

Σύμβουλος
: Δεν το ξέρουμε. Υστερα από μία εβδομάδα πιθανόν να αποχωρήσει και η Πορτογαλία.

Μέρκελ
: Και μετά;

Σύμβουλος
: Πιθανόν να ακολουθήσει και η Ιταλία. Πιθανόν όμως και όχι. Δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα με σιγουριά. Μπορούμε να προετοιμαστούμε, αλλά δεν μπορούμε να εκπονήσουμε ένα σίγουρο πλάνο.

Μέρκελ
: Αν δεν ξέρω τι θα συμβεί με αυτό που κάνω, τότε δεν το κάνω καθόλου».
Αυτά και άλλα έκαναν την καγκελάριο να πει τον Οκτώβριο του ίδιου έτους το τελεσίδικο: «Δεν θα κάνουμε τίποτα, η Ελλάδα μένει». Και το ίδιο αναγκάστηκε να επαναλάβει δημόσια λίγες ημέρες αργότερα και ο κ. Σόιμπλε στη Σιγκαπούρη ενώπιον της χρηματιστικής ελίτ όλης της Ασίας σε ένα απαράμιλλο μείγμα γερμανικών και αγγλικών: «Χρεοκοπία (σ.σ.: στην Ελλάδα) δεν θα γίνει» (Bankrott will not happen).
Ολα τα τσιτάτα, τονίζουν οι συγγραφείς, είναι αυθεντικά: προέρχονται από τις εκατοντάδες συνεντεύξεις που έκαναν με ειδήμονες (μεταξύ των οποίων και πρωθυπουργοί) υπό την προϋπόθεση βέβαια της απόλυτης εχεμύθειας. Αυτή η εχεμύθεια τους επέτρεψε να πλησιάσουν και τους «σέρπα», τους «ανιχνευτές» των πρωθυπουργών και καγκελαρίων για τις διασκέψεις κορυφής, και να πάρουν από αυτούς ανεκτίμητες πληροφορίες.
Εκείνο που κάνει όμως το βιβλίο τους μοναδικό είναι η πρόσβαση στα πρωτόκολλα των Antici, όπως ονομάζονται οι διπλωμάτες που κάθονται πίσω από τους αρχηγούς κρατών κατά τη διάρκεια των διασκέψεων και οι οποίοι εγκαταλείπουν κάθε 15 λεπτά της ώρας την αίθουσα (τη θέση τους παίρνουν άλλοι) για να υπαγορεύσουν αυτά που άκουσαν σε άλλους διπλωμάτες. Ετσι δημιουργούνται συνολικά 28 λίγο ή πολύ πανομοιότυπα πρωτόκολλα, όσα και οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τα οποία δεν είχε δει μέχρι πρότινος ποτέ δημοσιογράφου μάτι.
Η Γκάμελιν και ο Λεβ με την αξιοποίηση των «κρυμμένων μυστικών και ντοκουμέντων» καταρρίπτουν έτσι πολλούς μύθους, όπως αυτόν που λέει ότι εκείνοι που εξανάγκασαν τον Γιώργο Παπανδρέου να παραιτηθεί (λόγω του δημοψηφίσματος για το ευρώ που προετοίμαζε) ήταν η κυρία Μέρκελ και ο γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί. Ο «δράστης», υποστηρίζουν, ήταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος. «Ο Παπανδρέου μαχαιρώθηκε από τον έλληνα υπουργό Οικονομικών» είχε συμπληρώσει τότε ανώτατος διπλωμάτης των Βρυξελλών.
Η επικέντρωση στους «υποκινητές της Ευρώπης» έχει βέβαια και τις αδυναμίες της. Οι δύο συγγραφείς παραγνωρίζουν, για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο κ. Παπανδρέου έθεσε θέμα δημοψηφίσματος μόνο από τη στιγμή που κινδύνευε να χάσει την πλειοψηφία στη Βουλή και στην κοινοβουλευτική του ομάδα.
Ομως τέτοιες ελλείψεις αποτελούν απλές παρωνυχίδες σε ένα βιβλίο που καταγράφει «εκ των ένδον» αλλά και με πολύ κριτικό τρόπο τη μεθοδολογία εκείνων «που κινούν τα νήματα» στην Ευρώπη την εποχή της κρίσης.

«Καχύποπτοι με Παπανδρέου, προτίμησαν Σαμαρά αντί Τσίπρα»

Μιλήσατε με πάνω από 100 ευρωπαίους πολιτικούς. Πώς καταφέρατε να τους κάνετε να σας ανοίξουν τα στόματά τους;

Κέρστιν Γκάμελιν: Είχαν μια εμφανή ανάγκη να εξηγήσουν στους απλούς πολίτες τα βαθύτερα κίνητρα της πολιτικής τους. Κι αυτό μπορούσαν να το κάνουν μόνο υπό τον πέπλο της μυστικότητας.
Προσπάθησαν κάποιοι να σας παραπλανήσουν;
Κ. Γκ.: Οχι λίγοι. Διατηρήσαμε όμως μια σωστή εικόνα διασταυρώνοντας τις δηλώσεις τους με άλλα στοιχεία.
Πώς ήταν η αρχική εικόνα για την κρίση στην Ελλάδα;
Ράιμουντ Λεβ: Εντελώς ασαφής. Ενα μέλος της Επιτροπής έλεγε ότι το 2010 ο Ολι Ρεν εκτιμούσε πως η χώρα δεν θα χρειαστεί περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ποιος κέρδισε από την κρίση του ευρώ;
Κ. Γκ.: Βασικά η Γερμανία, η οποία όχι μόνο σταθεροποίησε την οικονομική της υπεροχή στην Ευρώπη, αλλά κέρδισε και δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ από τις διαφορές στα επιτόκια.

Πώς έβλεπαν οι ευρωπαίοι εταίροι τους έλληνες πολιτικούς;
Ρ. Λ.: Κατ’ αρχάς είχαν δώσει μια τεράστια προκαταβολή εμπιστοσύνης στον Παπανδρέου. Υστερα από λίγους μήνες ανακάλυψαν όμως ότι δεν κρατούσε ποτέ τις υποσχέσεις του. Το αποτέλεσμα ήταν μια ισχυρή καχυποψία, που στράφηκε εναντίον ολόκληρου του πολιτικού κατεστημένου στην Ελλάδα.
Και ο Σαμαράς;
Ρ. Λ.: Μπροστά στο δίλημμα, Σαμαράς ή Τσίπρας, οι Ευρωπαίοι προτίμησαν τον Σαμαρά.
Ως το μικρότερο κακό;
Ρ. Λ.: Εν μέρει ναι. Ο Σαμαράς κατόρθωσε πάντως να φέρει κάποια σταθερότητα στην πολιτική ζωή κάτω από δύσκολες συνθήκες.
Θα δεχθεί το Βερολίνο να διαπραγματευτεί με τον Τσίπρα, σε περίπτωση που γίνει πρωθυπουργός;
Ρ. Λ.: Βασικά ναι. Αυτό θα εξαρτηθεί όμως και από τις απαιτήσεις του Τσίπρα. Το ερώτημα είναι αν ο Τσίπρας μπορεί να φανταστεί ότι οι απαιτήσεις του πρέπει να γίνουν αποδεκτές και από τους ψηφοφόρους της Μέρκελ. Οι θέσεις που θα πάρει στις ευρωεκλογές θα αποτελέσουν σοβαρό τεστ γι’ αυτό.
Εχει κλείσει οριστικά το θέμα του grexit;
Κ. Γκ.: Νομίζω ναι –προσωρινά τουλάχιστον.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