Τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο ΣΥΡΙΖΑ διά των κομματικών εντύπων του έθεσε ζήτημα κληρονομιάς για την τηλεοπτική συχνότητα του 902 TV που κατείχε το ΚΚΕ. Το επιχείρημα που όρθωσαν οι επιτελείς της Κουμουνδούρου ήταν ότι ο σταθμός αποκτήθηκε το 1989 από κοινού με το ΚΚΕ, στο πλαίσιο του ενιαίου τότε Συνασπισμού της Αριστεράς. Και άρα, είχαν δικαίωμα και λόγο για το περιουσιακό στοιχείο που θεωρούσαν κοινό.
Το περίεργο είναι ότι η διεκδίκηση εκδηλώθηκε μόλις έγινε γνωστό ότι το ΚΚΕ διαπραγματευόταν την πώληση του αδρανοποιημένου τηλεοπτικού σταθμού σε ιδιώτες επιχειρηματίες. Και συγκεκριμένα με τον ιδιοκτήτη ενός περιθωριακού τηλεοπτικού σταθμού που συνηθίζει να φιλοξενεί στις μεταμεσονύχτιες εκπομπές του στελέχη της Ακροδεξιάς. Μάλιστα, το επιχείρημα περί κληρονομιάς διανθίστηκε με σχετικές πολιτικές αναφορές του τύπου «δεν μπορεί ένας σταθμός της Αριστεράς να καταλήξει στην Ακροδεξιά».
Η αλήθεια είναι ότι το φλερτ του κ. Τσίπρα με τα ΜΜΕ είναι παλαιό. Ο ίδιος στήριξε την πολιτική ανέλιξή του στα μέσα ενημέρωσης. Ως νέος αρχηγός απήλαυσε δημοσιότητα. Υπήρξε εποχή που οι κάμερες ήταν στραμμένες πάνω του. Τηλεοπτικοί σταθμοί, ραδιόφωνα και εφημερίδες έδιναν χρόνο και χώρο στον νεαρό ηγέτη. Το πρόσωπο ήταν καινούργιο, η διάθεση φιλική και εκείνος προσηνής, δεν χάλαγε χατίρια. Κάπως έτσι, χωρίς συγκρούσεις και πολλές αμφισβητήσεις, οικοδομήθηκε ένα σύστημα αποδοτικής επικοινωνίας για τον νεαρό πολιτικό.
Σ’ αυτή την προβολή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό το δημοσκοπικό θαύμα του 18% που ανύψωσε τις φιλοδοξίες και του επέτρεψε αργότερα τη διεκδίκηση του κόμματος από τον Αλέκο Αλαβάνο.
Τότε, σε εκείνη την πρώτη φάση, ελάχιστες ήταν οι αναφορές του κ. Τσίπρα στα διαπλεκόμενα μέσα ενημέρωσης.
Οι συγκρούσεις ήλθαν αργότερα, όταν άλλαξε και ο χαρακτήρας της πολιτικής διεκδίκησης.
Συγκεκριμένα, την άνοιξη του 2012 ο κ. Τσίπρας ένιωθε αέρα στα πανιά του. Το μνημόνιο είχε βάλει για τα καλά τη σφραγίδα του στη ζωή των Ελλήνων και υπολόγιζε σε ενίσχυση των ποσοστών του.
Οι δημοσκοπήσεις τον έδειχναν ψηλά και έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να διευρύνει τα ποσοστά του κόμματός του. Διεκδίκησε, τότε, εν όψει της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης, καλές σχέσεις με τα ΜΜΕ. Εκανε σχετικές επαφές με εφημερίδες και τηλεοπτικά δίκτυα, και τα στελέχη του σχεδόν είχαν πιάσει στασίδι στα τηλεπαράθυρα τηλεοπτικών σταθμών.
Με την εκτόξευση των εκλογικών ποσοστών του στις εκλογές της 6ης Μαΐου θεώρησε ότι δικαιωματικά του ανήκουν προβολή και φροντίδα. Στον έναν μήνα της προεκλογικής περιόδου που ακολούθησε ως τις δεύτερες εκλογές οι συγκρούσεις με τα ΜΜΕ έλαβαν διαστάσεις. Ο κ. Τσίπρας εμφανιζόταν τότε να διεκδικεί με αξιώσεις την πρωτιά και δεν άντεχε τις αμφισβητήσεις.
