Ενα σκηνικό διχασμού, με χαρακτηριστικά οιονεί εμφυλίου πολέμου και υπερέντασης των δυνάμεων που θέλουν να καταστρέψουν τη χώρα, περιγράφει ο κ. Ευ. Βενιζέλος στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα της Κυριακής». Ωστόσο, επισημαίνει ότι το πρόγραμμα της κυβέρνησης θα εφαρμοστεί σε πείσμα του ετερόκλητου αντιμνημονιακού μετώπου. Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ μιλά για τις σχέσεις μεταξύ των τριών κυβερνητικών εταίρων, κρατώντας αποστάσεις από τη ΔΗΜΑΡ. Επισημαίνει επίσης την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να διατυπώσει πεντακάθαρο λόγο σε σχέση με κάθε μορφή βίας. Επίσης, εκτιμά ότι το θέμα της Δικαιοσύνης θα πρέπει να αντιμετωπιστεί κατά την Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκφράζει τη διαφωνία του με τη μείωση του αριθμού των βουλευτών σε 200, καθώς υπάρχει, όπως λέει, ο κίνδυνος δραματικής υποεκπροσώπησης ορισμένων περιοχών.

Η κυβέρνηση υφίσταται έναν πόλεμο φθοράς από την αντιπολίτευση σε όλα τα μέτωπα, ο οποίος έχει λάβει ακραία μορφή. Συμμερίζεστε την άποψη ότι διαμορφώνονται συνθήκες εμφυλίου πολέμου στη χώρα;

«Η χώρα αγωνίζεται να βγει από την κρίση, να πάρει μπρος, να αξιοποιήσει το πολύ καλό momentum που υπάρχει αυτή τη στιγμή διεθνώς. Ολες οι δυνάμεις οι οποίες έχουν επενδύσει στο καταστροφικό σενάριο είναι σε εγρήγορση. Αυτή τη στιγμή στην πραγματικότητα έχουμε μία υπερένταση των δυνάμεων που θέλουν να ανακόψουν την ομαλή πορεία της χώρας και την έξοδο από την κρίση. Αν η αλλαγή κλίματος αρχίσει σιγά-σιγά να συντελείται και να πιστοποιείται στη συνείδηση των πολιτών, καταρρέει μία ολόκληρη πολιτική στρατηγική η οποία είχε εκφραστεί προεκλογικά ως στρατηγική της εφόδου και τώρα εκφράζεται μετεκλογικά ως μια καθολική, απόλυτη αμφισβήτηση κάθε προσπάθειας που γίνεται για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται διάφορες μορφές εξαιρετικά βίαιης αντίδρασης, η οποία ξεπερνά τα όρια της πολιτικής αντιπαλότητας και αποκτά σε πολύ μεγάλο βαθμό, όπως είπα στη Βουλή, χαρακτηριστικά εχθρότητας. Δηλαδή μπορεί να αποκτά χαρακτηριστικά οιονεί εμφυλίου πολέμου, τον οποίο κάποιοι καλλιεργούν. Στην πρώτη γραμμή του μετώπου αυτού βρίσκεται συνήθως το ΠαΣοΚ, γιατί είναι αυτό που έχει επωμιστεί το στρατηγικό βάρος αυτής της πολιτικής, στην οποία προσχώρησαν στη συνέχεια η Νέα Δημοκρατία και η ΔΗΜΑΡ. Και γιατί γνωρίζουν πάρα πολύ καλά ότι ο ρόλος του ΠαΣοΚ είναι κομβικός, εγγυητικός, σταθεροποιητικός. Tο ΠαΣοΚ ήταν πάντα κάρφος στον οφθαλμό τους, από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου.
