«Η κατάσταση της οικονομίας κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2013 παραμένει κρίσιμη και πολλά προβλήματα δεν έχουν ξεπερασθεί», επισημαίνεται στην τριμηναία έκθεση του γραφείου Παρακολούθησης του Προϋπολογισμού της Βουλής, η οποία δημοσιοποιήθηκε την Πέμπτη.
Στην έκθεση εκφράζεται ανησυχία για την πορεία τόσο της ελληνικής οικονομίας και των μεταρρυθμίσεων, όσο και για την πρακτική που ακολουθείται από τους δανειστές. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ των άλλων διατυπώνεται και η εκτίμηση ότι «είναι φανερό ότι η Τρόικα έχει επιλέξει την πίεση μέσω των χρηματοδοτήσεων αντί της προκαταβολικής εμπιστοσύνης ότι η ελληνική πλευρά θα εφαρμόσει όσα έχουν συμφωνηθεί μαζί της».
Υπογραμμίζεται στην έκθεση ότι «η χώρα έχει καταφέρει να μειώσει το έλλειμμα και να βρίσκεται πολύ κοντά σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2013», όμως επισημαίνεται και ότι: «(α) οι δημόσιες επενδύσεις περικόπτονται συνεχώς παρασύροντας (μαζί με άλλους παράγοντες) και τις ιδιωτικές προς τα κάτω, (β) βασικά θεσμικά-διαρθρωτικά προβλήματα εξακολουθούν να αποτελούν απειλή για το μέλλον (π.χ. η φοροδιαφυγή και τα ασφαλιστικά ταμεία) και (γ) δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι το κράτος εξακολουθεί να μην ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του έναντι των προμηθευτών και ότι ο ΕΟΠΠΥ και τα ασφαλιστικά ταμεία συσσώρευαν ελλείμματα».
Ως προς το προδιαγραφόμενο χρηματοδοτικό κενό του 2014 τονίζεται ότι «δεν υπάρχουν περιθώρια να καλυφθεί με νέα μέτρα λιτότητας», ενώ ευθεία κριτική ασκείται στην κυβέρνηση, με επισημάνσεις όπως: «η μεγαλύτερη υστέρηση, και σε ορισμένες περιπτώσεις προχειρότητα, εμφανίζεται στις μεταρρυθμίσεις. Ουσιαστικά, αυτό ακριβώς ανέδειξε η διαχείρισή τους κατά τους προηγούμενους τρεις μήνες. Ο τελευταίος γύρος των «διαπραγματεύσεων» με την Τρόικα απλά επιβεβαίωσε τις υστερήσεις, ενώ οι περιπτώσεις της ΕΡΤ (η εξυγίανση της οποίας ήταν επιβεβλημένη) και της Δημοτικής Αστυνομίας έδειξαν ότι οι υστερήσεις στο τέλος οδηγούν σε κινήσεις που δεν φαίνεται να εντάσσονται σε ένα γενικότερο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό».
Οπως εξάλλου τονίζεται, σε μία ειδική αναφορά στη συζήτηση για την μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης, «η μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων δεν λύνει ζητήματα διαφθοράς, αναποτελεσματικότητας και σπατάλης», ενώ σημειώνεται και ότι: «Εκτός τούτου, πρέπει να προηγηθεί η αξιολόγηση υπηρεσιών και ατόμων. Πιθανόν, ένα λάθος ήταν ότι δεν ολοκληρώθηκε η εφαρμογή πιλοτικών προγραμμάτων σε συγκεκριμένα υπουργεία και φορείς. Η συζήτηση εστιάσθηκε στην «κινητικότητα» και στις απολύσεις ενώ λίγα πράγματα έχουν γίνει για την κατάργηση ή αναμόρφωση των κανόνων του «παιχνιδιού», των δομών και των διαδικασιών που αποτελούν το ευνοϊκό έδαφος για διαφθορά και αναποτελεσματικότητα».
Ως μεγαλύτερο «αγκάθι», οι συντάκτες της έκθεσης περιγράφουν την «διάχυτη αίσθηση άνισης μεταχείρισης των πολιτών, πράγμα που ανέδειξε και η συζήτηση στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής για την πρώτη μας έκθεση». Οπως επισημαίνεται: «Η κυβέρνηση στέλνει αμφίσημα μηνύματα στην κοινωνία. Αυτό δείχνουν οι δυστοκίες γύρω από τη «λίστα Λαγκάρντ», οι καθυστερημένες αναζητήσεις πληροφοριών για εξωχώριες (offshore) εταιρείες,6 η δυστοκία στη φορολόγηση σκαφών, ακόμη και η δυστοκία στο φορολογικό κ.α.».
Η επιστημονική επιτροπή που πλαισιώνει το γραφείο πλαισιώνεται από τους καθηγητές και ακαδημαϊκούς, κκ. Π. Λιαργκόβα, Π. Καζάκο, Ναπ. Μαραβέγια, Σπ. Λαπατσιώρα και Μιχ. Ρηγίνο.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο της έκθεσης