Οταν την έχασε απέδωσε την ήττα στα ΜΜΕ, τα οποία υποτίθεται επέλεξαν τον Αντώνη Σαμαρά αντί εκείνου και επί της ουσίας τού χάρισαν τη νίκη. Η εκδοχή του «εσωτερικού εχθρού» επινοήθηκε μεν για τις ανάγκες δικαιολόγησης της ήττας, αλλά έμεινε ως κληρονομιά για τη συνέχεια. Καμία πρωτοτυπία βεβαίως. Ουσιαστικά ο κ. Τσίπρας δεν έκανε τίποτε περισσότερο απ’ όσα είχαν κάνει τόσο ο κ. Κ. Καραμανλής όσο και ο κ. Γ. Παπανδρέου. Κάθε φορά που αναδεικνύονταν οι κυβερνητικές ή έστω πολιτικές αδυναμίες δεν δίσταζαν και οι δύο να βγάζουν από το μανίκι τον άσο των μέσων. Αλλωστε τα μέσα ενημέρωσης προσφέρονται.
Κάπως έτσι από την επομένη σχεδόν των δεύτερων εκλογών, στο επιτελείο του κ. Τσίπρα επικράτησε η άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποκτήσει δικά του μέσα ενημέρωσης. Σχετικά γρήγορα επιβλήθηκαν αλλαγές στην «Αυγή» και στο «Κόκκινο», τον ραδιοφωνικό σταθμό του κόμματος, ενώ ταυτόχρονα αναπτύχθηκαν παρασκηνιακές επαφές με νεόκοπους εκδότες, οι οποίοι διαλαλούσαν στην πιάτσα ότι προχωρούν σε εκδόσεις οι οποίες θα εκπροσωπούν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Εκτοτε μεσολάβησαν πολλά. Οι εκδοτικές προσπάθειες δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα και τα σχήματα απεδείχθησαν ατελή, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις. Παραλλήλως, διαπιστωνόταν ότι η εκλογική επιρροή δεν ήταν η αναμενόμενη. Δημοσκοπικά δεν επιβεβαιωνόταν η πορεία προς την εξουσία.
Η Κουμουνδούρου θεώρησε ότι η εξουσία δεν κερδίζεται χωρίς ηγεμονία στα ΜΜΕ και αυτή προφανώς δεν χτίζεται με λιανοντούφεκα. Ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του έκριναν ότι χρειάζεται να αποκτήσει ισχυρή δύναμη επικοινωνιακού πυρός.
Πίστεψε πως για να πάρει την εξουσία δεν αρκούν μια-δυο θέσεις στα τηλεπαράθυρα, αλλά ένα σύμπλεγμα επικοινωνιακών μέσων, που δεν θα φιλοξενούν απλώς τις απόψεις του, αλλά θα προπαγανδίζουν πιστά το όραμα και την επικράτηση του νέου ηγέτη.
Αρχικώς, έδωσε μάχη για την επικράτηση φίλων και οπαδών του στην κρατική τηλεόραση και ακολούθως οργάνωσε μια διπλή επίθεση φιλίας και πίεσης προς τις παραδοσιακές δυνάμεις της ενημέρωσης.
Πήγε παντού ο κ. Τσίπρας, συζήτησε σχεδόν με όλους. Ακόμη και με τους θεωρούμενους πολιτικούς και ιδεολογικούς εχθρούς του. Και κατά τα φαινόμενα βρήκε νέους συμμάχους στον κύκλο της «άρχουσας τάξης», την οποία πυκνά-συχνά κατακεραυνώνει.
Και γι’ αυτό –για «ξεκάρφωμα», όπως λένε οι πολιτικοί εχθροί του –προέβη στη διακήρυξη αρχών για τα ΜΜΕ, συμπληρωμένη από «κορόνες» κατά των θεωρούμενων «συστημικών» μέσων, που στην εποχή του απόλυτου ανταγωνισμού και των ανοιχτών πηγών δήθεν αλλοιώνουν τη Δημοκρατία.
Οπως και να έχει, η στάση συνολικά του ιδίου και του κόμματός του δεν είναι αγαθή. Εχει σκοπούς πολιτικούς και άλλους. Θέλει ευθεία πρόσβαση –για να μην πούμε έλεγχο –τουλάχιστον σε ένα κανάλι πανελλαδικής εμβέλειας. Αυτός είναι ο μεγάλος καημός.
Μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς ως θεμιτή τη φιλοδοξία και τη στόχευσή του. Αλλά δεν μπορεί η διεκδίκηση αυτή να ενδύεται ιδεολογικοπολιτικό μανδύα και να μετατρέπεται σε ρομφαία εναντίον των όποιων αντιφρονούντων.
Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν υπάρχουν εκλεκτικές συγγένειες, οι οποίες όσο και αν συγκαλύπτονται δεν μπορούν να κρυφτούν για πάντα.
