Με τίτλο «Πως ο Σαμαράς ανέκτησε το ρυθμό του» και με υπότιτλο «Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας μείωσε τις πολιτικές εντάσεις και σταθεροποίησε την οικονομία με μια χαμηλών τόνων, αλλά αποτελεσματική διακυβέρνηση», η εφημερίδα Wall Street Journal προβάλλει εκτενές άρθρο για τη Ελλάδα που υπογράφει ο ιστορικός και συγγραφέας Stan Draenos.
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, ένα χρόνο μετά τις αμφίρροπες εκλογές στην Ελλάδα, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, εκτόπισε τον Αλέξη Τσίπρα, που ηγείται του αριστερού ριζοσπαστικού κόμματος της χώρας ΣΥΡΙΖΑ, ως το κυρίαρχο πρόσωπο.
Πέρυσι, όπως σημειώνεται, ήταν ο κ. Τσίπρας αυτός που εξέπληξε τους παρατηρητές, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κατέλαβε τη δεύτερη θέση με μικρή διαφορά από το κεντροδεξιό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας του κ. Σαμαρά στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου.
Σήμερα, είναι ο κ. Σαμαράς που κατέχει τα ηνία, επισημαίνεται χαρακτηριστικά, χαράζοντας μια πορεία, όπου οι αλλεπάλληλες επιτυχίες έχουν κατευνάσει τα πολιτικά πάθη, ενισχύοντας παράλληλα τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ελλάδας.
Παρελθόν αποτελούν πλέον οι καταλήψεις, οι μαζικές διαδηλώσεις και οι βίαιες ταραχές των αναρχικών.
Στη συνέχεια, τονίζεται ότι όταν η Βουλή ψήφισε τον περασμένο μήνα το πολυνομοσχέδιο προκειμένου να εφαρμόσει το επόμενο στάδιο του δανειακού προγράμματος, οι φωνές διαμαρτυρίας από τα σωματεία του δημοσίου τομέα, το Κομμουνιστικό Κόμμα και τους αναρχικούς είχαν απλώς χλιαρή ανταπόκριση από την κοινή γνώμη.
Κι αυτό συνέβη σε μια χώρα με ένα εφιαλτικό ποσοστό ανεργίας της τάξης του 27%. Ουσιαστικά, ο ελληνικός λαός έδωσε στον κ. Σαμαρά μια «απρόθυμη ψήφο εμπιστοσύνης» για να προχωρήσει με το πρόγραμμα διάσωσης.
Στο άρθρο της Wall Street Journal σημειώνεται επίσης ότι, δεδομένων των δεινών συνθηκών που επικρατούσαν πριν έναν χρόνο στην Ελλάδα, αυτό συνιστά μια εκπληκτική μεταστροφή. Με την οικονομία της χώρας σε κατάρρευση και με κουρελιασμένη την αξιοπιστία του πολιτικού της κατεστημένου, το φρέσκο πρόσωπο του κ. Τσίπρα έμοιαζε έτοιμο να αναλάβει την εξουσία όποτε προκηρύσσονταν οι επόμενες εκλογές.
Ο κ. Σαμαράς ξεπέρασε μια επικίνδυνη αρχή ως πρωθυπουργός για να σχηματίσει έναν απίθανο συνασπισμό με το κάποτε ισχυρό ΠΑΣΟΚ και το μικρό κόμμα της ΔΗΜΑΡ, όπως υπογραμμίζεται.
Στο άρθρο διατυπώνεται η άποψη ότι η νέα κυβέρνηση αντιμετώπισε μια ηράκλεια πρόκληση: να πείσει τους ολοένα και πιο σκεπτικούς δανειστές της χώρας -Ευρωπαίους και ΔΝΤ- ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να ανταποκριθεί στους αυστηρούς όρους για τη συνέχιση του δανειακού προγράμματος που κράτησε τη χώρα εκτός χρεοκοπίας κατά την τελευταία τριετία.
Στη Σύνοδο της ΕΕ το Δεκέμβριο του 2012, ο κ. Σαμαράς τα κατάφερε, κερδίζοντας τα εύσημα από τους εταίρους της χώρας, εξασφαλίζοντας ζωτικής σημασίας χρηματοδότηση και απογοητεύοντας τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είχε εναποθέσει τις ελπίδες του στην αποτυχία της κυβέρνησης.
Η ορμή του ΣΥΡΙΖΑ, πάντα σύμφωνα με τον αρθρογράφο, έπαυσε μετά από αυτό. Βλέποντας το αναμενόμενο, ο κ. Τσίπρας ξεκίνησε μια επιθετική πολιτική σαγήνης σε Ευρώπη και ΗΠΑ, δίδοντας ομιλίες σε χώρους όπως το Brookings Institution της Ουάσιγκτον.
Η θεωρούμενη «στροφή του στο ρεαλισμό» είχε ως στόχο να καθησυχάσει τις ελίτ της Δύσης ότι, αν και αντίθετος στο δανειακό πρόγραμμα με επίκεντρο τη λιτότητα, ο κ. Τσίπρας ενδιαφερόταν για διαπραγματεύσεις και όχι για αντιπαράθεση με τους πιστωτές της χώρας, αλλά και ότι ήταν πλήρως δεσμευμένος στην παραμονή της Ελλάδας εντός ευρωζώνης.