Αρα, έχουμε τη δική μου στοχοποίηση σε σχέση με τη λίστα Λαγκάρντ, η οποία ήταν νομίζω μια πανηγυρική αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Τσίπρα προσωπικά. Εχουμε συνδικαλιστικές και συντεχνιακές πρακτικές –όπως η απεργία στα ΜΜΜ –οι οποίες αποκτούν τυφλά χαρακτηριστικά. Εχουμε την προφανή αμηχανία του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τη βία και την τρομοκρατία. Δεν προσάπτει κανείς στον ΣΥΡΙΖΑ σχέση με την τρομοκρατία, υπάρχει όμως μια αδυναμία διατύπωσης πεντακάθαρου λόγου όχι σε σχέση με την τρομοκρατία, αλλά σε σχέση με κάθε φαινόμενο βίας, η οποία έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία».
Πού οφείλεται η στάση του ΣΥΡΙΖΑ κατά τη γνώμη σας;
«Οφείλεται στα υπαρξιακά προβλήματα που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ. Στο γεγονός ότι είναι αιχμάλωτος τεράστιων εσωτερικών αντιφάσεων. Διότι από τη μια μεριά αγωνίζεται να διαχειριστεί ένα εκλογικό και κοινοβουλευτικό μέγεθος για το οποίο δεν είχε φυσικά ετοιμαστεί και που δεν είναι δικό του κατόρθωμα, αλλά είναι μια επιλογή τμήματος της κοινωνίας η οποία ήθελε να υπερβεί τα κλασικά κομματικά σχήματα και να εκδηλώσει την απαρέσκειά της και την αγανάκτησή της. Από την άλλη πλευρά είναι αρθρωμένος γύρω από τις συνιστώσες, οι οποίες εξακολουθούν να παίζουν πάρα πολύ σημαντικό ρόλο».
Στη Βουλή μιλήσατε για τον αταβισμό των κατηγόρων δεύτερης γενιάς. Εννοούσατε ότι μπορεί η Ζωή Κωνσταντοπούλου να εμπνέεται από τη συμμετοχή του πατέρα της στις διαδικασίες του 1989;
«Οχι, όχι, δεν μίλησα προσωπικά. Αλλά βλέπεις τις συμπεριφορές, βλέπεις έναν λόγο ο οποίος είναι επιθετικός, καταγγελτικός, εισαγγελικός, στοχεύει όχι στην κατίσχυση ιδεών και απόψεων, αλλά στην εξόντωση την ηθική, ακόμη και τη φυσική, με την έννοια δηλαδή του εξοβελισμού από τον δημόσιο βίο αντίπαλων πολιτικών στελεχών. Ενοχλούν κάποιες παρουσίες και προσπαθούν να απαξιώσουν ηθικά ολόκληρο το κεκτημένο της Μεταπολίτευσης».
Με αυτό το σκηνικό του διχασμού που περιγράφετε πιστεύετε ότι το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής έχει προοπτική να πετύχει;
«Μα το πρόγραμμα θα εφαρμοστεί εις πείσμα του ετερόκλητου αντιμνημονιακού μετώπου. Γιατί ενώ συμβαίνουν αυτά, ομολογούν πανηγυρικά ότι δεν υπάρχει αντιπρόταση. Αντιθέτως, γίνεται μία θλιβερή θα έλεγα προσπάθεια εξωραϊσμού της εικόνας τους διεθνώς και επίδοσης διαπιστευτηρίων. Η διαδρομή του κ. Τσίπρα είναι καταπληκτική. Από τη Λατινική Αμερική, όπου πήγε να εμπνευστεί από ένα πρότυπο το οποίο είναι εξαιρετικά επισφαλές και καθόλου γοητευτικό για τους Ελληνες, μέχρι την επίκληση της συνάντησης με τον κ. Σόιμπλε και τις συναντήσεις του στις ΗΠΑ. Τι είναι αυτό που κάνει; Ποια είναι η προσπάθειά του σε σχέση με τη χώρα; Ενισχύει την αξιοπιστία της και διευκολύνει την εφαρμογή ενός προγράμματος που είναι