Παλαιότερα, ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, προκειμένου να καταδείξει τις εκλεκτικές συγγένειες του Κώστα Σημίτη με τον Σωκράτη Κόκκαλη, ανεδείκνυε τους πολιτικούς και οικογενειακούς δεσμούς που διατηρούσαν από την εποχή της Κατοχής οι γονείς των δύο.
Μία δεκαετία μετά, οι περιγραφόμενες εκλεκτικές συγγένειες του κ. Τσίπρα δεν πηγάζουν από την κυβέρνηση των Κορυσχάδων. Στο Κολωνάκι μιλούν απλώς για κοινές ποδοσφαιρικές, παναθηναϊκές, προτιμήσεις…
ΓΙΝΕ ΚΙ ΕΣΥ ΚΑΝΑΛΑΡΧΗΣ!Ηταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ο υπουργός Tύπου στην τότε νεόπλαστη κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου μετά τη νίκη του ΠαΣοΚ το φθινόπωρο του 1981, ο δημοσιογράφος Δημήτρης Μαρούδας, είπε στους πολιτικούς συντάκτες την κοτσάνα της δεκαετίας.
Σε μιαν εποχή που η ούτω πως καλούμενη σοσιαλιστική κυβέρνηση έδειχνε αποφασισμένη και έτοιμη να κρατικοποιήσει ακόμη και τα… ταξί, οι δημοσιογράφοι είχαν ρωτήσει τον υπουργό-κυβερνητικό εκπρόσωπο αν θα δοθούν άδειες για λειτουργία σταθμών ιδιωτικής τηλεόρασης.
Ο Δ. Μαρούδας είπε ένα ξερό «όχι», και όταν του ζήτησαν να εξηγήσει πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση στην περίπτωση κατά την οποία γίνει εκπομπή τηλεοπτική από οποιονδήποτε στον ελληνικό χώρο απάντησε: «Θα ρίξουμε τον δορυφόρο με πύραυλο»!
Από τότε τα χρόνια πέρασαν. Εγινε από τα πράγματα φανερόν ότι οι μεγαλοστομίες είναι για τα Ελληνικά Επίκαιρα και ότι το χρονοντούλαπο της Ιστορίας έχει πάντοτε κενές θέσεις…
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 οι μύθοι κατέρρεαν όλοι και η κυβέρνηση Α. Παπανδρέου την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη, άρχισε εμπιστευτικές συνομιλίες με τους εκδότες των εφημερίδων που είχαν ήδη ανοίξει τον δρόμο της ιδιωτικής ραδιοφωνίας. Οι συζητήσεις τραβούσαν σε μάκρος και οι ενδιαφερόμενοι άρχισαν να προετοιμάζονται ώστε την κατάλληλη στιγμή να βγουν στον αέρα. Οι κυβερνητικοί παράγοντες, μικρόνοες συνήθως, κατάφεραν την τελευταία στιγμή να διασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρχει ιδιώτης καναλάρχης. Κάθε νέος ιδιωτικός σταθμός θα έπρεπε να ανήκει σε πέντε τουλάχιστον διαφορετικούς ιδιώτες. Ετσι δημιουργήθηκε το Μέγα Τσάνελ από τον αείμνηστο Χρήστο Λαμπράκη, τον Χ. Τεγόπουλο, τον Γ. Μπόμπολα, τον Α. Αλαφούζο και τον κατά την υπογραφή των ιδρυτικών συμβολαίων αποχωρήσαντα Α. Βουδούρη. (Αυτή είναι μια άλλη ιστορία –δύο τουλάχιστον μάρτυρες είναι εν ζωή.) Οπωσδήποτε ο πέμπτος βρέθηκε στο πρόσωπο του Βαρδή Βαρδινογιάννη, τον οποίο πρότεινε ο Χ. Τεγόπουλος.
Η ομάδα των τεσσάρων συν ένας ιδιοκτητών ήταν η μόνη που τήρησε τη συμφωνία αυτή –ως ομάδα μόνο, διότι ορισμένα μέλη της ίδρυσαν και δικούς τους άλλους τηλεοπτικούς σταθμούς.
Αλλά η ιστορία είναι μακρά, άκρως αποκαλυπτική και συχνά μάλλον διασκεδαστική!
Τώρα που ο κ. Τσίπρας απεφάσισε να δράσει, δεν πρέπει να καταληφθεί από το Σύνδρομο Μαρούδα!
Πάντως ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη ευχαρίστως θα ήταν παρών σε ένα Σεμινάριο για την υπερ-κομματική διαπλοκή.
Είμαστε διαβασμένοι, έτοιμοι και αποφασισμένοι.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