Σε επαναξιολόγηση των αποφάσεων του κόμματος και των πολιτικών επιλογών της ηγεσίας του μεταπολιτευτικού ΚΚΕ, κάτι που ερμηνεύεται ως απαρχή της πολιτικής «αποκαθήλωσης» του Χαρίλαου Φλωράκη, προχωρεί ο Περισσός στο πλαίσιο των επεξεργασιών για την ολοκλήρωση της ιστορικής μελέτης της δράσης του για την περίοδο από τη διάσπαση του 1968 ως την κρίση του 1991, η οποία οδήγησε στη δεύτερη διάσπαση του ΚΚΕ (13ο Συνέδριο).
Επιβεβαιώνοντας τη θέση, όπως αυτή διατυπώθηκε στον Β’ Τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ για την περίοδο 1949-1968, ότι «η επανεκτίμηση θέσεων και πολιτικών επιλογών που προκύπτει από την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας δεν συνιστά λαθολογία, δεν ανοίγει δρόμο στον αναθεωρητισμό και οπορτουνισμό», αλλά «οδηγεί σε επαναστατικού χαρακτήρα διόρθωση λαθών».Το Πολιτμπιρό του ΚΚΕ, με «σημείωμά» του που δημοσιεύεται στο θεωρητικό περιοδικό «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», προβαίνει σε σειρά πολιτικών και ιδεολογικών «εκτιμήσεων» για την περίοδο που ηγείτο του κόμματος ο Χαρίλαος Φλωράκης, διαπιστώνοντας «σοβαρά προβλήματα στρατηγικής» τα οποία οδήγησαν σε «παρεκκλίσεις», όπως η συγκρότηση του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου.
Το «σημείωμα», στη διαμόρφωση του οποίου, όπως λέγεται στους διαδρόμους του Περισσού, έχει συμβάλει προσωπικά η Αλέκα Παπαρήγα, έχει τίτλο: «Η πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ» και υπότιτλο «Αντιφάσεις και επιβιώσεις από την πορεία πάλης με τον οπορτουνισμό». Με αφορμή την αποτίμηση της περιόδου εκείνης ο Περισσός δεν διστάζει να διαπιστώσει ότι η διαπάλη με τον οπορτουνισμό είναι δυνατόν να αφήσει «αποτυπώματα μέσα στο κόμμα –ως ένα είδος διαβρωτικής υγρασίας –όταν η αποκατάσταση της φυσιογνωμίας του δεν είναι πλήρης ή πλήρως επεξεργασμένη, όταν διατηρούνται ή αναπαράγονται λαθεμένες προσεγγίσεις και επιλογές σε ζητήματα στρατηγικής σημασίας». Μάλιστα δεν παραλείπει, με την ευκαιρία, να εξαπολύσει επίθεση κατά του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και των «ανώνυμων εκ των έσω διαφωνούντων με τη στρατηγική του ΚΚΕ», τους οποίους εγκαλεί ότι «άδραξαν την ευκαιρία του εκλογικού αποτελέσματος (του 2012) για να ξεμπερδέψουν με το κόμμα».
«Εδώ και ενάμιση χρόνο αναπτύσσεται μια επίθεση η οποία, ανεξάρτητα από πού προέρχεται, έχει ως στόχο να πετύχει ό,τι δεν κατάφερε ο οπορτουνισμός το 1968 (σ.σ.: διάσπαση του ΚΚΕ) και το 1991: να μετατραπεί το ΚΚΕ σε συνιστώσα της οπορτουνιστικής και ρεφορμιστικής Αριστεράς. Να είναι το κόμμα εγκλωβισμένο σε περίπτωση που ξεσπάσει κάποια μορφή κοινωνικής εξέγερσης» αναφέρεται. Στο πνεύμα αυτό εξαπολύονται πυρά κατά όσων «τροφοδότησαν και τροφοδοτούν την αυταπάτη του αριστερού «αρώματος», ότι μέσω της αντιμνημονιακής πολιτικής και αστικών εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων θα ανακοπεί η επιδείνωση της θέσης του λαού, θα πραγματοποιηθεί παραγωγική ανάπτυξη προς όφελος του λαού, ακόμα και ότι μπορεί ν’ ανοίξει ο δρόμος για τον σοσιαλισμό, σιγά-σιγά, εξελικτικά, «με το μαλακό»». Θεωρείται, δηλαδή, ότι «ο σοσιαλισμός που επαγγέλλονται δεν είναι τίποτε άλλο παρά ατόφιος καπιταλισμός με αριστερό αστικό κυβερνητικό σχήμα», κάτι που η ηγεσία του ΚΚΕ απορρίπτει κατηγορηματικά, επικαλούμενη μάλιστα «πολλά αρνητικά παραδείγματα συμμετοχής ή στήριξης αστικών κυβερνήσεων από ΚΚ (π.χ. το Χιλιανό, το ΚΚ Γερμανίας το 1923, του δικού μας κόμματος το 1944 με την απελευθέρωση) που τελικά αυτή η συμμετοχή λειτούργησε σε βάρος του εργατικού κινήματος». Μάλιστα ασκείται κριτική ότι «δεν είχε εκτιμηθεί (από το ΚΚΕ) αντικειμενικά η πείρα της ΕΔΑ και πάνω σ’ αυτήν την αδυναμία έγινε παρέκκλιση με την ίδρυση του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου»».