συμφωνημένο και πολύ συγκεκριμένο ή στην πραγματικότητα θέλει να ανακόψει ένα κλίμα καλών εντυπώσεων που έχει δημιουργηθεί για την Ελλάδα; Σίγουρα αυτά τα ταξίδια δείχνουν μια απόλυτη έλλειψη στρατηγικής. Εκτός κι αν υπάρχει παντελής έλλειψη συνείδησης για το ποιοι είναι οι πραγματικοί ευρωπαϊκοί και διεθνείς συσχετισμοί. Είπαμε εμείς ποτέ ότι εφαρμόζουμε μια πολιτική που τη θέλουμε; Είπαμε ότι διαπραγματευόμαστε και συμφωνούμε με την Ευρώπη των ονείρων μας; Είναι αυτή η Ευρώπη των δικών μας ιδανικών συσχετισμών; Είναι η Ευρώπη της πραγματικότητας, μια Ευρώπη η οποία κάνει πολύ σκληρές επιλογές, συντηρητικές, τιμωρητικές σε πολύ μεγάλο βαθμό για την Ελλάδα, πολιτικές οι οποίες είναι μακροοικονομικά εσφαλμένες και έχουμε αγωνιστεί να αναδείξουμε τον εσφαλμένο πυρήνα αυτής της λογικής. Αλλά δεν είχαμε να κάνουμε μία σύγκριση ανάμεσα στο ιδεώδες και το κακό, αλλά μία σύγκριση ανάμεσα σε σενάρια που ξεκινούσαν από το κακό και έφταναν στο απόλυτα καταστροφικό. Αυτό είναι το γήπεδο που έχουμε μπροστά μας. Ποιο καλύτερο γήπεδο θα βρούμε; Το γήπεδο της απομόνωσης; Των Δυτικών Βαλκανίων εκτός Ευρώπης; Των σχέσεών μας με τη Λατινική Αμερική; Με τις μη ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου;».
Παρ’ όλα αυτά, στις δημοσκοπήσεις ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ ψηλά. Σας ενοχλεί η άποψη ότι έχει υποκαταστήσει το ΠαΣοΚ;
«Οχι, δεν έχει υποκαταστήσει κανένα ΠαΣοΚ. Το ΠαΣοΚ έχει μια ιστορική διαδρομή, η οποία αφορούσε άλλες συνθήκες, μια άλλη κοινωνία, άλλα προτάγματα, άλλα διλήμματα, έναν άλλο κόσμο. Ο κόσμος από τότε που ιδρύθηκε το ΠαΣοΚ ως σήμερα έχει αλλάξει τουλάχιστον δύο φορές: μία με την κατάρρευση του υπαρκτού Σοσιαλισμού και μία με την πολύ μεγάλη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική κρίση. Το να συζητούμε με τους παλαιούς όρους υποτιμά το γεγονός ότι έχει επηρεαστεί η μορφή της κοινωνίας, η ίδια η διαστρωμάτωση της κοινωνίας στην Ελλάδα. Και ο ΣΥΡΙΖΑ εκλαμβάνει τον εαυτό του ως ένα ενεργό πολιτικό υποκείμενο σε σχέση με την κοινωνία κατά τρόπο υπερβολικό και αλαζονικό. Διότι δεν είναι αυτός που διαμόρφωσε τους συσχετισμούς, αλλά στην πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκε σαν όχημα, όταν το ΠαΣοΚ διέρρηξε αναγκαστικά τη σχέση του με τον κοινωνικό του συνασπισμό, με την κοινωνική βάση του, διότι έπρεπε στο όνομα του εθνικού συμφέροντος να απομακρυνθεί από μία παραδοσιακή λογική παροχών, προσόδων, οικονομικών λειτουργιών του κράτους, σχέσεων, προσδοκιών. Αρα, στην πραγματικότητα τι εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ; Την αγωνία και την ανασφάλεια μιας κοινωνίας, η οποία καλείται να λειτουργήσει μέσα σε ριζικά διαφορετικές συνθήκες. Εμφανίζεται με τη μορφή ενός αριστερού ριζοσπαστισμού, ενώ στην ουσία πρόκειται για την πολιτική ενός φοβικού συντηρητισμού».