Ακολούθως τονίζεται ότι στο εγχώριο μέτωπο, ο κ. Τσίπρας κινήθηκε προς την κατεύθυνση της μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ από ένα μικρό κόμμα διαμαρτυρίας σε μια εν δυνάμει κυβερνώσα δύναμη, αντιμετωπίζοντας το ίδιο θέμα που ο Ανδρέας Παπανδρέου – ο Πρωθυπουργός που κυριαρχούσε στην ελληνική πολιτική σκηνή των δεκαετιών του ’80 και του ’90- αντιμετώπισε το 1977, όταν μια άνοδος της λαϊκής στήριξης προς το ΠΑΣΟΚ, κατέστησε το κόμμα επίσημη αντιπολίτευση.
Οι κομματικές εκκαθαρίσεις που απαιτούνταν για να μετατραπεί το ΠΑΣΟΚ σε ένα αξιόπιστο κυβερνών κόμμα οδήγησε στη συντριπτική εκλογική νίκη του Παπανδρέου το έτος 1981.
Ωστόσο, επισημαίνεται, οι προοπτικές για τον κ. Τσίπρα να αναλάβει τον έλεγχο του κόμματός του και να προωθήσει μια αξιόπιστη εναλλακτική για έξοδο από την κρίση, είναι επισφαλείς. Εντός του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Τσίπρας δεν είναι η επιβλητική μορφή που ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου για το ΠΑΣΟΚ.
Και για την πλειοψηφία των Ελλήνων ψηφοφόρων, η θέση του κ. Τσίπρα ότι δηλαδή μπορείς να απορρίψεις τη δανειακή συμφωνία και να παραμείνεις στο ευρώ, μοιάζει -στην καλύτερη περίπτωση
– παράξενη, όπως υποστηρίζεται.
Αναφορά γίνεται και στο ξέσπασμα της κυπριακής κρίσης το Μάρτιο, διατυπώνοντας την άποψη ότι περιέπλεξε περαιτέρω την κατάσταση για τον κ. Τσίπρα, ενισχύοντας ακριβώς εκείνα τα στοιχεία στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που ο ίδιος ήλπιζε να περιθωριοποιήσει. Όταν η κυπριακή Βολή απέρριψε το αρχικό σχέδιο διάσωσης, με το κούρεμα των καταθέσεων στις κυπριακές τράπεζες, τα ριζοσπαστικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επευφημούσαν την απείθεια του νησιού ως ιστορικό γεγονός, που θα καταδείκνυε τα πλεονεκτήματα της εναντίωσης στην ΕΕ και το ΔΝΤ.
Όταν, όμως, στη συνέχεια η Βουλή της Κύπρου αποδέχτηκε μια εξίσου επαχθή συμφωνία διάσωσης, η Κύπρος έπαψε να παρέχει στον ΣΥΡΙΖΑ το μοντέλο που η Ελλάδα θα έπρεπε να μιμηθεί. Ακόμη χειρότερα για τον κ. Τσίπρα, όπως αναφέρεται στο άρθρο, οι προσπάθειές του να συντονίσουν την στρατηγική με την αριστερή πτέρυγα του κυπριακού ΑΚΕΛ, που ήταν πριν στην εξουσία, έλαβαν άσχημη τροπή, όταν το ΑΚΕΛ υιοθέτησε τη θέση της εξόδου της Κύπρου από το ευρώ.
Τέλος, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, σίγουρα, οι ωμοί χειρισμοί της Γερμανίας ως προς την Κύπρο, ενίσχυσαν τη λαϊκή απογοήτευση στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, όσον αφορά στο μυωπικό όραμα της Καγκελαρίου Μέρκελ για την Ευρώπη.
Ωστόσο, το αποτέλεσμα στην Ελλάδα δεν ήταν να ενισχυθεί δημοσκοπικά ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά να παγιωθεί στα προηγούμενα ποσοστά του. Στη μόνη πρόσφατη δημοσκόπηση που δίνει στον ΣΥΡΙΖΑ μικρή υπεροχή έναντι της Νέας Δημοκρατίας, μόνο οι μισοί από το δείγμα των ερωτηθέντων εξεδήλωσαν κάποια κομματική προτίμηση. Στην ίδια δημοσκόπηση, μόνο το 9% του δείγματος θεώρησαν τον κ. Τσίπρα καταλληλότερο ως Πρωθυπουργό.
Στο μεταξύ, ο κ. Σαμαράς έχει αποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη στην οικονομία, μέσω της χαμηλών τόνων και αποτελεσματικής διακυβέρνησής του, όπως υποστηρίζεται, συμπληρώνοντας ότι, ανεξάρτητα από το αν η Ευρώπη είναι σε θέση να δώσει λύση στο επίμονο πρόβλημα που την ταλανίζει «ανάπτυξη έναντι λιτότητας», η Ελλάδα σημειώνει πραγματική πρόοδο με μεταρρυθμίσεις στο διογκωμένο δημόσιο τομέα, με ιδιωτικοποιήσεις κρατικών περιουσιακών στοιχείων και με μείωση των δημοσίων δαπανών.
Υπερβαίνοντας το παρελθόν του ως εθνικιστή με στενές βλέψεις – σύμφωνα με το άρθρο- ο κ. Σαμαράς επέδειξε απρόσμενη δεξιότητα και αποφασιστικότητα στο να καθοδηγήσει τη χώρα, αποφεύγοντας τους κινδύνους.