Για τα πυρά που δέχθηκε η ηγεσία του κόμματος προσυνεδριακά από τους «διαφωνούντες» οι οποίοι άσκησαν κριτική για παραβίαση των προγραμματικών θέσεών του (15ο Συνέδριο 1996), απαντά ότι «το άλλοθι της επίθεσης βρέθηκε κυρίως σε μια φράση του Προγράμματος του 15ου, σύμφωνα με την οποία αντιμετωπιζόταν όχι ως επιδίωξη αλλά ως πιθανότητα ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης αντιμονοπωλιακών αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων μετά από εκλογική διαδικασία». «Βεβαίως ο ΣΥΡΙΖΑ και οι διάφοροι οπορτουνιστές που πολέμησαν το κόμμα, ανάμεσά τους και μερικοί κρυμμένοι στη ανωνυμία, αλλοίωσαν το πραγματικό νόημα αυτής της θέσης (και) την κυβέρνηση που περιέγραφε την ταύτισαν με την αντιμνημονιακή κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ» διαπιστώνει το Πολιτικό Γραφείο.
Η ηγεσία του ΚΚΕ επιχειρεί μια διαχρονική ματιά στη «διαπάλη με τον οπορτουνισμό», για να υπογραμμίσει ότι αξιοποιήθηκαν «δικά μας ιδεολογικοπολιτικά προβλήματα και παρεκκλίσεις». «Αξιοποίησαν αδυναμίες, ελλείψεις και καθυστερήσεις στην ιστορική διαδρομή του κόμματος ως προς τον ολοκληρωμένο τρόπο στην πορεία αποκατάστασης του χαρακτήρα του, ή τι άφηνε ως έναν βαθμό μέσα στο κόμμα και γύρω του η διαπάλη με τον οπορτουνισμό, που οδήγησε δύο φορές, το 1968 και το 1989-1991, στην απόσχιση ενός τμήματος στελεχών και μελών του, στον σχηματισμό αντιΚΚΕ φορέα» σημειώνεται.
Αν και ο Περισσός εκτιμά ότι «παρά τα όποια γλιστρήματα που κατά καιρούς είχε το κόμμα μας με δική του ευθύνη και κάτω από τις επιδράσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος (σ.σ.: με αφετηρία το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956 και τη λεγόμενη «αποσταλινοποίηση») δεν εξελίχθηκε σ’ ένα διαμορφωμένο οπορτουνιστικό κόμμα».
Ωστόσο εντοπίζει «βαρίδια που παρέμειναν στο κόμμα μετά από το 1968 και το 1974. Βαρίδια που παραμένουν κι αναπαράγονται στη συνείδηση, στη μνήμη, στις επιλογές ακόμα και φίλων, οπαδών του κόμματος, κομμουνιστών για πολλά χρόνια, με απόψεις για ΚΚΕ «κόμμα κυβερνητικό» στις συνθήκες του καπιταλισμού, για συνεργασία γύρω από ένα «μίνιμουμ πρόγραμμα», για διαχωρισμό μεταξύ συνεργασιών τακτικής και συνεργασιών στρατηγικής, για την «ενότητα της Αριστεράς», δηλαδή συνεργασία με τους οπορτουνιστές ή και σοσιαλδημοκράτες», όπως διευκρινίζεται.
Η συμμετοχή στις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα
Στο σημείωμα θεωρείται ότι από το 9ο Συνέδριο (1973) υπήρχαν «σοβαρά προβλήματα στρατηγικής», τα οποία διατηρήθηκαν και μετέπειτα, με αποκορύφωμα το 12ο Συνέδριο (1987) για δημιουργία μετώπου με αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις (ακόμη και από τον χώρο του ΠαΣοΚ). Ασκείται κριτική για το κοινό πόρισμα ΚΚΕ – ΕΑΡ (1988), το οποίο έβαλε τα θεμέλια για τη συγκρότηση του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, που οδήγησε στη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ (κυβέρνηση Τζαννετάκη τον Ιούνιο 1989) και κατόπιν και με το ΠαΣοΚ (οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα).
Στο σημείωμα θεωρείται ότι από το 9ο Συνέδριο (1973) υπήρχαν «σοβαρά προβλήματα στρατηγικής», τα οποία διατηρήθηκαν και μετέπειτα, με αποκορύφωμα το 12ο Συνέδριο (1987) για δημιουργία μετώπου με αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις (ακόμη και από τον χώρο του ΠαΣοΚ). Ασκείται κριτική για το κοινό πόρισμα ΚΚΕ – ΕΑΡ (1988), το οποίο έβαλε τα θεμέλια για τη συγκρότηση του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, που οδήγησε στη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ (κυβέρνηση Τζαννετάκη τον Ιούνιο 1989) και κατόπιν και με το ΠαΣοΚ (οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα).
«Η συμμετοχή του κόμματος σε τέτοιες κυβερνήσεις φούντωσε μέσα στο κόμμα τον οπορτουνισμό, που σήκωσε ανοιχτά κεφάλι με επικεφαλής μέλη της ΚΕ και τον τότε ΓΓ της ΚΕ Γρηγόρη Φαράκο» τονίζεται στο κείμενο του ΠΓ, το οποίο ωστόσο αποφεύγει να κάνει ονομαστική αναφορά στον Χαρίλαο Φλωράκη, αν και πρωτοστάτησε στη σύγκλιση και συμπαράταξη των πολιτικών δυνάμεων και κατόπιν στη συγκρότηση του ενιαίου Συνασπισμού, επιλογή που υπερασπίστηκε μέχρι τέλους παρά την άδοξη κατάληξή της. Πάντως, όπως διαπιστώνεται στο κείμενο, «η συμμετοχή και στήριξη των δύο κυβερνήσεων του 1989-1990 από τυπική πλευρά δεν αποτελεί παραβίαση του προγράμματος του κόμματος, δεδομένου ότι στη γενικότητά της ήταν ενταγμένη στη λογική συνεργασίας και με αστικές πολιτικές δυνάμεις», κάτι που δεν απέκλειε το μεταπολιτευτικό ΚΚΕ υπό προϋποθέσεις και σε συγκεκριμένες συνθήκες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