Εκτός από τις πολιτικές δυνάμεις παρεμβαίνει και ένας άλλος παράγοντας στην πολιτική ζωή: η Δικαιοσύνη.
«Η Δικαιοσύνη πάντα παρενέβαινε και διαμόρφωνε το κλίμα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε πάρα πολλές χώρες. Ενα πολύ μεγάλο ζήτημα στη λειτουργία των σύγχρονων δημοκρατιών είναι ο ρόλος της Δικαιοσύνης, δηλαδή ο λεγόμενος πολιτικός αυτοπεριορισμός της Δικαιοσύνης και η αποφυγή κάθε μορφής δικαστικής δημαγωγίας. Και δεν αναφέρομαι στις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις, αναφέρομαι στον τρόπο με τον οποίο ασκείται αυτό καθαυτό το δικαιοδοτικό έργο. Ναι, αυτό είναι ένα μεγάλο θεσμικό θέμα. Γι’ αυτό και ένα από τα βασικά θέματα της Αναθεώρησης του Συντάγματος πιστεύω ότι πρέπει να είναι το ζήτημα της Δικαιοσύνης. Νομικά τα θέματα αυτά μόνο σε επίπεδο Συντάγματος μπορούν να αντιμετωπιστούν. Αλλά το ίδιο ζήτημα υπάρχει και σε πολλές άλλες χώρες, στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Ισπανία. Αρκεί να θυμηθούμε πόσο καταλυτικός ήταν ο ρόλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο σε σχέση με την πολυαναμενόμενη απόφαση για το σύστημα Υγείας».
Το ΠαΣοΚ βρίσκεται σε προσυνεδριακό διάλογο, με πυρήνα τη νέα φυσιογνωμία του κόμματος. Εσείς θέλετε ένα κεντρώο κόμμα; Ποιο ιδεολογικο-πολιτικό ρεύμα σας συγκινεί;
«Το ΠαΣοΚ της νέας εποχής οφείλει να εκφράσει τις προοδευτικές και δημιουργικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Τους πολίτες που θέλουν ένα κανονικό κράτος, μία κανονική οικονομία, μία κανονική κοινωνία.Τους πολίτες που πιστεύουν στη δημοκρατία και στο κράτος δικαίου, τον πλουραλισμό, τα δικαιώματα, την ανεκτικότητα. Τους ανθρώπους που αγωνιούν για το μέλλον. Αυτούς που γοητεύονται από το καινοτομικό. Τους πολίτες που έχουν έντονη συνείδηση εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης και ευθύνης. Αυτούς που θέλουν ανάπτυξη, επενδύσεις, δουλειές. Ενα σύγχρονο κοινωνικό κράτος δημοσιονομικά βιώσιμο που παράγει το ίδιο υπεραξίες και θέσεις εργασίας. Αυτούς που πιστεύουν την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία και περιμένουν από αυτή να παρουσιάσει ξανά το όραμά της για μία Ευρώπη που βάλλεται πανταχόθεν. Ιστορικά στην Ελλάδα το Κέντρο ήταν προοδευτικό, ένας από τους δύο μεγάλους πόλους των ιστορικών αντιπαραθέσεων, ακόμη και των εθνικών διχασμών σε προηγούμενες εποχές. Αρα για μας σημασία έχει η κεντρική θέση του ΠαΣοΚ μέσα στο πολιτικό σύστημα ως εκφραστής της Κεντροαριστεράς».

Σε πρόσφατη δημοσκόπηση περίπου οι μισοί ερωτώμενοι ήθελαν την παραπομπή σας στην Προκαταρκτική Επιτροπή. Πιστεύετε ότι κάποτε θα αναγνωριστεί η προσφορά σας από τον ελληνικό λαό;
«Πιστεύω ότι η κοινωνία βρίσκεται σε μεγάλη σύγχυση. Είναι δυστυχώς πολλοί αυτοί που μετατρέπουν την πολιτική τους αντίθεση σε σχέση με τη στρατηγική που εφαρμόζουμε, με τον αγώνα που κάναμε για να σωθεί η χώρα, σε μια προσωπική εχθρότητα. Ναι, πιστεύω ότι επειδή η Ιστορία κρίνει με απόσταση και εν τέλει κρίνει με ψύχραιμο τρόπο, αυτό που κάναμε θα αναγνωριστεί. Αποδέχομαι τον κίνδυνο να είμαι στόχος επιθέσεων, επειδή κάποιοι με θεωρούν εκφραστή μιας στρατηγικής με την οποία διαφωνούν, αλλά είναι η μόνη εφικτή και ασφαλής και αυτή που εγκρίθηκε στις τελευταίες εκλογές. Αυτό επιμελώς αγνοείται στη δημόσια συζήτηση. Οταν έκανα την επιλογή να αναλάβω το υπουργείο Οικονομικών τον Ιούνιο του 2011, δεν υπήρχε επιστροφή. Υπήρχε μόνο ο αγώνας για την έξοδο από την κρίση και αυτό θα συντελεστεί. Γιατί αν δεν συντελεστεί, θα είναι η εξέλιξη δραματική και ανυπόφορη, κοινωνικά και οικονομικά. Κυρίως για τους πιο αδύναμους. Ο τρόπος με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να οργανώσει τη σκευωρία της περιβόητης λίστας σε ό,τι με αφορά προσωπικά είναι απόδειξη της δημοκρατικής και δικαιοκρατικής βαρβαρότητας υπό την οποία ζούμε. Ευτυχώς, η αλήθεια έχει τη δική της δυναμική. Τα γεγονότα μίλησαν από μόνα τους. Το ΠαΣοΚ κατήγαγε μία μεγάλη κοινοβουλευτική και πολιτική νίκη. Το κοινωνικά και εθνικά θλιβερό όμως είναι ότι έχουν επικρατήσει στον δημόσιο λόγο αντιλήψεις οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με το μεγάλο δημοκρατικό και δικαιοκρατικό κεκτημένο του 20ού αιώνα. Στην Ελλάδα δυστυχώς υπάρχουν φαινόμενα τα οποία αντιστοιχούν στην περίοδο προ του Διαφωτισμού. Οι υπεύθυνοι αυτής της πολιτιστικής και θεσμικής κτηνωδίας είναι συγκεκριμένες πολιτικές ηγεσίες και συγκεκριμένα στελέχη, συγκεκριμένων πολιτικών χώρων. Κάποιοι έχουν μετατρέψει την αγανάκτηση και την ανασφάλεια ενός πολύ μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας σε εφαλτήριο ακατάσχετης αλαζονείας και μιας σχεδόν παθολογικής δίψας για κατάληψη της εξουσίας. Αυτή είναι η λογική του ρεσάλτου για την οποία μίλησα».
Εκλογικός νόμος
«Θεσμικές αλλαγές στη Δικαιοσύνη και όχι στον αριθμό των βουλευτών»

Εκτιμάται ότι έχει ανοίξει ένας κύκλος κυβερνήσεων συνεργασίας. Πιστεύετε ότι ο εκλογικός νόμος θα πρέπει να τις διευκολύνει;

«Η άποψή μου για τον εκλογικό νόμο είναι σαφής. Θεωρώ ότι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον συσχετισμό δυνάμεων του Μαΐου και τον συσχετισμό δυνάμεων του Ιουνίου του 2012 οφείλεται σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό στον τεχνητό διπολισμό λόγω της στρατηγικής εφόδου του ΣΥΡΙΖΑ και βεβαίως λόγω του εκλογικού συστήματος, λόγω δηλαδή του μπόνους στο πρώτο κόμμα. Πιστεύω βαθιά στην ανάγκη κυβερνητικής σταθερότητας, άρα το ζήτημά μου δεν είναι η ενίσχυση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με 50 έδρες, αλλά η άρση των τεχνητών πολώσεων που προκαλεί το μπόνους. Εφόσον υπάρχει ένας κυβερνητικός συνασπισμός, εφόσον υπάρχει μία δεδηλωμένη πολιτική βούληση συνεργασίας κομμάτων για τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης –για παράδειγμα των υπεύθυνων φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων –θα έπρεπε αυτό το μπλοκ να ωφεληθεί από το μπόνους των 50 εδρών. Αυτό συμβαίνει στην Ιταλία».
Με τη μείωση του αριθμού των βουλευτών σε 200 συμφωνείτε;
«Θεωρώ ότι είναι ένας συμβολισμός ο οποίος ακούγεται πολύ συμπαθητικά, κινδυνεύει όμως λόγω των δημογραφικών ανισοτήτων των περιφερειών της χώρας να οδηγήσει σε μία δραματική υποαντιπροσώπευση πολλών περιοχών. Στον κατάλογο των μεγάλων θεσμικών αλλαγών που χρειάζονται θα έβαζα πρώτη τη Δικαιοσύνη, στη συνέχεια τον ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας μέσα σε ένα σύγχρονο κοινοβουλευτικό σύστημα, όχι προεδρικό, θα έβαζα τη λειτουργία των ανεξάρτητων Αρχών και το λεγόμενο δημοσιονομικό Σύνταγμα. Θα έθετα πολύ πιο πάνω το ζήτημα του εκλογικού συστήματος, των θεσμών πολιτικής ευθύνης, όχι μόνο υπουργικής, αλλά και κοινοβουλευτικής και κοινωνικής ευθύνης, γιατί υπάρχουν θύλακες εξουσίας επιχειρηματικής ή άλλης που επίσης πρέπει να έχουν ευθύνη».
Συνταγματικό τόξο
Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας δεν πρέπει να οδηγήσει σε πόλωση ανάμεσα στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ

Ο τρόπος που λειτουργεί η κυβέρνηση σας ικανοποιεί; Υπάρχει η αίσθηση ότι ο κ. Αντ. Σαμαράς και ορισμένοι υπουργοί σε κρίσιμα ζητήματα ενεργούν χωρίς να συνεννοούνται με το ΠαΣοΚ και τη ΔΗΜΑΡ. Συγκεκριμένα, με τους χειρισμούς του κ. Δένδια συμφωνείτε;

«Κατ’ αρχάς βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα νέο φαινόμενο. Δηλαδή, μία τρικομματική κυβέρνηση συνεργασίας θέλει άλλες πρακτικές, άλλες αντιλήψεις, άλλη κουλτούρα. Εμείς δεν συνεργαζόμαστε με μία κυβέρνηση της ΝΔ, ούτε απλώς τη στηρίζουμε. Συναποτελούμε με τη ΝΔ και τη ΔΗΜΑΡ μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία παρέχει την εμπιστοσύνη της σε μία κυβέρνηση που δεν υπάρχει χωρίς την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία. Υπάρχουν πολλά επιμέρους προβλήματα, αστοχίες, χειρισμοί οι οποίοι θα θέλαμε να είναι καλύτεροι και πολύ πιο ώριμοι, αλλά γίνονται βήματα. Και υπάρχει νομίζω αμοιβαία εμπιστοσύνη, καλοπιστία και διάθεση να βρεθούν λύσεις. Γίνονται πρόοδοι. Τώρα, στα θέματα που έχουν σχέση με την Αστυνομία, με τη βία, με την τρομοκρατία, επειδή έχουμε μια προκλητική επανεμφάνιση της τρομοκρατίας, αλλά και έναν λόγο επαμφοτερίζοντα στα θέματα αυτά, δημιουργείται πολύ μεγάλη ένταση, η οποία δεν πρέπει να πάρει τα χαρακτηριστικά της πόλωσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση ή ανάμεσα στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί χρειάζεται να διασφαλίσουμε τη συστράτευση όλου του συνταγματικού τόξου, όλων των δυνάμεων που πιστεύουν στη δημοκρατία και στο κράτος δικαίου. Αυτή η προσπάθεια προσκρούει στο γεγονός ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης για θέματα που ήθελαν να κάνουν μοχλούς επίθεσης, όπως για παράδειγμα η λίστα Λαγκάρντ, έκαναν συνεργασία με πολύ μεγάλη προθυμία και ανεπίγνωστα με τη Χρυσή Αυγή».
Μιλάτε για προόδους στην τρικομματική κυβέρνηση αλλά ενώ το ΠαΣοΚ ψήφισε τον Νοέμβριο τα δημοσιονομικά μέτρα και διέγραψε βουλευτές του, η ΔΗΜΑΡ δήλωσε «παρών», και τώρα διαφώνησε με την πολιτική επιστράτευση των εργαζομένων στα μέσα μεταφοράς. Πώς το σχολιάζετε;
«Δεν είναι ούτε ευγενικό ούτε παραγωγικό να σχολιάσω τη στάση της ΔΗΜΑΡ. Εμείς θέλουμε να διαφυλαχθεί η κυβερνητική σταθερότητα και ο ορίζοντας τετραετίας της κυβέρνησης. Η στρατηγική μας, που έχει επικυρώσει τον Ιούνιο ο ελληνικός λαός εν γνώσει των δυσκολιών, χρειάζεται χρόνο. Επιπλέον απευθύνουμε πάντοτε ειλικρινή πρόσκληση διαλόγου και συμπόρευσης στη ΔΗΜΑΡ. Ξέρουμε όμως ότι ως ΠαΣοΚ είμαστε οι εγγυητές της κυβερνητικής σταθερότητας και της στρατηγικής προοπτικής της χώρας. Αυτό έχει μεγάλο κόστος, αλλά εμπεριέχει και την προσδοκία της πολιτικής και ιστορικής ανταπόδοσης. Γι’ αυτό λέω ότι το ΠαΣοΚ κατέβηκε μαζί με τη χώρα, αλλά και θα ανεβεί μαζί με τη χώρα».
Για τη στελέχωση του κράτους τι λέτε; Θα περίμενε κάποιος από μία τρικομματική κυβέρνηση να έχει πιο αξιοκρατικά, όχι κομματικά κριτήρια.
«Συμφωνώ απολύτως. Εμείς είχαμε κάνει μια προσπάθεια να λειτουργήσουν αντικειμενικά, αξιοκρατικά και διαφανή κριτήρια, αλλού με επιτυχία, αλλού όχι. Δεν μπορεί να λειτουργεί η λογική της κατάληψης του κράτους κάθε φορά που έχουμε μία κυβερνητική αλλαγή. Δόθηκε μια εσφαλμένη εντύπωση ότι μοιράζονται οι θέσεις, ότι υπάρχουν κομματικά ποσοστά. Αυτό δικαιολογείται βεβαίως σε θέσεις γενικών γραμματέων, αλλά δεν δικαιολογείται σε θέσεις οι οποίες αφορούν την υπηρεσιακή διάρθρωση του κρατικού μηχανισμού.
Αρα είναι υποχρέωσή μας –και για μας είναι προτεραιότητα –να υπάρξει πλήρες νομοθετικό πλαίσιο αξιοκρατικής και διαφανούς στελέχωσης όλων αυτών των θέσεων με θητείες, οι οποίες υπερβαίνουν τις κοινοβουλευτικές περιόδους και τις θητείες των κυβερνήσεων. Είναι θετικό ότι αυτό έγινε ήδη με τον Γενικό Γραμματέα Εσόδων».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